Σελίδες

Monday, 7 September 2020

Το παιδί ως διαμεσολαβητής της διαμάχης: Μια δυσλειτουργική συμμαχία

Οι οικογενειακές συγκρούσεις είναι μια αγχωτική κατάσταση  με σημαντικές συνέπειες για τα παιδιά. Στην πραγματικότητα, είναι πλέον γεγονός ότι η παρατεταμένη έκθεση σε ορισμένες μορφές σύγκρουσης αυξάνει την πιθανότητα ψυχολογικών και ψυχοσωματικών προβλημάτων.


Πόσοι καυγάδες είναι αρκετοί;
Σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, η οικογένεια αποτελεί ένα ζωντανό σύστημα που καλείται να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στα μέλη της αλληλεπιδρώντας παράλληλα με το το περιβάλλον. Από τη δεκαετία του 1980, μια σειρά μελετών έδειξε κάποια χαρακτηριστικά της σύγκρουσης που την καθιστούν ιδιαίτερα επιζήμια για την ψυχολογική ευημερία των παιδιών.
Οι απαιτήσεις της καθημερινότητας, η κούραση και οι υποχρεώσεις μπορεί να επηρεάσουν την συμπεριφορά των μελών της δημιουργώντας συγκρούσεις. Η αλήθεια είναι πως, όλες οι οικογένειες τσακώνονται η έστω διαφωνούν.
Σε ποιες περιπτώσεις όμως η σύγκρουση αποτελεί πραγματικό πρόβλημα;

Οι διαστάσεις της σύγκρουσης

Οι διαστάσεις της σύγκρουσης είναι τέσσερις: συχνότητα, ένταση, περιεχόμενο και επίλυση. Αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές αποχρώσεις που μπορεί να λάβει η σύγκρουση. Οι μελέτες που έγιναν έδειξαν πως αυτές οι διαστάσεις λειτουργούν ως προπομπός των συνεπειών που παρατηρούνται στα παιδιά.
Αλλά αν, όπως γνωρίζουμε, υπάρχει σχέση μεταξύ σύγκρουσης (πρόβλεψης) και προσαρμογής των παιδιών (αποτέλεσμα) , είναι ενδιαφέρον να ρωτήσουμε: ποιοι είναι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες που εξηγούν αυτή τη σχέση; Ποιές είναι δηλαδή, οι μεταβλητές που μεσολαβούν ή μετριάζουν αυτή τη σχέση; Οι πιο πρόσφατες μελέτες έχουν προσπαθήσει να αναλύσουν τις συνθήκες για τις οποίες η σύγκρουση γίνεται επιβλαβής για τα παιδιά, όχι μόνο να τεκμηριώνουν την ύπαρξη συσχετιστικών δεσμών μεταξύ σύγκρουσης και προσαρμογής, αλλά να προσπαθούν να κατανοήσουν το νόημα που πρόκειται να αποτελέσει η ίδια η σύγκρουση για τα παιδιά.
Η θεωρία της συναισθηματικής μεταφοράς (Spillover) υποδεικνύει πως η σύγκρουση μπορεί να γίνει επιζήμια για τα παιδιά, ακόμη και όταν αυτά δεν είναι άμεσα εκτεθειμένα σε αυτά. Η υπόθεση στην πραγματικότητα εξηγεί πώς το συναισθηματικό κλίμα που δημιουργείται σε ένα δεδομένο οικογενειακό υποσύστημα (π.χ. ζευγάρι) μπορεί να «μετακινηθεί» σε ένα άλλο υποσύστημα, για παράδειγμα στη δυάδα παιδί-φροντιστής. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση γίνεται επιβλαβής για τα παιδιά όταν επηρεάζει τις γονεϊκές δεξιότητες του ζευγαριού.

