Σελίδες

Monday, 14 September 2020

Χτες ήρθαν στον ύπνο μου ... από Μυτιλήνη μεριά

Χτες ήρθαν στον ύπνο μου ο παππού μου και η γιαγιά μου, από Μυτιλήνη μεριά. Δεν είχαν ξανάρθει ποτέ, και χάρηκα που τους είδα μετά από τόσα χρόνια. Τον λόγο πήρε ο παππούς μου. Ήταν χαρούμενος. 
«Χτες, παιδί μου, μετά από τόσα χρόνια ησυχίας, πήρε ζωή το νεκροταφείο μας, το σπίτι μας εδώ και 30 χρόνια. Πολύχρωμες φορεσιές από γυναίκες που τριγύριζαν ανάμεσα στους τάφους. Και παιδάκια, πολλά παιδάκια. Παίζανε, κυνηγιόντουσαν, φωνάζανε. Δυο ήρθανε και κοιμηθήκανε πάνω στα μνήματά μας, για να ξεκουραστούν από το παιχνίδι τους. Τόσο ελαφρύ βάρος καιρό είχα να νιώσω, παιδί μου».
 
Η γιαγιά από δίπλα, έγνεφε καταφατικά. Μίλησε και κείνη: 
«Μου θύμισαν εμένα, στις εξοχές έξω από το Αιβαλί, παιδοπούλα, να τρέχω και όλο να μπουρδουκλώνομαι, και να πέφτω κάτω, και να γελάω».
 
Ο παππούς με κοίταξε. 
«Να σου πω μωρέλι μ'. Μου φάνηκαν όμως πεινασμένοι, όταν βρήκαν μερικές ντομάτες από το διπλανό χωράφι και κάποια σύκα, τα έτρωγαν όπως τα έτρωγε η οικογένεια της γιαγιάς σου, που πέρασε απέναντι με τον διωγμό το '22. Αλλά τότε είχαν καεί τα σπίτια τους και τους διώχνανε. Δεν πιστεύω να γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα ε; Δεν πιστεύω να πεινάνε τα μωρουδέλια και να μην τους έφερες εσύ φαΐ, και να μην άνοιξες το σπίτι μας να τους δώσεις νερό. Γιατί εγώ εσένα, μωρέλι μ', μπαρμπούνια σε τάιζα μικρό, και σαρδέλα από τον Κόλπο, δεν γίνεται εσύ να μην τους έδωσες νερό των μωρών και ψωμί και ντομάτα».
 
«Όχι, παππού» του απάντησα. 
«Ήμουν απασχολημένος. Έβλεπα τηλεόραση, είχε το αγαπημένο μου τηλεοπτικό πρόγραμμα. Και μετά βγήκα βόλτα με το ωραίο μου αυτοκίνητο. Πήγα στη θάλασσα, να κάνω μπάνιο για διασκέδαση και μετά ήπιαμε ποτά με τους φίλους μου. Και το πρωί είχα δουλειές. Πολλές δουλειές. Βγάζω πολλά χρήματα παππού. Είμαι πετυχημένος, έχω εξελιχθεί, είμαι ένας σύγχρονος άνθρωπος, πρέπει να είσαι περήφανος για μένα, παππού μου!»
 
Ο κυρ-Χρήστος σκοτείνιασε. Η γιαγιά είχε μάτια ορθάνοιχτα και δεν μίλαγε. 
 
«Συγγνώμη, κύριε» μου είπε ο παππούς. 
«Δεν ήθελα να ταράξω τον ύπνο σας. Ήθελα να μιλήσω με τον εγγονό μου, που είναι ένας καλός, δίκαιος και πονετικός άνθρωπος. Έκανα λάθος, όμως, φαίνεται. Σάς πήρα για εκείνον, παραγνώρισα, τόσα χρόνια πεθαμένος, λάθεψα, έκανα λάθος. Συμπαθάτε με».
 
Γύρισε την πλάτη. 
 
«Πάμε, κυρα-Δέσποινα. Πάμε στον τάφο μας. Εκεί είναι ακόμα ανθρώπινα...»

George Komninakis
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment