Σελίδες

Wednesday, 26 December 2018

Τα Χριστούγεννα του Ισμαήλ

-Τι έγινε σε πήρε ο ύπνος; Του είπε και τον σκούντηξε ελαφρά.
- Με τόση κούραση τι περιμένεις συμπλήρωσε αυτός που στεκόταν δεξιά του.
- Όχι ,όχι δεν κοιμόμουν. Έβλεπα ένα όραμα.
- Όνειρο.
- Όχι όραμα, επέμενε εκείνος. Έβλεπα πως έμπαινα σε μια πόλη με έναν άντρα ντυμένο στα λευκά. Ο κόσμος γύρω του τον επευφημούσε κρατώντας φοίνικες και βάγια. Ξαφνικά η εικόνα χάθηκε και ήταν σαν να κοίταζα από μακριά τον ίδιο άντρα στα κόκκινα να ανεβαίνει έναν λόφο περικυκλωμένος από στρατιώτες και κουβαλώντας ένα σταυρό.
- Δεν μας είπες, τον διέκοψε ο εκ δεξιών, πως καταλήξατε εδώ;
- Ήρθαμε για την, να δεις πως το είπαν, α ναι απογραφή.
- Και ερχόσαστε από μακριά;
- Από την Ναζαρέτ. Είναι μια παράξενη ιστορία. Στεκόμουν στην αυλή του άντρα, νύχτα, και ξαφνικά εμφανίστηκε ένας Άγγελος
- Άγγελος; ακούστηκε από την ομήγυρη
- Άγγελος. Ο άντρας είχε σηκωθεί στεκόταν στην πόρτα όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ένας λευκοντυμένος άντρας που έλαμπε σε ένα παράξενο φως.
- “Μη φοβάσαι Ιωσήφ - του είπε- είμαι Άγγελος Κύριου. Η μνηστή σου η Μαρία περιμένει παιδί που θα το πάρεις και θα το φροντίζεις σαν δικό σου.”
Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι και είπε “Γενηθήτω το θέλημα σου”. Την άλλη μέρα που σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή τον άκουσα να μουρμουρίζει “τι όνειρο και αυτό”. Ώσπου έριξε μια ματιά τριγύρω και έμεινε άναυδος. Στην κατάξερη αυλή του δίπλα από την είσοδο είχε φυτρώσει ένας κρίνος.
- Μετά;
- Μετά ήρθε η διαταγή για την απογραφή και έπρεπε να έρθει εδώ, γιατί εδώ είναι ο τόπος καταγωγής του. Μας πήρε λοιπόν και ξεκινήσαμε την μεγάλη πορεία. Νύχτα φτάσαμε στην πόλη που ήταν γεμάτη από κόσμο. Άρχισε να ψάχνει ένα- ένα τα πανδοχεία για να βρει κάπου να μείνουν, άλλα όλα ηταν γεμάτα. Όταν φύγαμε από το τελευταίο, που είχε παρακαλέσει πολύ για να μας κρατήσουν, ακούσαμε βήματα και την γυναίκα του πανδοχέα να μας φωνάζει. Ήρθε γρήγορα προς το μέρος μας μαζί με το γιο της που κρατούσε ένα δαυλό.
- “Λυπάμαι που δεν έχουμε δωμάτια άλλα έχουμε δώσει ακόμα και τα δικά μας . Από την άλλη απ’ ότι βλέπω ότι δεν μπορείτε να συνεχίσετε για πολύ.
- Όχι- απάντησε ο άντρας δεν μπορούμε και δείχνοντας την γυναίκα του συμπλήρωσε-είναι ετοιμόγεννη.
- Μπορούμε να σας παραχωρήσουμε ένα μέρος που έχουμε λίγο έξω από την πόλη και βάζουμε τα ζωντανά μας. Θα σας πάει ο γιος μου.
- Πως σε λένε τον ρώτησε.
- Σίμωνα.
- Είναι ο βράχος τις οικογένειας -είπε η μητέρα του- αν και μαζί με το αδελφό του τον Αντρέα που τους χάνεις που τους βρίσκεις στο καΐκι του θείου τους να ψαρεύουν. Εκείνη την στιγμή η γυναίκα έβγαλε μια κραυγή. Γύρισαν και την κοίταξαν.
- Νομίζω πως ήρθε η ώρα.
- Καλέ σπάσαν τα νερά -είπε η γυναίκα του πανδοχέα- γρήγορα βιαστείτε”.
Και ενώ εκείνοι κίναγαν για εδώ, τους φώναξε από πίσω,
- “Ειδοποιήστε τις γυναίκες των βοσκών να σας βοηθήσουν. Θα έρθω και εγώ μόλις μπορέσω”.
