Σελίδες

Sunday, 28 October 2018

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών XVI
«Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι σιδεροφράζον-/τας τα στάχυα.//Περνάν οι σιδηρόφραχτοι, σιδεροφράζοντας σκάφη και στάμνα.»

Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς όπως διπλώνει στην πε-
    τσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα προτού κινήσει
    για το δάσος
WW2 Wallpapers
Μιλιά. Mιλιά. Διπλές-τριπλές αμπάρες φράξανε τ’ αμπέλια μας.
Κλείσε το στόμα σου, Κυρά, κλείσε και το παράθυρο του απο-
    σπερίτη,
κάτω απ’ τη μαύρη σου ποδιά σφίξε τα δώδεκα κλειδιά της νύ-
    χτας.

Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι σιδεροφράζον-
    τας τα στάχυα.

Σφίγγει στον κόρφο της η μάνα μας της σιγαλιάς τη Βίβλο.
Βασίλεψε στην πίκρια του σπιτιού ο δίσκος ο ασημένιος σάμπως
    ψόφια μέδουσα
και τα παλιά χαλκώματα στα νοικοκυρεμένα ράφια
μαυροκοκκίνησαν αγάνωτα σάμπως φεγγάρια στης ερημιάς το
    στρίψιμο.
Περνάν οι σιδηρόφραχτοι, σιδεροφράζοντας σκάφη και στάμνα.

Μιλιά. Τα καρφοπλούμιστα σεντούκια πετρωμένα —
φανέλες ναυτικές και φέρμελες* κι άσπρα τσουράπια και του-
    ζλούκια*
παππουδογονικά θυμητικά, παλιά σπορά, σακκούλες με τους λου-
    λουδόσπορους —
το καραβάκι κρεμασμένο από το μεσιανό δοκάρι
κάντρα στο σκήμα της καρδιάς που κλείνουνε τον όρκο της φα-
    μίλιας
άγιοι θαλασσινοί ζωγραφιστοί μέσα σε πίνες* κι αχηβάδες
κι όλος ο αγέρας του σπιτιού πηγμένος στα δυο στέφανα με τα κε-
    ρένια λεμονάνθια.
Κάτι σαλεύει κάτου απ' τη σιγαλιά —δεν είναι οι κατσαρίδες,
είναι το φίδι το πανάρχαιο του σπιτιού που το σκουντάει με τον
    αγκώνα της η περηφάνεια.

Περνάν,  περνάν οι σιδερόφρακτοι — το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα,
μαύρα λεβέτια κουβαλάν να βάψουν μαύρα τα περβόλια μας
μαύρο να βάψουν το νερό, και το καρβέλι μαύρο.
Φεγγάρι παγωμένο σε σπασμένη ρόδα του αραμπά στο δρόμο απ'
    έξω,
το αλέτρι, γκόλφι* στην καρδιά του κάμπου, απίστομο,
η αξίνα προσευχή στην ξώπορτα, και το χωράφι απ' το δρεπάνι
    κρεμασμένο.

Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς όπως διπλώνει στην πε-
    τσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα προτού κινήσει
    για το δάσος
και κείθες κάτου στο γιαλό ο ίσκιος του καραβιού μονάχος μεγα-
    λώνει
έτσι που μεγαλώνει η στάλα του λαδιού πάνου στο μάλλινο της
    πίκρας.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

* Η φέρμελη, το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. 
Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά Χ και Ο, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις χριστιανός και ορθόδοξος.
* Τουζλούκια, ζεύγος περικνημίδων από υπόλευκη τσόχα, φοδραρισμένη με υπόλευκο σαγιάκι (μαλλί της νεροτριβής), εξάρτημα της ενδυμασίας του φουστανελά, που φορέθηκε αρχικά από τους αρματολούς, τους κλέφτες και του αγωνιστές του 1821 και στη συνέχεια, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε από τον Όθωνα ως αυλική ενδυμασία.
* Η πίννα (Pinna) (γράφεται και πίνα), ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι.

* γκόλφι το εγκόλπιο, το φυλακτό.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
από Τα Τετράδια της Αμπάς

No comments:

Post a Comment