Σελίδες

Friday, 29 November 2019

«Το Χαμόγελο του Μίμη» (Χρονογράφημα)

    Λιγουριασμένος, μούργος, ανάλαγος και μπερδεμένος μέσα στα παιδιά της «πόλης» που τα κυνηγάνε οι μανάδες τους στην αγορά να φάνε τ’ αυγό τους, (το φρέσκο και το χωριάτικο) κάνει τις βόλτες του πέρα-δώθε στα μαγαζιά παραξενεμένος ο Μίμης. 
Ο ίδιος τέτοια προβλήματα με τη μάνα του ούτε θάχει ποτέ. Όποτε πεινάει πάει στη λαΐνα βάνει αλοιφή στη φέτα του και παέι…
 
Ο Μίμης είναι -το καλοκαίρι πάντως είτανε- το τελευταίο παιδί του Μιχάλη της Κώτσιαινας, και το θαρρετότερο παιδί του χωριού. 
Εξοικιωμένος με την αγορά κι άνετος με τους μεγάλους, ο Μίμης, διαθέτει μία καταπληκτική ικανότητα να φτιάχνει γνωριμίες «φέρουσες οφέλη»: 
Σε τηράει κατάματα μ’ ένα χαμόγελο σαν εκείνο που εξασφαλίζει ο πάσα ένας όταν τον βγάλει ο δρόμος στο σημείο που «δουλεύει» η Μιχαλάρα "προσωπική", σηκώνει τους ώμους του, δυναμώνει το χαμόγελο, μετά σκύβει το κεφάλι κοιτώντας τα χέρια του, κι ύστερα τραβάει μια με το μανίκι του και μαζεύει τις μίξες του…
Από κει και μετά δική σου υπόθεση να καταλάβης το νόημα του χαμόγελου. Τη χαρά του λεφτού, το διώξιμο της λιγούρας μ’ ένα λουκούμι, μια βανίλια ή δύο καραμέλες τότε που πηλάλαγες στην αγορά, σίγουρα την έχεις νοιώσει…
Φύση λίγο περίεργη ο Μίμης, δεν παίζει σχεδόν ποτέ με τα συνομολικάτου (τ’ αρέσει να σγαρλάει μόνος του), δεν τσακώνεται, δεν πειράζει, δεν φωνάζει, δε δημιουργεί ποτέ προβλήματα στους μεγάλους, δεν είναι ποτέ βιαστικός. 
Τρέχει μόνο από το σημείο που παίρνη το «λεφτό» μέχρι τον πάγκο που το ψωνίζει επί τόπου και ανάλογα με την αξία το λεφτού και τη λιγούρα του. 
Το καλοκαίρι μπορεί να πίνει και δέκα πορτοκαλάδες την ημέρα χωρίς ο πατέρας του να τον μαλώνει. Με τα παγωτά μουστρίζεται ο Μιχάλης όμως κάνει πώς δεν τον βλέπει. 
Ξέρει ποιο μαγαζί έχει τα τρανήτερα λουκούμια ποιο μαγαζί δίνει στο φράγκο περισσότερες καραμέλες ποιο βάνει την περσότερη βανίλια και όταν ψωνίζει δεν παίρνει ποτέ… ρέστα.
«Ευτυχώς» πού υπάρχει κι’ ο Μίμης. Πολλές φορές εκεί στην αγορά –από κάμποσες μανάδες- θα «έμενα» με την εντύπωση ότι βρίσκουμαι σε κάποια πλατεία της Αθήνας.
Εκτιμώ τον Μίμη και τον πατέρα του περισσότερο απ’ όσο φαίνεται σε τούτο το μικρό και βιαστικό σημείωμα. Μοναδικό μου κίνητρο ο θαυμασμός και η αγάπη για τον ως ένα βαθμό αψυχολόγητο μικρό που μεγαλώνει σε συνθήκες που άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο όλοι ζήσαμε.

Βαγγέλης Γιαννόπουλος του Ανδρέα

mygdalia
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment