Σελίδες

Friday, 6 December 2019

Ο καθρέφτης

Καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και το κενό βλέμμα της ήταν κολλημένο στη μολυβένια θάλασσα. Έδειχνε εντελώς ατημέλητη με τις ξεβαμμένες φόρμες, τα μαλλιά πιασμένα άτσαλα και τα κατακόκκινα μάτια της πρησμένα. 
Οι ερυθρές χαρακιές στα ασθενικά της χέρια φαίνονταν ξεκάθαρα αν και έτειναν να αναρρώσουν.
Σίγουρα είναι από κείνες τις κοπελίτσες που στο πρώτο χαστούκι απ' τον έρωτα καταφεύγουν στην εύκολη λύση να την «κοπανήσουν» απ' τη ζωή. Και τι άλλο θα μπορούσε να 'χει ζήσει μια πιτσιρίκα κοντά 24 χρονών; Τι προβλήματα θα μπορούσε να 'χει μια τόσο εμφανίσιμη κοπέλα; Μαύρα πλούσια, σγουρά μαλλιά που όταν τ' άφηνε ξέπλεκα ήταν αξιοζήλευτα, πράσινα, αμυγδαλωτά μάτια και ένα δέρμα ίδιο με σοκολάτα γάλακτος. Κι είναι ν' απορείς πώς μια κοπέλα που τα 'χει όλα φτάνει στο σημείο να πληγώσει έτσι τον ίδιο της τον εαυτό.
Πάψε! Σταμάτα! Σταμάτα να σκέφτεσαι πια! Σταμάτα να -το- σκέφτεσαι πια.
Πρέπει να βρεις τη δύναμη μέσα σου.
Πρέπει να βρεις τον τρόπο να σηκωθείς.
Να ζήσεις.
Να θέλεις να ζήσεις.
Πρέπει!
Έγινε, συνέβη, τελείωσε.
Πρέπει να πας παρακάτω.
Η ζωή συνεχίζεται, έτσι δεν σου ΄πε η Μαρία;
Ναι δεν της είπες όλη την αλήθεια.
Ναι δεν μπορούσες...
Ναι δε θα καταλάβαινε.
Όποιος δεν το 'χει ζήσει δεν καταλαβαίνει.
Να ζεις τέτοιον έρωτα και μετά...
Πάψε σου είπα!
***************************************
Αν με ρωτήσεις τώρα να σου πω πως τα κατάφερα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ένιωθα νεκρή. Δεν ένιωθα, δεν ζούσα. Άκουγα μια συνεχόμενη βουή απ' τις σκέψεις που με κατέκλυζαν και έκλαιγα. Κι όταν σταματούσα να κλαίω απλά ανέπνεα. Επειδή έπρεπε.
Σηκώθηκα εκείνο το πρωινό, πέταξα όλα μου τα ρούχα στα σκουπίδια και μπήκα στο μπάνιο. Το νερό με έκαιγε και έτριβα το δέρμα μου με μένος, λες και ήταν ο πάπυρος που είχαν γραφτεί οι αναμνήσεις και θα κατάφερνα να τις σβήσω. Φόρεσα την χαρούμενη μάσκα μου, εκείνη που τους έπειθε όλους και βγήκα από το σπίτι.

Έπρεπε με κάθε τρόπο να κρύψω το κενό, την τρύπα που ένιωθα μέσα μου. Δεν ήξερα ως τότε ότι μπορεί ένας άνθρωπος να ζει χωρίς να νιώθει. Ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε πόνο, τίποτα. Δε φανταζόμουν ότι μπορεί να κλειδώσει το μέσα σου. Η μάσκα μου ήταν εκείνη που είχαν μάθει να βλέπουν οι άνθρωποι γύρω μου, η όμορφη κοπέλα που πρέπει να 'ναι χαμογελαστή.

Έπρεπε οπωσδήποτε να πιάσω δουλειά. Όχι μονάχα για να ζήσω, μα για να κάνω το μυαλό μου να σωπάσει. Είδα ένα μικρό μαγαζάκι με χάντρες που 'χε ένα χαρτί κολλημένο στη βιτρίνα. Μπήκα μέσα το δίχως άλλο και είπα πως έχω ανάγκη να δουλέψω. Μια κυρία που καθόταν στον πάγκο μου 'δειξε κάποια σχέδια για κολιέδες και σκουλαρίκια σε μια αφίσα και μου πε ότι θέλει 20 τεμάχια την εβδομάδα. Έδινε ψίχουλα από λεφτά, αλλά ποσώς που με ένοιαζε. Πήρα 5 σακουλάκια με πολύχρωμες χαντρίτσες, σχοινί και σύρμα, δυο τρία απαραίτητα εργαλεία κι επέστρεψα σπίτι.

Δούλευα ασταμάτητα ως το άλλο πρωί. Είχα ανάγκη να απασχολώ τα χέρια μου και να μην ακούω το μυαλό μου. Την επόμενη μέρα της τα πήγα όλα έτοιμα και έφτιαξα και δύο δικά μου σχέδια. Η κυρία έδειχνε ενθουσιασμένη, ίσως και να πίστευε ότι δε θα ξαναγυρνούσα. Μου 'δωσε τις διπλάσιες σακούλες και περισσότερα χρώματα από χάντρες. Ήθελα μόνο να δουλεύω. 
Σταματούσα μονάχα αν μάτωνα κανα δάχτυλο, μα δεν πονούσε. Τίποτα δεν πονούσε εκτός απ' τις αναμνήσεις.
**************************************
Η Ζέινα είχε έρθει στην Ελλάδα από Αλγερία με τον τριτοξάδερφό της το Σίαρ. Με το Σίαρ είχαν μεγαλώσει μαζί, ίδια γειτονιά, ίδιο σχολείο, ίδια παιχνίδια. Μεγαλώνοντας είχε κάποια μπλεξίματα, μα ήταν σαν όλα τα αγόρια της ηλικίας του. Τα περισσότερα, μάλιστα, δεν τα πίστευε η Ζέινα, δεν έδινε καν σημασία. Η αλήθεια είναι ότι γύρω στα 17 είχε τσιμπηθεί μαζί του αλλά αυτός δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν όμορφο αγόρι, ψηλό, γεροδεμένο, με ηλιοκαμμένο δέρμα και σκουρόχρωμα μαλλιά και κάτι πελώρια, αφοπλιστικά μάτια.

Ένα βράδυ ο πατέρας της της ανακοίνωσε ότι σε δύο εβδομάδες θα έφευγε με το Σίαρ για Γερμανία. Είχαν πολλά προβλήματα και έτσι αυτή τουλάχιστον θα γλίτωνε. Έχασε τη γη κάτω απ' τα πόδια της, μα δεν μπορούσε να αντιμιλήσει στον πατέρα της. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι θα ταξίδευε μαζί με τον Σίαρ και ίσως έτσι να την πρόσεχε, ίσως ακόμα και να την ερωτευόταν.

Το ταξίδι τους κράτησε κοντά δυο μήνες, με κακουχίες, βρωμιά, κρύο. Αλλάξαν κάθε λογής μέσο στο δρόμο και ήταν τόσες οι φορές που απελπιζόταν, μα κάθε φορά κάτι έκανε ο Σίαρ κι έπαιρνε κουράγιο. Την πρώτη φορά την κοίταζε επίμονα, όταν κάθονταν στην καρότσα ενός αγροτικού κι ένιωθε την καρδιά της να βροντοχτυπά. Κι ύστερα όταν ταξίδευαν με ένα φορτηγό και κάποιος άλλος ταξιδιώτης την κοίταζε περίεργα, του πέταξε δυο απειλές ανάκατες με βρισιές και την άρπαξε απ' το χέρι για να αλλάξουν θέση. Στην τελευταία τους μεταφορά μ' ένα καΐκι σχεδόν την κρατούσε αγκαλιά, μη τυχόν του γλιστρήσει και τη χάσει κατά μεσής του πελάγου.

Ήταν ένα παγωμένο, βροχερό βράδυ Νοεμβρίου και είχαν καταλήξει σ' ένα υγρό κοντέινερ με ξύλινα παραπετάσματα βόρεια του Έβρου.
«Αύριο φεύγεις για Αθήνα.» Της δήλωσε απότομα.
«Τι εννοείς φεύγω; Μόνη;»
«Ναι μόνη. Εγώ έχω να τακτοποιήσω κάτι δουλειές εδώ.»
«Και τι θα κάνω μόνη στην Αθήνα;»
«Σε περιμένει ο Μοχάμαντ να σε βάλει στη δουλειά.»
«Τι δουλειά;»
«Θα δεις.»
Ένιωθε ότι θα σπάσει η καρδιά της. Νόμιζε ότι κάτι είχε αρχίσει να νιώθει κι αυτός και τώρα την έδιωχνε στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ενώ ήταν να πάνε Γερμανία; Και τι σόι δουλειά θα 'ταν αυτή; Πώς θα πήγαινε κάπου χωρίς αυτόν; Αυτός ήταν η μόνη της παρηγοριά, ο προστάτης της, το αποκούμπι της. Ίσως, να ήταν λίγο απότομος και ολιγόλογος μα ένιωθε ότι ήταν ο -ένας- γι' αυτήν. Μάζεψε ότι κουράγιο είχε κι αποφάσισε να του τα ομολογήσει όλα.
«Δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα γιατί      »
«ΣΚΑΣΕ» ο ήχος απ' το χαστούκι σχεδόν σκέπασε τη φωνή του.
Σωριάστηκε στο πάτωμα και έμεινε να τον κοιτάζει έντρομη.
«Γδύσου!»
«Τι;» Ψέλλισε.
«Είπα γδύσου. Πρέπει να σε δοκιμάσω για τη δουλειά.»
Στο μυαλό της σκάγαν σαν βόμβες όλες οι φήμες που είχε ακούσει για ναρκωτικά, για διακίνηση ανθρώπων, γυναικών κι ένα ειρωνικό γέλιο ακουγόταν στη διαπασών. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, είχε μουδιάσει, νόμιζε ότι τρελαίνεται.
Τη βούτηξε από τους ώμους και την πέταξε μπρούμυτα σαν να 'ταν κάτι άψυχο. Άρπαξε τα μαλλιά της και της χτύπησε με δύναμη το κεφάλι στο έδαφος για να μην αντισταθεί. Της έσκισε το εσώρουχο. Το αίμα που έτρεχε από το κεφάλι της απλωνόταν στο πάτωμα.
«Χάλια μ' έκανες μωρή @@@@ με τα αίματα.»
Αυτή ήταν η τελευταία φράση που θυμάται από κείνον πριν σβήσουν όλα.
Ξύπνησε στο αναρρωτήριο ενός νοσοκομείου. Κάθε φορά πεταγόταν με ουρλιαχτά απ' τον ίδιο εφιάλτη και αποκοιμιόταν με ενέσεις. Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει με τα λίγα Αγγλικά της τι είχε συμβεί. Ύστερα από καμιά βδομάδα της είπαν ότι είναι καλύτερα και θα γυρίσει στον καταυλισμό.
Το ίδιο βράδυ έσπασε το ποτήρι της και χαρακώθηκε με όλη της τη δύναμη. Ήθελε να σταματήσει να πονάει, να νιώθει, να θυμάται, να σκέφτεται.
Έτρεμε στην ιδέα ότι θα τον ξανάβλεπε. Δεν άντεχε να σκεφτεί ότι θα την έστελνε Αθήνα. Χίλιες φορές να πέθαινε μια και καλή παρά να πέθαινε ξανά και ξανά όσες φορές θα τη βίαζαν.
Ευτυχώς την πρόλαβαν στο παρά πέντε. 
Την επόμενη κιόλας έφεραν μεταφραστή για να καταλάβουν τι είχες συμβεί. Μόλις τους είπε όλη την ιστορία όλες οι διαδικασίες έτρεξαν πολύ γρήγορα. Οι οργανώσεις έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις κακοποιημένες γυναίκες. Μέσα σε δυο βδομάδες τη μετέφεραν σε ένα μικρό στούντιο στη Θεσσαλονίκη.
                             *************************************
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη μετά από έξι μήνες ατελείωτης δουλειάς. Σχεδόν έβλεπα τα χρώματα απ' τις χάντρες να λαμπυρίζουν στις κόρες των ματιών μου. Με έβλεπα. Μετά από τόσο καιρό ίσως με έβλεπα ξανά για πρώτη φορά.
«ΜΠΟΡΕΙΣ!»
«Το ξέρω ότι μπορείς.»
«Είσαι πιο δυνατή απ' όσο νομίζουν.»
Τελικά η ζωή σίγουρα δεν σου φέρνει αυτό που σου αξίζει...
Σου φέρνει, όμως, όσα μπορείς να αντέξεις.

πηγη
mygdalia
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment