Σελίδες

Monday, 6 October 2014

ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ: ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Ἀπ’ τὶς κορφὲς ἀπόψε ἀπάνω ἀγάλι
τὰ σύννεφα κυλήσανε βαριὰ
κι ἐρίξανε τὸν ἴσκιo τους καὶ πάλι
στις ράχες κάτω, πέρα στὰ χωριά.

Ο ἴδιος ἴσκιος ἔρχεται καὶ μπαίνει
στό σπίτι μας, πού ἀπόμεινε βουβό,
κι εἶν᾿ ἡ ψυχή μου ἐμένα λυπημένη
μέσα στὸν ἴσκιο αὐτό τὸ σκοτεινό.

Πές μου ἱστορίες, πές μου εὐτυχισμένες,
γεμάτες ἀπό φῶς, ἁγνές, ἁπλές,
γιὰ γνώριμες ζωὲς ἀγαπημένες,
γιὰ ἐφήμερες χαρούμενες ζωές.

Πές μου γιὰ κάτι φύλλα ποὺ χτυποῦσαν
πρωὶ στό παραθύρι μου ἁπαλὰ
κι ἀπό μι᾿ ἀγάπη λὲς παραμιλοῦσαν
στ᾿ ἀνήσυχα κλαδιὰ τὰ πιό ψηλά.

Γιὰ κάποια μαργαρίτα πὲς ποὺ ἀνθοῦσε
στὴ στέγη ἑνὸς χωριάτικου σπιτιοῦ
κι ἀγνώριστη, φτωχή, χαμογελοῦσε
κι ἀξένοιαστη στὸν ἥλιο τοῦ Ἀπριλιοῦ.

Καὶ πές μου ἀκόμα, πές μου, γιὰ τὸ γρύλλο
τὸν ἔρημο τοῦ κάμπου ποιητή,
ποὺ ἐτραγουδούσ᾿ ἐκεῖ στὸ γέρο μύλο
τό ποίημα καὶ τ᾿ ἄκουγ᾿ ἡ σιωπή.

Ὤ! νὰ ξεχάσω θέλω πιὰ τὶς άλλες
τὶς ἱστορίες ὅλες τὶς παλιὲς
ποὺ μοῦ μιλοῦσαν γιὰ ζωὲς μεγάλες
αἰώνιες. Ὄχι. Ἐμένα μὴν τὶς λές!

Νὰ φύγουν θέλω ἀπὸ τὴ θύμησή μου,
ἔχουνε πίκρα μέσα τους πολλή,
καὶ μοῦ βαραίνουν τώρα τὴν ψυχή μου,
ὅπως ἐτούτ᾿ ἡ συννεφιὰ ἡ θολή.

Ἄσ᾿ τις νὰ σβήσουν· μέσα μου ἄς μὴ μείνει
παρὰ τοῦ γρύλλου ἡ πρόσχαρη φωνή,
ἡ φυλλωσιὰ κι ἡ μαργαρίτα ἐκείνη
κι ἀκόμα ἄς ἀπομείνει ἡ γαλανή,

ἡ αἰθέρια πεταλούδα αὐτὴ τοῦ ὀνείρου,
στῆς ἐξοχῆς τὸ δρόμο ἐκεῖ μακριά
ποὺ πήγαινε κι ἐχάνονταν στοῦ ἀπείρου
τὸ γιορτινὸ τὸ φῶς σιγὰ σιγά...

No comments:

Post a Comment