Σελίδες

Monday, 14 September 2020

Όταν ένα παιδί της Μόριας θα επιστρέψει...

Μία φανταστική ιστορία από το μέλλον.  

Ένα νέο καλοντυμένο παιδί αποβιβάζεται στο λιμάνι της Μυτιλήνης, δεν έχει σημασία αν είναι αγόρι ή κορίτσι, ούτε αν είναι λευκό ή μελαψό. Έχει μόλις τελειώσει ένα καλό πανεπιστήμιο του εξωτερικού και έχει μπροστά του μια ζωή λαμπρή, πάντα με τα μέτρα των δυτικών.
Κανείς δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, είναι περίοδος τουριστική και το νησί σφύζει από παρόμοιους ευπρόσδεκτους ξένους, «φιλοξενούμενους», που έχουν έρθει να απολαύσουν τις ομορφιές του νησιού.

Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που έρχεται στο νησί, φαίνεται από τον τρόπο που κοιτάζει διαρκώς γύρω του, σαν να προσπαθεί με αγωνία να ανακαλύψει κάτι γνώριμο, κάποιο ανθεκτικό σημάδι που δεν έχει αλλοιωθεί από το χρόνο.

Πηγαίνει στο ξενοδοχείο, η υποδοχή είναι ευγενική και ζεστή, το δωμάτιο βλέπει στη θάλασσα. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ανασαίνει βαθιά, αγναντεύοντας. Τότε έρχεται αναγνωριστικά η πρώτη μνήμη, σαν να την έφερε μαζί του το αεράκι που νιώθει στο πρόσωπό του.

Έπειτα αιφνιδιαστικά του επιτίθεται ένα πολύβουο σμήνος από αποσπασματικές εικόνες.

Φωνές αγωνίας μέσα στο σκοτάδι, βρεγμένα σώματα, φόβος και η τρεμάμενη φλογίτσα μιας εύθραυστης ελπίδας. Κι έπειτα η ξηρά, η ανακούφιση, η σφιχτή αγκαλιά της μητέρας του. Η φλογίτσα που έσβησε, το αδιέξοδο...

Η οθόνη του παρελθόντος έσβησε και το πέλαγος πήρε πάλι τη θέση του μπροστά του.

Την επόμενη ημέρα ξεκίνησε με το πρώτο φως. Προτίμησε να πάει στον προορισμό του με τα πόδια αν και ήταν αρκετά μακριά. Σαν ήθελε να πραγματοποιήσει ένα τάμα που είχε κάνει εδώ και καιρό.

Όταν έφτασε, ήδη ο ήλιος πυρπολούσε τον τόπο. Θα πίστευες ότι τίποτα άσχημο δεν μπορούσε να συμβεί κάτω από αυτό το λαμπρό φως. Το βλέμμα του πλανήθηκε γύρω, όλα του φάνηκαν άγνωστα. Ωστόσο έβγαλε από το σακίδιο του μια λευκή ταμπέλα με μαύρα γράμματα και την κάρφωσε στο σκληρό στέρφο έδαφος.

Στάθηκε ακίνητο από πάνω της με το κεφάλι σκυφτό, για ώρα πολλή σαν να προσευχόταν.

Δεν έκλαψε, ούτε θυμόταν από πότε είχε να κλάψει. Τα τελευταία του δάκρυα είχαν αναμιχθεί με τη θάλασσα του Αιγαίου και το παρηγορούσε λίγο η ιδέα ότι εκείνη η απόγνωσή του είχε γίνει με τον καιρό γαλάζια, αναπόσπαστο μέρος κάτι τόσο αθώου και όμορφου.

Γύρισε νωρίς το απόγευμα. Το επόμενο πρωί έφευγε με το πλοίο της γραμμής. Οι ιδιοκτήτες του μικρού ξενοδοχείου το ξεπροβόδισαν, του είπαν πόσο ευπρόσδεκτο ήταν και ευχήθηκαν να ξαναέρθει οπωσδήποτε του χρόνου για περισσότερες ημέρες. Του χάρισαν και μία αναμνηστική μινιατούρα του νησιού με μαγνητάκι για το ψυγείο.

Τους είπε πως θα επιστρέψει γιατί έχει μείνει εδώ για πάντα, κάτι δικό του.

Την επόμενη ημέρα ένας περαστικός πλησίασε την επιγραφή που είχε στηρίξει στο χώμα και διάβασε απορημένος:

«Εδώ κείτεται η παιδική μου ηλικία»
ogdoo.gr

Χτες ήρθαν στον ύπνο μου ... από Μυτιλήνη μεριά

Χτες ήρθαν στον ύπνο μου ο παππού μου και η γιαγιά μου, από Μυτιλήνη μεριά. Δεν είχαν ξανάρθει ποτέ, και χάρηκα που τους είδα μετά από τόσα χρόνια. Τον λόγο πήρε ο παππούς μου. Ήταν χαρούμενος. 
«Χτες, παιδί μου, μετά από τόσα χρόνια ησυχίας, πήρε ζωή το νεκροταφείο μας, το σπίτι μας εδώ και 30 χρόνια. Πολύχρωμες φορεσιές από γυναίκες που τριγύριζαν ανάμεσα στους τάφους. Και παιδάκια, πολλά παιδάκια. Παίζανε, κυνηγιόντουσαν, φωνάζανε. Δυο ήρθανε και κοιμηθήκανε πάνω στα μνήματά μας, για να ξεκουραστούν από το παιχνίδι τους. Τόσο ελαφρύ βάρος καιρό είχα να νιώσω, παιδί μου».
 
Η γιαγιά από δίπλα, έγνεφε καταφατικά. Μίλησε και κείνη: 
«Μου θύμισαν εμένα, στις εξοχές έξω από το Αιβαλί, παιδοπούλα, να τρέχω και όλο να μπουρδουκλώνομαι, και να πέφτω κάτω, και να γελάω».
 
Ο παππούς με κοίταξε. 
«Να σου πω μωρέλι μ'. Μου φάνηκαν όμως πεινασμένοι, όταν βρήκαν μερικές ντομάτες από το διπλανό χωράφι και κάποια σύκα, τα έτρωγαν όπως τα έτρωγε η οικογένεια της γιαγιάς σου, που πέρασε απέναντι με τον διωγμό το '22. Αλλά τότε είχαν καεί τα σπίτια τους και τους διώχνανε. Δεν πιστεύω να γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα ε; Δεν πιστεύω να πεινάνε τα μωρουδέλια και να μην τους έφερες εσύ φαΐ, και να μην άνοιξες το σπίτι μας να τους δώσεις νερό. Γιατί εγώ εσένα, μωρέλι μ', μπαρμπούνια σε τάιζα μικρό, και σαρδέλα από τον Κόλπο, δεν γίνεται εσύ να μην τους έδωσες νερό των μωρών και ψωμί και ντομάτα».
 
«Όχι, παππού» του απάντησα. 
«Ήμουν απασχολημένος. Έβλεπα τηλεόραση, είχε το αγαπημένο μου τηλεοπτικό πρόγραμμα. Και μετά βγήκα βόλτα με το ωραίο μου αυτοκίνητο. Πήγα στη θάλασσα, να κάνω μπάνιο για διασκέδαση και μετά ήπιαμε ποτά με τους φίλους μου. Και το πρωί είχα δουλειές. Πολλές δουλειές. Βγάζω πολλά χρήματα παππού. Είμαι πετυχημένος, έχω εξελιχθεί, είμαι ένας σύγχρονος άνθρωπος, πρέπει να είσαι περήφανος για μένα, παππού μου!»
 
Ο κυρ-Χρήστος σκοτείνιασε. Η γιαγιά είχε μάτια ορθάνοιχτα και δεν μίλαγε. 
 
«Συγγνώμη, κύριε» μου είπε ο παππούς. 
«Δεν ήθελα να ταράξω τον ύπνο σας. Ήθελα να μιλήσω με τον εγγονό μου, που είναι ένας καλός, δίκαιος και πονετικός άνθρωπος. Έκανα λάθος, όμως, φαίνεται. Σάς πήρα για εκείνον, παραγνώρισα, τόσα χρόνια πεθαμένος, λάθεψα, έκανα λάθος. Συμπαθάτε με».
 
Γύρισε την πλάτη. 
 
«Πάμε, κυρα-Δέσποινα. Πάμε στον τάφο μας. Εκεί είναι ακόμα ανθρώπινα...»

George Komninakis
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ένα παιδί μας οδηγεί, του χρωστάμε την ελπίδα

Οδήγησε την πορεία. Την πορεία της διεκδίκησης και της αλληλεγγύης.
Δίχως να το ξέρει, οδήγησε την πορεία. Ήταν στην κεφαλή. Ήταν μπροστά. Ήταν μπροστάρης.

Πίσω του το μελίσσι του αντιφασισμού. Πίσω του οι άνθρωποι. Που βγήκαν, ξεχύθηκαν στους δρόμους, μόλις έμαθαν πως κινδύνευσε να καεί. Να γίνει στάχτη στο κολαστήριο της Μόριας. Πίσω του οι μέλισσες τον προστάτευαν. Πετούσαν ψηλά κι ανθρώπινα.

Ένα παιδί της Μόριας ήταν στο μυαλό των ανθρώπων όσο περπατούσαν. Όσο διεκδικούσαν. Όσο αγωνιζόντουσαν  να παραμείνουν άνθρωποι. Άνθρωποι που αγαπούν κι εξακολουθούν να νιώθουν. Τα δράματα του κόσμου.


Οι άνθρωποι που λυγίζουν όταν βλέπουν τα παιδιά να κοιμούνται στους δρόμους. Που σπάνε όταν κοιτούν τα παιδιά που βρίσκουν καταφύγιο στα μνήματα. Τους τάφους των πατεράδων μας και των μανάδων μας. Ανάμεσα σε καντήλια και χώματα που περιμένουν τους νεκρούς. Τους δικούς μας νεκρούς.

Μπήκε μπροστά. Μπήκε μπροστά μας στο νου και την καρδιά και μας οδήγησε. Και πάντα θα μας οδηγεί.


Και πάντα θα μας θυμίζει να είμαστε απέναντι σε εκείνους που φωνάζουν, εκείνους με τις άγριες λυσσασμένες κραυγές που λένε: «Να καούν. Κλείστε τους μέσα. Να καούν όλοι. Να καούν τα μωρά. Να καούν όλοι. Να γίνουν αποκαΐδια τα μωρά.»

Αυτή η γη ανήκει σε όλους. Ανήκει και στους πρόσφυγες. Τους χρωστάμε την ελπίδα. Αν έχουμε μια ελπίδα την χρωστάμε σε αυτούς που δεν έχουν καμία. Κι αν τελειώσει αυτός ο κόσμος θα τελειώσει με λυγμό. Κι ας χαθούμε μετά.


Μπήκε μπροστά και μας οδήγησε.


Άνοιξε τα χέρια σου, προσφυγοπούλι. Κράτα μας το χέρι στα βήματά σου. Η αγκαλιά μας ανοικτή και περιμένει. Μη μου φοβάσαι, προχώρα. Συνέχισε να περπατάς. Αν πέσεις θα σε πιάσουμε.

(Η φωτογραφία του Πέτρου Γιαννακούρη)
[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 12.09.20 ]
artinews.gr