Και έτσι καταλήξαμε εδώ. Ίσα που πρόλαβαν να μπουν μέσα. Ο μικρός έτρεξε και μίλησε με τους βοσκούς. Οι γυναίκες τους έφτασαν, έβγαλαν έξω τον άντρα και λίγο αργότερα ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
- Θα έπρεπε να γίνεις παραμυθάς, του είπε κάποιος από την παρέα.
- Γιατί;
- Μα Άγγελος;
- Θα ήθελα να δω με τι μοιάζει ένας Άγγελος τον ειρωνεύτηκε κάποιος άλλος.
- Σαν και αυτόν εκεί, τους είπε.
Σήκωσαν όλοι τα κεφάλια τους ταυτόχρονα και κοίταξαν προς την σπηλιά-σταύλο. Όση ώρα μιλούσαν ένα αστέρι είχε σταθεί από πάνω τις και μια φωτεινή αχτίδα σαν πυραμίδα την αγκάλιαζε. Μέσα στο φως τις αχτίδας ανεβοκατέβαιναν προς τον ουρανό τυλιγμένοι στα λευκά Άγγελοι ψέλνοντας ένα σκοπό.
- Ε αυτό πια. Λοιπόν δεν έχω ζήσει πιο παράξενη νύχτα, είπε ο μεγαλύτερος.
- Τι ψέλνουν μαμά; ρώτησε ένας από τους νεαρούς.
- Ωσαννά, είπε εκείνος, το έχω ξανακούσει.
Αυτή την φορά κάνεις δεν τον αμφισβήτησε.
- Και τι παράξενο αστέρι
- Είναι των μάγων τους είδα πριν μπουν στο παλάτι , παράξενα ονόματα που έχουν και καμήλες, ήρθε πετώντας προς το μέρος τους ακούμπησε στον ώμο του και προσπάθησε να τα πει όλα με μια ανάσα
- Για σιγά και ένα-ένα ποίοι μάγοι πιο παλάτι; Ρώτησε αυτός στα δεξιά του.
- Εγώ το αστέρι το είχα δει από μακριά. Σκέφτηκα να δω τι είναι. Όταν πλησίασα μόλις ξέστηναν μια κατασκήνωση. Είχαν καμήλες και μίλαγαν μεταξύ τους λέγοντας πως το αστέρι θα στεκόταν πάνω από το παλάτι ενός νεογέννητου Βασιλιά. Τα ονόματα τους ηταν έεε Μελχιόρ, Γασπάρ και, και εεε α ναι Βαλταζάρ. Μετά μπήκαν στη πόλη και συγκεκριμένα στο παλάτι του Βασιλιά. Εγώ όμως είδα ότι το αστέρι συνέχιζε τον δρόμο του και το ακουλούθησα. Τι εδώ γεννήθηκε ο νέος Βασιλιάς; Μα ......
- Γιατί δεν πάμε μέσα να δούμε τους είπε. Οι βοσκοί έχουν μπει ήδη.
Ξεκίνησε ενώ κάποιοι από την παρέα φανήκαν να διστάζουν
- Θα μας διώξουν πάλι.
Γύρισε τους κοίταξε και συνέχισε να προχωράει. Τον ακολούθησαν. Όταν μπήκαν, μια παράξενη θαλπωρή τους τύλιξε. Στάθηκαν διστακτικά, εκείνος όμως πλησίασε θαρρετά και στάθηκε δίπλα στο παχνί. Ένα μωρό τυλιγμένο με ένα απόκοσμο φως και παλιά ρούχα, ήταν ξαπλωμένο μέσα και κοίταζε τριγύρω του με μεγάλη περιέργεια. Μόλις έφτασε κοντά το μωρό γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια. Και νάτο πάλι το όραμα που είχε δει και προηγουμένως.
- Δεν έχω ξαναδεί πιο ήσυχο μωρό είπε μια από τις γυναίκες που καθόταν δίπλα στην λεχώνα.
- Και όμορφο. Συμπλήρωσε μια άλλη. Μαρία και Ιωσήφ πρέπει να είστε πολύ περήφανοι.
Το ζευγάρι κοιτάχτηκε και χαμογέλασε.
- Για δέστε πως κοιτάζονται στα μάτια Αβραάμ, ξαναείπε η πρώτη γυναίκα απευθυνόμενη στον άντρα που στεκόταν τώρα δίπλα του. Λες και γνωρίζονται, λες και συνεννοούνται.
- Α, ο πιστός μας Ισμαήλ, είπε ο Ιωσήφ χωρίς αυτόν δεν θα είχαμε φτάσει έως εδώ.
- Και κοιτάξτε εδώ, είπε ο Αβραάμ, εκτός από το κοτσύφι που κάθεται στον ώμο του, στην πλάτη του έχει σαν ζωγραφισμένο έναν τεράστιο σταυρό. Πως έγινε αυτό Ιωσήφ;
- Τον έχει από τότε που γεννήθηκε αποκρίθηκε εκείνος. Βλέπετε ο Ισμαήλ είναι ένα πολύ ξεχωριστό γαϊδουράκι.

Θεοδωρίδης Θεόδωρος
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment