Σελίδες

Wednesday, 25 December 2019

«Ο εγωιστής Γίγαντας»

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε έναν μεγάλο πύργο ένας Γίγαντας που τώρα δεν ήτανε στο πύργο του γιατί είχε πάει σε μία άλλη πολιτεία, πολύ μακρινή, για να δει τον φίλο του, τον Γαλάζιο Δράκο και έμεινε εκεί μαζί του για επτά ολόκληρα χρόνια.
Σ’ αυτό το διάστημα, τα παιδάκια του χωριού, όταν γυρίζανε από το σχολείο τους, έμπαιναν στο κήπο του πύργου που ήταν γεμάτος δέντρα με χρυσαφένια φρούτα και λουλούδια και παίζανε. Πόσο τους άρεσε να παίζουν στον κήπο του Γίγαντα!
Μα ξαφνικά, μία μέρα ο Γίγαντας που ήτανε κακός και εγωιστής, γύρισε στον Πύργο του και όταν είδε τα παιδάκια να παίζουν στον κήπο του, θύμωσε πολύ και φώναξε με την τρομακτική φωνή του:
«Αυτός είναι ο κήπος μου και δεν επιτρέπω να μπαίνει κανένας εκτός από μένα. Δρόμο παλιόπαιδα».

Τα παιδάκια τρομαγμένα φύγανε τρέχοντας και ο Γίγαντας, την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έκτισε ένα ψηλό τοίχο γύρω από τον κήπο και μετά έβαλε επάνω μία πινακίδα που έγραφε: «Όποιος μπει στον κήπο μου θα τον τιμωρήσω».
Τα καημένα τα παιδάκια δεν είχανε πια που να παίζουνε, αλλά και στον κήπο του Γίγαντα από την ημέρα που έδιωξε τα παιδάκια, δεν κελαηδούσανε πια τα πουλάκια, τα λουλούδια κρύφτηκαν μέσα στο χώμα, τα δέντρα ξεραθήκανε που δεν βλέπανε πια τα παιδάκια…….
……….
Τα είδε όλα αυτά ο χειμώνας και γρήγορα-γρήγορα έτρεξε και έκατσε στον κήπο του Γίγαντα. Φώναξε εκεί και το χιόνι, το χαλάζι, την παγωνιά και τον βοριά και κάτσανε όλοι εκεί και δεν φεύγανε. Έτσι, όταν η άνοιξη ήρθε, δεν μπήκε στον κήπο του Γίγαντα, ούτε το καλοκαίρι ήρθε, ούτε και το φθινόπωρο. Ο γερο-χειμώνας έλεγε στο χιόνι και το χαλάζι: «Εμείς θα μείνουμε εδώ για πάντα».
Ο Γίγαντας περίμενε, περίμενε να έρθει η άνοιξη, μα άνοιξη δεν ερχόνταν ….

Μία μέρα που καθόντανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του γιατί κρύωνε πολύ, άκουσε να έρχεται από τον κήπο του μια ωραία μουσική. Σηκώθηκε και έτρεξε στο παράθυρο. Ο βοριάς είχε πάψει να φυσάει, το χιόνι και το χαλάζι δεν πέφτανε πια, η άνοιξη είχε γυρίσει. Τα πουλάκια κελαηδούσανε ευτυχισμένα κι ο Γίγαντας νόμιζε πως ήτανε μουσική. Τι είχε συμβεί;
Τα παιδάκια είχανε ανακαλύψει μια τρύπα στον τοίχο που είχε χτίσει ο Γίγαντας και είχανε μπει μέσα. Πάνω σε κάθε δέντρο καθόντανε ένα παιδάκι και τα δέντρα χαρούμενα γεμίσανε λουλούδια. Η άνοιξη γύρισε χαρούμενη στον κήπο του Γίγαντα!
Όμως, στην άκρη του κήπου, κάτω από το τελευταίο δέντρο, ο Γίγαντας, από το παράθυρό του, είδε ένα μικρό παιδάκι κατάξανθο που έκλαιγε πολύ γιατί δεν μπορούσε να ανεβεί στο δέντρο που ήτανε και ξερό γεμάτο χιόνι. Κατέβαζε το δέντρο τα ξερά κλαδιά του, αλλά το μικρό παιδάκι δεν μπορούσε να ανέβει και συνέχιζε να κλαίει. Ο Γίγαντας, είπε μέσα του: «Α, το καημένο το παιδάκι, θα πάω να το βάλω επάνω στο δέντρο».
Μα όταν κατέβηκε στον κήπο, τα παιδάκια φοβηθήκανε και φύγανε τρέχοντας. Αμέσως, γύρισε στον κήπο ο χειμώνας. Εν τω μεταξύ, ο Γίγαντας έτρεξε στην άκρη του κήπου, άρπαξε το παιδάκι για να το βάλει στο δέντρο και το μικρό άνοιξε τα χεράκια του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Τότε, το δέντρο γέμισε πράσινα φύλλα και χρυσά φρούτα….
Τα άλλα παιδάκια βλέποντας πως ο Γίγαντας δεν είναι πια κακός, μπήκανε ένα-ένα στον κήπο και μαζί τους ήρθε και η άνοιξη.
Ο Γίγαντας τους είπε: «Ο κήπος μου είναι δικός σας, παιδιά. Να ερχόσαστε να παίζετε όποτε θέλετε. Θα παίζω και γω μαζί σας».
Γκρέμισε και τον μεγάλο τοίχο που είχε χτίσει γύρω από τον κήπο του και κάθε μέρα ο Γίγαντας έπαιζε με τα παιδάκια μα, το μικρό που ο Γίγαντας είχε ανεβάσει στο δέντρο, δεν ξαναφάνηκε. Ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος γιατί είχε αγαπήσει πολύ το μικρό ξανθό αγοράκι που τον είχε φιλήσει…

Περάσανε χρόνια πολλά. Ο Γίγαντας γέρος και άρρωστος καθόντανε σε μία πολυθρόνα, έβλεπε τα παιδάκια που παίζανε στον κήπο του και σκεφτόταν λυπημένος τον μικρό του φίλο. Ξαφνικά, ο Γίγαντας, είδε ένα δέντρο στην άκρη του κήπου να γεμίζει με κόκκινα λουλούδια και χρυσά φρούτα ωραία και μεγάλα. Κάτω από το δέντρο καθόντανε το ξανθό αγοράκι, ο μικρός του φίλος.
Ο γερο-Γίγαντας έτρεξε στον κήπο. Έφτασε με τα γέρικα πόδια του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κοντά στο παιδάκι και το ρώτησε: «Ποιος σου πλήγωσε με καρφιά τα χεράκια και τα ποδαράκια σου μικρέ μου φίλε; Πες μου να πάω με το σπαθί μου να το σφάξω».
– «Κανείς δεν με πλήγωσε», απαντά ο μικρός. «Είναι οι πληγές της αγάπης, τα σημάδια που βλέπεις».
– «Μα ποιος είσαι, λοιπόν;» ρώτησε ο Γίγαντας.
Το παιδάκι χαμογέλασε, έδωσε το χεράκι του στον Γίγαντα και του είπε:
– «Μια μέρα με άφησες να παίξω στον κήπο σου, τώρα ήρθα να σε πάρω στον δικό μου κήπο. Θα δεις, ο κήπος μου είναι ωραίος, είναι ο Παράδεισος».
Όταν τα παιδιά ήρθανε το απόγευμα να παίξουν στον κήπο, βρήκανε τον Γίγαντα νεκρό, ξαπλωμένο κάτω από το δέντρο, σκεπασμένο με όμορφα άσπρα λουλούδια.

Όσκαρ Ουάιλντ

Oscar Wilde (Όσκαρ Ουάιλντ). Ιρλανδός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1854 και πέθανε στο Παρίσι το 1900, Νοέμβριο μήνα από μηνιγγίτιδα. «Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας και άλλα παραμύθια», 1888 & «Το σπίτι με τα ρόδια», 1891 είναι οι τίτλοι των 2 συλλογών του Όσκαρ Ουάϊλντ με παραμύθια.

Σκίτσα: Gertraud and Walter Reiner/1967
Μετάφραση – Απόδοση στα Ελληνικά για μικρούς αναγνώστες: Τασσώ Γαΐλα, Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.

momyof6.wordpress.com 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment