Βαδίζοντας στο δρόμο της ζωής συνάντησα μια υπέροχη Κυρία.
Με χαιρέτησε με ευγένεια, με καλοσύνη, με αγάπη, με στοργή και με πολιτισμένη συμπεριφορά και ενσυναίσθηση.
Γνωριστήκαμε και καθώς προχωρούσαμε μαζί κουβεντιάσαμε πάρα πολλά, ιδίως από τα περασμένα, επειδή και οι δύο ήμασταν περίπου της ίδιας ηλικίας.
Προσωπικά δεν παραπονέθηκα για τα όσα έχω μέχρι σήμερα κατορθώσει και ζήσει ή έχω βιώσει.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή που εξιστορούσα τα περασμένα χρόνια της ζήσης μου, δεν μου είχε μιλήσει τίποτα από τη δική της ζωή.
Με παρακολουθούσε με σιωπή, αλλά με ένα περίλυπο ύφος και κάποια στιγμή, αν πρόσεξα καλά, ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, για την όλη εξιστόρηση της φιλικής μου ζωής και με την ενσυναίσθηση που την κατείχε και με ένα ευγενέστατο τρόπο, κατόρθωνε να ρίχνει το δάκρυ σε ένα χάρτινο απορροφητήρα!
Μετά από αρκετό δρόμο που κάναμε μαζί, επειδή με συνάρπαζε η συντροφιά και η ευγένεια των λόγων της, της ζήτησα να συστηθούμε, αφού σε τόση απόσταση που είχαμε διανύσει και δεν ήξερε ο ένας το όνομα του άλλου.
— Λέγομαι… και της είπα το όνομά μου. Εκείνη με συγκινημένη και τρεμάμενη φωνή μου είπε:
— Εμένα με λένε ΦΙΛΙΑ. Στα τόσα χρόνια ζωής πάντα ήθελα να ζω μεταξύ των ανθρώπων και όχι ξεχασμένη σε ένα ξερονήσι.
— Ήθελα να νιώσω και να ενωθώ με πλάσματα του κόσμου τούτου.
— Ήθελα να ξεχνώ πάντα εκείνα που έδινα και να θυμάμαι εκείνα που μου δίδουν. Ήθελα να συμμερίζομαι στις επιτυχίες των άλλων.
Ήθελα να βοηθήσω στις δυσκολίες και όχι στις ευκολίες, στις απολαύσεις, στο συμφέρον, αλλά στην κοινή απόδοση σεβασμού και αξιών και συναισθημάτων.
— Αυτά τα λέγω εσένα, μου είπε η ΦΙΛΙΑ, αλλά πριν τα είχα συζητήσει και με μια άλλη Κυρία, πρόσθεσε στη συζήτησή μας, της οποίας κυρίας μάλλον δεν άρεσαν, με την οποία πάλι συναντηθήκαμε στον δρόμο της ζωής. Βλέπεις Νίκο μου ο δρόμος αυτός είναι πολύ μακρύς και πάντα συναντάς ανθρώπους διαφορετικού λογικού, βαδίσματος, σκέψης και χαρακτήρος.
Στη μακρά πορεία μας, συνέχισε η ΦΙΛΙΑ, και με όλη αυτή τη συζήτηση στο δρόμο, εγώ το όνομά της δεν το ήξερα, παρόλο που της είχα πει και με γελαστό, ήρεμο, αγαπητό πρόσωπο το δικό μου όνομα.
Της είχα αποκαλυφθεί:
Εμένα με λένε ΦΙΛΙΑ.
Σε εκείνη μάλλον δεν άρεσε το όνομά μου και γι αυτό δεν του έδωσε σημασία.
Έτσι κουβέντα στη κουβέντα φτάσαμε και οι δυο γυναίκες στο δισταύρι (Σταυροδρόμι) των δρόμων μας.
Τράβηξα τον δρόμο, όπως καταλαβαίνεις, τον ίσιο και τον φιλικό κι εκείνη, η άγνωστη μέχρι στιγμής Κυρία τράβηξε τον πλάγιο δρόμο.
— Ευγενέστατα εγώ της είπα: Χάρηκα για την γνωριμία, αλλά δεν μου είπατε το όνομά σας τόση ώρα. Εκτιμώ ότι ακούσατε τα τόσα ωφέλιμα και παραγωγικά για τους ανθρώπους που είπα!
Γυρίζει με ένα έντονο εχθρικό ύφος, που λες, και σαν να μου έσπασε τα μούτρα με γροθιά, ούτε καν στον πληθυντικό ευγενείας δεν μου μίλησε:
— Έμενα με λένε ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ και τις ιδέες Σου κράτα τις για τον εαυτόν σου.
— Είπαμε σε λένε ΦΙΛΙΑ;—
— Έμεινα με το στόμα ανοιχτό αλλά τι να περίμενα! Όταν ο άνθρωπος είναι πρόθυμος να σου ανταποδώσει το πικρό λόγο στο γλυκό και την ευγνωμοσύνη με ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ, χωρίς τουλάχιστον με ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Μετά από πολύ μεγάλο ταξίδι στο μονόδρομο της ζωής με την ΚΥΡΙΑ ΦΙΛΙΑ, αποχαιρετιστήκαμε αλλά στη Ψυχή μας γράφτηκαν τα λόγια του αποχαιρετισμού:
— «Ας είμαστε ευγνώμονες προς τους ανθρώπους που μας πρόσφεραν ένα ποτήρι νερό στη δίψα μας, γιατί αυτοί πότισαν και σκάλισαν την ψυχή μας, φυτεύοντας λουλούδια για να ανθίσουν».