Συχνότητα

Μακροχρόνιες μελέτες έδειξαν ότι οι επαναλαμβανόμενες, συχνές και χρόνιες συγκρούσεις, σε αντίθεση με τις προσωρινές και οξείες διαφωνίες, δημιουργούν άγχος, ταραχή και υπερδιέγερση, η οποία εκδηλώνεται ιδιαίτερα όταν τα παιδιά εκτίθενται μακροπρόθεσμα σε περαιτέρω συγκρούσεις. Έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά δεν «συνηθίζουν» στη σύγκρουση, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά με τον καιρό γίνονται όλο και πιο ευάλωτα σε αυτή, εμφανίζοντας συμπτώματα ανάλογα με την ηλικία, και υιοθετώντας ολο και περισσότερο δυσλειτουργικούς μηχανισμούς προσαρμογής.

Ένταση

Μπορούμε να σκεφτούμε ότι οι συγκρούσεις και οι διαφωνίες μεταξύ γονέων όσον αφορά την ένταση μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα ευρύ φάσμα, στην μια άκρη του οποίου  είναι οι ήρεμες και ισορροπημένες συζητήσεις που συχνά διαχειρίζονται αποτελεσματικά και αποφασιστικά οι γονείς και στο αντίθετο άκρο είναι οι ακραίες μορφές συγκρούσεων που χαρακτηρίζονται από λεκτική και σωματική βία.
Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων μπορούν επίσης να χαρακτηρίζονται από μορφές εχθρότητας, ανταγωνισμού και δυσαρέσκειας που μεταφράζονται σε ψυχρότητα και απόσταση. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα προσεκτικά και λαμβάνουν σήματα λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας.

Περιεχόμενο

Μεγάλη προσοχή έχει δωθεί στο περιεχόμενο της σύγκρουσης. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι συγκρούσεις που αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με την οικογενειακή διαχείριση, όπως για παράδειγμα η διαχείριση οικονομικών ή τα ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά το ζευγάρι δεν έχουν αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά. Αντιθέτως οι συγκρούσεις και οι σχετικές συζητήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά, τη φροντίδα και την εκπαίδευση των παιδιών (child related) είναι πιο επικίνδυνες για τα παιδιά, επειδή τους δημιουργεί  την πεποίθηση ότι είναι η «αιτία» της σύγκρουσης, ευνοώντας τις εμπειρίες και τα συναισθήματα της κατάθλιψης, του άγχους, του φόβου, της ενοχής, της ντροπής και πάνω απ' όλα το αίσθημα ότι είναι σε θέση να επιλύσουν τα ίδια τη σύγκρουση, συμμετέχοντας σε γονικές διαφορές.

Επίλυση

Η τελευταία και, για ορισμένους συγγραφείς, η πιο σημαντική διάσταση είναι εκείνη που σχετίζεται με την επίλυση της σύγκρουσης. Στην περίπτωση που οι γονείς έχουν μεθόδους και τακτικές επίλυσης, λειτουργούν ως ένα θετικό μοντέλο συμπεριφοράς που παράγει μια σειρά θετικών αποτελεσμάτων στα παιδιά. Παρατηρώντας τους γονείς που συζητούν και επιλύουν εποικοδομητικά τις διαφορές τους βοηθά τα παιδιά να μάθουν στρατηγικές problem solving και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη τους στην σταθερότητα των δεσμών. Αντίθετα, όταν η επίλυση λείπει, τα παιδιά αναπτύσσουν υψηλά επίπεδα δυσφορίας, φόβου, οργής και αντίληψης του συμβάντος ως αρνητικού και επικίνδυνου.
Με τη σειρά της, η αντίληψη αυτής της επικινδυνότητας, δημιουργεί ευερεθιστότητα και υπερδιέγερση στο παιδί, επηρεάζοντας το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του.
Συνοπτικά, οι αντιδράσεις των παιδιών στις συγκρούσεις ποικίλλουν ανάλογα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις της ίδιας της σύγκρουσης. Τα παιδιά θα βιώσουν πιο αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις όταν η σύγκρουση μεταξύ των γονέων είναι χρόνια, έντονη, ανεπίλυτη και επικεντρωμένη στη θεματολογία που αφορά στο παιδί.
Ο Grych και ο Fincham (1990, 1993), με βάση το γνωσιακό-κοινωνικό μοντέλο υπογραμμίζουν πώς κατά την διάρκεια της σύγκρουσης, οι γνωστικές αντιλήψεις και τα συναισθήματα των παιδιών δρουν αλληλοεξαρτώμενα (οι αντιλήψεις των παιδιών και οι ερμηνείες των συγκρούσεων διαμορφώνουν τις αρχικές συναισθηματικές σχέσεις τους). Όταν το παιδί είναι μάρτυρας της σύγκρουσης μεταξύ των γονέων, ενεργοποιείται μια διαδικασία, η οποία το ωθεί να θέτει ερωτήματα όπως:
Τι συμβαίνει; Γιατί συνέβη αυτό; Τι μπορώ να κάνω γι 'αυτό;
Η εκτίμηση του παιδιού για τη συγκρουσιακή κατάσταση λαμβάνει χώρα σε δύο ξεχωριστούς αλλά συνδεδεμένους χρόνους: τη διαδικασία πρωτογενούς και δευτερογενούς επεξεργασίας.

Πρωτογενής επεξεργασία

Το παιδί προσπαθεί κατά τη διάρκεια της διαμάχης να αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με το βαθμό  επικινδυνότητας της κατάστασης.
Από τους πρώτους μήνες της ζωής είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη διαδικασία, όσον αφορά την μη-λεκτική επικοινωνία (εκφράσεις του προσώπου, τον τόνο της φωνής κλπ, στάσεις).
Τα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας είναι συνήθως περισσότερο αντιδραστικά από συναισθηματική άποψη, και μπορεί να έχουν ακόμα και  εκδηλώσεις οργής απέναντι στους γονείς. Σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι σε θέση να διακρίνουν ακόμη και τις πιο λεπτές και λιγότερο σαφείς μορφές σύγκρουσης.
Όταν η συναισθηματική αξιολόγηση της κατάστασης παράγει στο παιδί μια πολύ ισχυρή συγκίνηση, η πρωτογενής επεξεργασία μπορεί να είναι αρκετή για να πυροδοτήσει αντιδράσεις όπως κλάμα, κραυγές, τρέξιμο, πάγωμα μπροστά στους γονείς που καυγαδίζουν. 
Αυτό παρεμβαίνει στην επακόλουθη επεξεργασία, ευνοώντας ερμηνευτικές διαστρεβλώσεις. Εάν η πρωτογενής επεξεργασία είναι αρνητική, αλλά ανεκτή, τότε το παιδί προβαίνει σε μια δευτερογενή επεξεργασία της κατάστασης.

Δευτερογενής επεξεργασία

Ο στόχος του παιδιού σε αυτή τη φάση είναι να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για να κατανοήσει τα γεγονότα και να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Η προσοχή είναι πολύ εστιασμένη και, ακόμη και αν προφανώς αποσπαστεί, αρχίζει να παρατηρεί και να ελέγχει τους γονείς, αντιλαμβανόμενος τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματά τους για να κατανοήσει τα κίνητρα που οδηγούν στην παραγωγή της σύγκρουσης ή της μονιμότητάς της. Για να απαντήσει στην ερώτηση "γιατί συνέβη αυτό;", το παιδί χρησιμοποιεί μια αιτιώδη κατανομή (ο λόγος που αποτελεί τη βάση της σύγκρουσης) και ταυτόχρονα κατανομή της ευθύνης (ποιος είναι κυρίως υπεύθυνος γι 'αυτήν).
Η αναζήτηση της αιτίας των γεγονότων αποτελεί έναν ψυχολογικό μηχανισμό κλειδί, καθώς επιτρέπει στο παιδί να "αντέξει" την αίσθηση της αδυναμίας του και αποτελεί μηχανισμό πρόβλεψης για την εξέλιξη των καταστάσεων.
Στην κατανομή αιτιών  το παιδί προσπαθεί να διαπιστώσει εάν το γεγονός οφείλεται στον εαυτό του, σε άλλους ή σε εξωτερικές περιστάσεις. Σε αυτή την επεξεργασία, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας έχουν μια συγκεκριμένη γνωστική δυσκολία επειδή δεν μπορούν να φανταστούν ότι τα προηγούμενα γεγονότα συνδέονται με τα παρόντα. Σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης, είναι συνεπώς πιο πιθανό να αποδίδουν στα ίδια την αιτία της σύγκρουσης μεταξύ των γονέων. Η κατανομή αρνητικών συμβάντων σε εσωτερικούς, σταθερούς και καθολικούς παράγοντες αυξάνει τον αντίκτυπό τους στο παιδί. Ένα παιδί που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως αιτία της γονικής σύγκρουσης θα βιώσει περισσότερα συναισθήματα  άγχους, ενοχής και ντροπής από ένα παιδί που αποδίδει την αιτία σε έναν ή και τους δύο γονείς ή σε εξωτερικές περιστάσεις.
Όσο για την απόδοση της ευθύνης, η αντίληψη των παιδιών βασίζεται σε κριτήρια που εξαρτώνται από το επίπεδο της ανάπτυξης της ηθικής λογικής ανάλογα με την ηλικία τους και την εμπειρία του τη δεδομένη χρονική στιγμή από προηγούμενες συγκρούσεις στο σπίτι.  Αν ένας από τους γονείς εκδηλώνει καταθλιπτικές συμπεριφορές, ως αποτέλεσμα των εντάσεων  και ο άλλος έχει μια πιο επιθετική στάση, είναι πιθανό ότι το παιδί, που δεν εξετάζει το περιεχόμενο της σύγκρουσης να θεωρήσει ότι το “θύμα” είναι ο γονέας που υποφέρει με τον πιο φανερό τρόπο. Αυτή η απόδοση ευνοεί κάποιες δυσλειτουργικές ¨συμμαχίες” μεταξύ γονέα- παιδιού, κατά τις οποίες καλείται να “προστατεύσει” κατά κάποιο τρόπο τον γονιό που θεωρεί οτι είναι ο πιο αδύναμος.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να εξεταστεί ο ρόλος της ποιότητας της σχέσης μεταξύ του παιδιού και του κάθε γονέα και ο διαφορετικός τρόπος που επέλεξε ο τελευταίος να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σύγκρουση στο παιδί. Έχουμε πει ότι το παιδί ψάχνει για σήματα και ως εκ τούτου θα είναι ιδιαίτερα δεκτικό στα άμεσα μηνύματα που ο γονέας θα εκπέμψει.  Στην πραγματικότητα, είναι σε θέση να αξιολογήσει τις πληροφορίες ανάλογα με το είδος της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ του ίδιου και του κάθε γονέα.
Τα μικρότερα παιδιά, που συχνά εκτελούν ερμηνευτικές στρεβλώσεις, μπορεί να έχουν την προσδοκία να είναι σε θέση να επέμβουν με επιτυχία και, επομένως, να βιώσουν μια πιο σημαντική απογοήτευση όταν αντιληφθούν την αναποτελεσματικότητά τους. Τα μεγαλύτερα παιδιά, από την άλλη πλευρά, επεξεργάζονται τις πιθανότητες αντιμετώπισης της κατάστασης με πιο ρεαλιστικό τρόπο και έχουν περισσότερες δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μακροχρόνια σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει στην αίσθηση αποτυχίας και ως εκ τούτου στην αντίληψη ότι τα ίδια τα παιδιά είναι  θύματα μιας κατάστασης για την οποία δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Συνοπτικά, τα παιδιά που αξιολογούν τη σύγκρουση ως επικίνδυνη για τη δική τους ευημερία και για τη λειτουργία της οικογένειας, που καλλιεργούν την πεποίθηση ότι τα ίδια είναι η αιτία της σύγκρουσης και αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά (χαμηλή αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης), κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν δυσλειτουργικές συμπεριφορές και συμπτώματα.
Οι οικογενειακές συγκρούσεις είναι μια αγχωτική κατάσταση  με σημαντικές συνέπειες για τα παιδιά. Στην πραγματικότητα, είναι πλέον γεγονός ότι η παρατεταμένη έκθεση σε ορισμένες μορφές σύγκρουσης αυξάνει την πιθανότητα ψυχολογικών και ψυχοσωματικών προβλημάτων.

Το μοντέλο της συναισθηματικής ασφάλειας (Davies and Cummings 1994)

Οι συγγραφείς, υποστηρίζουν πως οι διεργασίες αξιολόγησης των συγκρούσεων δεν έχουν μόνο γνωσιακό χαρακτήρα από την, αλλά, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, η επεξεργασία έχει και συναισθηματικό χαρακτήρα.
Η υπόθεση της συναισθηματικής ασφάλειας τονίζει το ρόλο των συναισθηματικών αντιδράσεων στις συγκρούσεις, επισημαίνοντας πώς οι χρόνιες και καταστρεπτικές διαφωνίες γονέων κάνουν τα παιδιά συναισθηματικά ανασφαλή και γι 'αυτό το λόγο ευάλωτα στην εμφάνιση ψυχολογικών προβλημάτων. Σε αυτό το μοντέλο, η συναισθηματική ανασφάλεια, δεν έχει την ίδια έννοια με αυτή του δεσμού (attachment), καθώς προέρχεται από τις αντιλήψεις και την αναπαράσταση της σχέσης των γονιών, την οποία το παιδί δημιουργεί προοδευτικά. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ένα παιδί μπορεί να «αισθάνεται συναισθηματική αβεβαιότητα και ανασφάλεια σχετικά με την ποιότητα της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ των γονέων του, αλλά συναισθηματικά ασφαλής όσον αφορά τον δεσμό ή το αντίστροφο».
Ένας δεσμός ασφαλούς προσκόλλησης με τον φροντιστή μπορεί συνεπώς να συνυπάρχει με μια συναισθηματική ανασφάλεια που συνδέεται, για παράδειγμα, με την αντίληψη ότι η φύση της σχέσης ζευγαριών είναι ασταθής, επισφαλής και προβληματική. Σε αντίθεση με την προσκόλληση η οποία έχει δυαδικό χαρακτήρα, το αίσθημα συναισθηματικής ασφάλειας αναφέρεται στην τριαδική σχέση παιδιού και γονέων και σχετίζεται με τις εμπειρίες των παιδιών όσον αφορά την ποιότητα της σχέσης μεταξύ των δύο γονέων. Η έννοια της συναισθηματικής ασφάλειας συνεπάγεται την συνειδητοποίηση ότι οι σχέσεις εντός της οικογένειας είναι σταθερές και θετικές, ακόμη και εν όψει των καθημερινών στρεσογόνων παραγόντων και ότι οι γονείς παραμένουν ευαίσθητοι και υποστηρικτικοί ακόμη και σε στρεσογόνες συνθήκες.
Τα παιδιά που νιώθουν σιγουριά για τη σχέση μεταξύ των γονέων δεν αντιλαμβάνονται τις συγκρούσεις μεταξύ των γονέων ως απειλητικές για την ψυχολογική τους ευημερία, σε αντίθεση με εκείνα που αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση ως απειλητική και με αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Η συναισθηματική ανασφάλεια επηρεάζει επίσης την ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων των παιδιών. Στην πραγματικότητα, η επανειλημμένη έκθεση σε συγκρούσεις υπονομεύει την ικανότητα των παιδιών να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους και αυτή η δυσκολία στη ρύθμιση των συναισθημάτων, με τη σειρά της, αυξάνει τον κίνδυνο προβλημάτων προσαρμογής.
Η συναισθηματική ανασφάλεια επηρεάζει της στρατηγικές αντιμετώπισης του παιδιού (coping strategies). Για παράδειγμα, τα παιδιά μπορούν να διακόψουν τις συγκρούσεις μεταξύ γονέων επιδεικνύοντας άσχημη συμπεριφορά, αποσπώντας την προσοχή των γονέων. Επιπλέον, πολλά παιδιά τείνουν να παρεμβαίνουν στη σύγκρουση ως διαμεσολαβητές ή διαιτητές. Οι πολλαπλές ή παρατεταμένες προσπάθειες παρέμβασης όπως η άμεση επίθεση και η αντιστροφή των ρόλων ή η αποφυγή μπορεί να πυροδοτήσουν μελλοντικές δυσκολίες. Στην πραγματικότητα, παρά το γεγονός οτι αντιδράσεις τέτοιου τύπου μπορεί να είναι προσαρμοστικές βραχυπρόθεσμα, μειώνοντας την προσωρινή ταλαιπωρία που αισθάνονται τα παιδιά, μακροπρόθεσμα έχουν επιπτώσεις ευνοώντας την άκαμπτη και δυσλειτουργική συμπεριφορά.

Τι εννοούμε δυσλειτουργική συμμαχία;

Παίρνοντας θέση στη σύγκρουση, όσον αφορά το ποιός γονιός είναι το “θύμα” και ποιός ο “θύτης”, μπορεί να παρατηρηθούν κάποιου είδους “συμμαχίες” μεταξύ γονέα και παιδιού, τα οποία πολλές φορές λειτουργούν σε συνειδητό, και άλλες φορές σε υποσυνείδητο επίπεδο.
Ο τριγωνισμός (ή τριγωνοποίηση) συνεπάγεται τη συμμετοχή ενός τρίτου ατόμου σε μια δυαδική σύγκρουση (Bowen, 1978, Minuchin, 1974). Ο τριγωνισμός συμβαίνει όταν η έντασης μεταξύ των συζύγων φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περιλαμβάνει τη συμμετοχή  ενός από τα παιδιά: αυτή η συμμαχία με τον πιο "ευάλωτο" γονιό στοχεύει στην δημιουργία μιας πιο σταθερής σχέσης.
Ο Minuchin, περιγράφει μερικά είδη δυσλειτουργικών τριγωνικών σχέσεων:
  • Το επικίνδυνο τρίγωνο: Και οι δύο γονείς αναζητούν μια συμμαχία με το γιο τους, προκειμένου να σχηματίσουν έναν συνασπισμό εναντίον του άλλου γονέα. Αυτός ο τύπος τριγωνικότητας είναι πολύ αγχωτικός για το παιδί που εμπλέκεται, διότι συνεπάγεται έντονη εσωτερική σύγκρουση και πολλές φορές αντιφατικά συναισθήματα ( splitting) και προκαλεί δυσανάλογο άγχος και λήψη αποφάσεων απ’ ότι μπορεί να διαχειριστεί.
  • Συμμαχία γονέα-παιδιού: Η γονική σύγκρουση είναι συνεχής και η συμμαχία μεταξύ ενός γονέα και παιδιού είναι σταθερή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί συχνά δρα προστατευτικά απέναντι στο γονέα που αισθάνεται ασθενέστερος, παίρνοντας τη θέση του σε μια παράδοξη αντιπαράθεση, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την θέση του ενήλικα. Σε αυτό το τρίγωνο τα διαγενετικά όρια είναι εντελώς αλλοιωμένα.
  • Παθητική- επιθετική συμμαχία: Tο παιδί είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος της κατάστασης, η συμπεριφορά του είναι κακή και καταστροφική, οι γονείς συμμαχούν με στόχο τον έλεγχο του παιδιού: η σχέση τους είναι συχνά χωρίς σύγκρουση, αλλά τα συμπεριφορικά συμπτώματα του παιδιού συχνά αντιπροσωπεύουν τις κρυμμένες ή ανεπίλυτες συγκρούσεις. Το παιδί είναι ο φορέας της παθογένειας της οικογένειας λαμβάνοντας το ρόλο του “δοχείου” της δυσλειτουργικότητας.
  • Συμμαχία-μομφή: ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, οι σύζυγοι κρύβουν τις διαφορές τους και αποκρύπτουν τη σύγκρουση εστιάζοντας και δρώντας υπερπροστατευτικά στο παιδί που ονομάζεται "ευαίσθητο". Είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό των οικογενειών στις οποίες οι διαταραχές εκφράζονται με ψυχοσωματικό τρόπο.
Οι τριγωνοποιήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με συστημική προσέγγιση (αποτριγωνοποίηση) ή συμβουλευτική, είναι επιβλαβείς για τα παιδιά γιατί:
  • Τα παιδιά έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποφύγουν ή να αποσυρθούν από τις συζυγικές διαφωνίες
  • Τα παιδιά μπορούν να γίνουν δυνητικοί στόχοι και να δεχτούν όλη τη γονική οργή
  • Η τριγωνικότητα μπορεί να βλάψει τη σχέση με έναν ή και τους δύο γονείς
  • Συνδέεται με έντονες εμπειρίες οι οποίες περιλαμβάνουν την αυτοεπίκριση και την αυτοκατηγορία

Βιβλιογραφία
  • Zaccagnini & Zavattini (2005): Transizione alla genitorialità, conflitto coniugale e adattamento del bambino: le relazioni, i processi e le conseguenze, Psicologia Clinica dello Sviluppo, pp-29-68.
  • Erikson,E. (1963).Childhood and society(2nd ed.). New York: Norton.
  • Grych, J. H., & Fincham, F. D. (1990). Marital conflict and children’s adjustment:A cognitive-contextual framework. Psychological   Bulletin,    108(2),    267-290.
  • Goldenberg, H. & Goldenberg, I. (2004). Family therapy: An overview. Belmont, CA: Thomson.
  • Baker, A.  (2005).  The  long-term  effects  of  parental  alienation  on  adult  children:  a qualitative  research. The  American  Journal  of  Family  Therapy, 33(4),289-302
  • Minuchin, S. (2000). Οικογένειες και οικογενειακή θεραπεία. Αθήνα:  Ελληνικά Γράμματα.
  • Davies, P. T., & Cummings, E. M. (1994). Marital conflict and child adjustment: An emotional security    hypothesis. Psychological    Bulletin,    116(3),    387-411.
  • Thomas, V. (2003). Experiential approaches to family therapy, In L.L. Hecker & J.L. Wetchler (Eds.), An introduction to marriage and family therapy, (pp.173-197). New York, NY: The Haworth Clinical Press.
  • Grych, J. H., & Fincham, F. D. (1990). Marital conflict and children’s adjustment: A cognitive-contextual framework. Psychological    Bulletin,   108(2),    267-290.
  • Minuchin, S. & Fishman, H.C., (1981), Family therapy techniques. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
  • Bowen, M. (1996),  Τρίγωνα στην οικογένεια.  Αθήνα:  Ελληνικά Γράμματα.
  • Bowen, M., 1966. The Use of Family Theory in Clinical Practice, Comprehensive Psychiatry, 7: 345-374.
  • Napier, A. Y. (1995). Το ζευγάρι ο εύθραυστος δεσμός.  Αθήνα:  Ελληνικά Γράμματα.
  • Bowen, M., 1971. Family Therapy and Family Group Therapy. In H. Kaplan and B. Sadok, (Eds), Comprehensive Group Psychotherapy, Baltimore, Williams and Wilkins: 384-421.
  • Bowen, M., 1971a. Principles and Techniques of Multiple Family Therapy. In J. Bradt and C. Moynihan, (Eds), Systems Theory, [no publisher stated] Washington, DC.
  • Bowen, M., 1972. On the Differentiation of Self. First published anonymously in J. Framo, (Ed.), Family Interaction: A Dialogue Between Family Researchers and Family Therapists, NY, Springer: 111-173.
  • Bowen, M., 1975. Family Therapy After Twenty Years. In S. Arieti, (Ed.), American Handbook of Psychiatry, Vol 5, 2nd edn, NY, Basic Books.
  • Bowen, M., 1978. Family Therapy in Clinical Practice, NY and London, Jason Aronson.
Μαργαρίτα Οικονομάκου Ψυχολόγος
psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment