Monday, 9 November 2020

Μία φιλική συνάντηση...

Βαδίζοντας στο δρόμο της ζωής συνάντησα μια  υπέροχη  Κυρία.

Με χαιρέτησε με ευγένεια, με καλοσύνη, με αγάπη, με στοργή και με πολιτισμένη συμπεριφορά και ενσυναίσθηση.

Γνωριστήκαμε και καθώς  προχωρούσαμε μαζί  κουβεντιάσαμε πάρα πολλά, ιδίως από τα περασμένα, επειδή και οι δύο ήμασταν περίπου της ίδιας ηλικίας.

Φέραμε πολλά στο μυαλό μας. Είπαμε για τα παιδικά μας χρόνια, τις παιδικές  φιλικές παρέες, για τις παρέες της νεαρής  ηλικίας μας, τις σημερινές ακατάστατες,  είπαμε γενικά για τη  παρεΐστικη νεαρή  ζωή  μας και πώς μέχρι σήμερα βιώνουμε το κάθε τι.

Προσωπικά δεν παραπονέθηκα  για τα όσα έχω μέχρι σήμερα κατορθώσει και  ζήσει ή έχω  βιώσει.

Μέχρι  εκείνη τη στιγμή που εξιστορούσα  τα περασμένα χρόνια της ζήσης μου, δεν μου  είχε μιλήσει τίποτα από τη  δική της ζωή.

Με παρακολουθούσε με σιωπή, αλλά με ένα  περίλυπο ύφος και κάποια στιγμή, αν πρόσεξα καλά, ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, για την όλη εξιστόρηση της φιλικής μου ζωής και  με την ενσυναίσθηση που την κατείχε και  με ένα ευγενέστατο τρόπο,  κατόρθωνε να ρίχνει το δάκρυ σε ένα χάρτινο απορροφητήρα!

Μετά από αρκετό δρόμο που κάναμε μαζί, επειδή με συνάρπαζε η συντροφιά και η ευγένεια των λόγων της, της ζήτησα να συστηθούμε, αφού σε τόση απόσταση που  είχαμε διανύσει και δεν ήξερε ο ένας το όνομα του άλλου.

— Λέγομαι… και της είπα το όνομά μου. Εκείνη με συγκινημένη και τρεμάμενη φωνή μου είπε:

Εμένα με λένε ΦΙΛΙΑ. Στα τόσα χρόνια ζωής πάντα ήθελα  να ζω μεταξύ των ανθρώπων και όχι ξεχασμένη σε ένα ξερονήσι.

Ήθελα να νιώσω και να ενωθώ με πλάσματα του κόσμου τούτου.

Ήθελα να ξεχνώ πάντα εκείνα που έδινα και να θυμάμαι εκείνα που μου δίδουν. Ήθελα να συμμερίζομαι  στις επιτυχίες των άλλων.

Ήθελα να βοηθήσω στις δυσκολίες και όχι στις ευκολίες, στις απολαύσεις, στο συμφέρον, αλλά στην κοινή απόδοση σεβασμού  και αξιών και συναισθημάτων.

Αυτά τα λέγω εσένα, μου είπε η ΦΙΛΙΑ, αλλά πριν τα είχα συζητήσει και με μια άλλη Κυρία, πρόσθεσε στη συζήτησή μας, της οποίας κυρίας  μάλλον  δεν άρεσαν, με την οποία πάλι συναντηθήκαμε  στον δρόμο της ζωής. Βλέπεις Νίκο μου ο δρόμος αυτός είναι πολύ μακρύς και πάντα συναντάς ανθρώπους διαφορετικού λογικού, βαδίσματος, σκέψης και χαρακτήρος.

Στη μακρά πορεία μας, συνέχισε η ΦΙΛΙΑ, και με όλη αυτή τη συζήτηση  στο δρόμο, εγώ το όνομά της δεν το ήξερα, παρόλο που της είχα πει και με γελαστό, ήρεμο, αγαπητό πρόσωπο το δικό μου όνομα.

Της είχα αποκαλυφθεί:

Εμένα με λένε ΦΙΛΙΑ.

Σε εκείνη μάλλον δεν άρεσε το όνομά μου και γι αυτό δεν του έδωσε σημασία.

Έτσι κουβέντα στη κουβέντα φτάσαμε και οι δυο γυναίκες  στο δισταύρι (Σταυροδρόμι) των δρόμων μας.

Τράβηξα  τον δρόμο, όπως καταλαβαίνεις, τον ίσιο και τον φιλικό  κι εκείνη, η άγνωστη μέχρι στιγμής Κυρία τράβηξε τον πλάγιο δρόμο.

Ευγενέστατα εγώ της είπα:   Χάρηκα για την γνωριμία, αλλά δεν μου είπατε το όνομά σας τόση ώρα. Εκτιμώ ότι ακούσατε τα τόσα ωφέλιμα και παραγωγικά   για τους ανθρώπους που είπα!

Γυρίζει με ένα έντονο εχθρικό ύφος, που λες,  και σαν να μου έσπασε τα μούτρα  με γροθιά, ούτε καν στον πληθυντικό ευγενείας δεν μου μίλησε:

Έμενα με λένε ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ και τις ιδέες Σου κράτα τις για τον εαυτόν σου.

Είπαμε σε λένε ΦΙΛΙΑ;—

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό αλλά τι να περίμενα! Όταν  ο άνθρωπος  είναι πρόθυμος  να σου ανταποδώσει το πικρό λόγο στο γλυκό και την ευγνωμοσύνη με ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ, χωρίς τουλάχιστον  με ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

Μετά από πολύ μεγάλο ταξίδι στο μονόδρομο της ζωής με την ΚΥΡΙΑ ΦΙΛΙΑ, αποχαιρετιστήκαμε  αλλά στη Ψυχή μας  γράφτηκαν τα λόγια του αποχαιρετισμού: 

«Ας είμαστε ευγνώμονες προς τους ανθρώπους που μας πρόσφεραν ένα ποτήρι νερό στη δίψα μας, γιατί αυτοί  πότισαν και σκάλισαν την ψυχή μας, φυτεύοντας λουλούδια  για να ανθίσουν».

patris.gr

Παιχνίδια της ζωής

Ο Νίκος και η Μαρία ήταν δύο καλοί φίλοι και τίποτα παραπάνω. Το περιβάλλον τους βέβαια, τους θεωρούσε ζευγάρι, αλλά δεν ήταν έτσι. Η αγάπη και η τρυφερότητα που έδειχνε ο ένας για τον άλλον ήταν εντελώς φιλικά.

Ο Νίκος ήταν Αθηναίος και η Μαρία από μία πόλη της Θεσσαλίας.
Γνωρίστηκαν στο Πολυτεχνείο, πληροφορική σπούδαζαν και οι δύο. Η Μαρία πήγαινε συχνά στο σπίτι του Νίκου και οι γονείς του την καλοδεχόταν και την αγαπούσαν.


Μάλιστα παρότρυναν τον γιο τους να τη δει με άλλο μάτι, γιατί ήταν ένα υπέροχο κορίτσι και πολύ θα την ήθελαν και για νύφη τους.
Ο Νίκος όμως τους το ξεκαθάρισε, ότι τη Μαρία δεν μπορεί να τη δει αλλιώς, παρά μόνο, σαν μια καλή και αγαπημένη φίλη. Και η Μαρία μιλούσε συχνά στους γονείς της για τον Νίκο, όταν πήγαινε στην πόλη τους και πολύ θα ήθελε να γνωριστούν και με τους γονείς του.


Η Μαρία προερχόταν από μία πάμπτωχη οικογένεια. Υπάλληλος στην καθαριότητα του Δήμου ο πατέρας της και η μάνα καθαρίστρια κι αυτή, στο Νοσοκομείο της πόλης. Τα έβγαζαν πολύ δύσκολα πέρα. Η Μαρία μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα.
Διέπρεπε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και στις Πανελλήνιες μπήκε απ’ τους πρώτους στο Πολυτεχνείο.
Οι γονείς το χάρηκαν πολύ, αλλά απ’ την άλλη, σκέφτονταν πώς θα τα κατάφερναν με τις σπουδές του κοριτσιού.
Μοναχοπαίδι ήταν τώρα πια. Γιατί όταν γεννήθηκε είχε και δίδυμο αδερφάκι.


Με πόνο ψυχής οι γονείς το έδωσαν για υιοθεσία σ’ ένα άτεκνο ζευγάρι στην Αθήνα, γιατί ήταν αδύνατον να τα βγάλουν πέρα με δύο παιδιά και με τη φτώχεια που τους έδερνε.
Το ζευγάρι ήταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.
— Η Μαρία αυτό το έμαθε όταν ήταν περίπου δέκα χρονών.
Τον πρώτο καιρό επικοινωνούσαν μαζί του, αλλά αργότερα έχασαν τα ίχνη.


Στενοχωρήθηκαν γι’ αυτό, ήθελαν να μαθαίνουν για το παιδί τους, αλλά μετά το πήραν απόφαση. Όχι ότι το ξέχασαν, πάντα ένα αγκαθάκι αγκύλωνε την καρδιά τους, αλλά τώρα πια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.


Η Μαρία μεγάλωσε, μπήκε στο Πολυτεχνείο όπως είπαμε και οι γονείς της βρήκαν μια γκαρσονιέρα οικονομική και την εγκατέστησαν στην πρωτεύουσα.
Ο Νίκος ήταν αλλιώς. Προερχόταν από μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια, μοναχοπαίδι κι αυτός. Αλλά το ότι ήταν από διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, αυτό δεν τους εμπόδισε να δεθούν τόσο πολύ και να γίνουν δύο καλοί φίλοι.


Κάποια μέρα οι γονείς του Νίκου, πρότειναν στη Μαρία να έρθει να μείνει στην πολυώροφη κατοικία τους.
Είχαν ένα δυάρι ανοίκιαστο που το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη κι αν δεχόταν η Μαρία να μείνει εκεί, θα το άδειαζαν φυσικά. Δεν ήθελαν ενοίκιο, της το ξεκαθάρισαν.
Η Μαρία αισθάνθηκε λίγο άβολα και επέμενε να πληρώνει, αλλά εκείνοι δεν το ήθελαν με τίποτα.


Στο τέλος το δέχτηκε, σκέφτηκε πως έτσι θα ανακουφίζονταν οι γονείς της οικονομικά, παρ’ ότι πληγωνόταν η αξιοπρέπειά της.
Όταν το ανακοίνωσε στους γονείς της ντράπηκαν κι εκείνοι λιγάκι, αλλά στο τέλος, αφού η κόρη τους το αποφάσισε δεν είπαν τίποτα. Οι γονείς του Νίκου όπως είχαν υποσχεθεί, άδειασαν το διαμέρισμα, το έβαψαν κιόλας και περίμεναν τη μετακόμιση της Μαρίας.
Ο πατέρας της τής υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε την επόμενη εβδομάδα να πάρει 2-3 μέρες άδεια να κατέβει στην Αθήνα να βοηθήσει στη μετακόμιση. Έτσι και έγινε. Η Μαρία στο μεταξύ είχε μαζέψει τα πράγματά της με βοηθό τον Νίκο τις ελεύθερες ώρες τους. Οι γονείς του δεν θα βρίσκονταν εκείνη την εβδομάδα στο σπίτι γιατί είχαν προγραμματίσει ένα ταξίδι στο εξωτερικό.
«Ελπίζω» είπε ο πατέρας «ώσπου να τελειώσει η μετακόμιση να είμαστε πίσω για να γνωριστούμε και με τον πατέρα της Μαρίας».
Σχεδόν είχαν ταχτοποιήσει το διαμέρισμα όταν επέστρεψαν οι γονείς. Την επόμενη ημέρα θα έφευγε ο πατέρας της Μαρίας. Ήθελε όμως προηγουμένως να γνωρίσει τους γονείς του Νίκου και να τους ευχαριστήσει, για όλα αυτά που πρόσφεραν στο παιδί του.
Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν χτύπησαν το κουδούνι του σπιτιού του Νίκου. Άνοιξε εκείνος. Οι γονείς όρθιοι περίμεναν να τους υποδεχθούν. Αλλά ξαφνικά, ο πατέρας όταν αντίκρισε τους γονείς του Νίκου, ένιωσε... κάπως. Μια ζαλάδα... μια τάση λιποθυμίας... Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και οι γονείς του Νίκου, σαστισμένοι, προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν.


Του έκαναν αέρα, του έφεραν νερό... Τα παιδιά τα είχαν χαμένα. «Τι έγινε... τι συμβαίνει... τι πάθατε...;» είπε ο Νίκος.
Ο πατέρας συνήλθε, κοίταξε τον Νίκο και... δάκρυσε, το ίδιο και οι γονείς του.


Μίλησε ο πατέρας του Νίκου. «Παιδιά καθίστε, μην ταράζεστε θα τα μάθετε... όλα, λίγο αργά βέβαια. Νίκο παιδί μου... είσαι... είσαι... θετός γιος μας, ο πατέρας σου ο φυσικός, είναι και πατέρας της Μαρίας. Συγγνώμη παιδί μου... που να φανταστούμε... ότι...». Ο Νίκος σηκώθηκε. «Σοβαρά... πατέρα;» Με μια συγνώμη τελειώνουν όλα...! Έπρεπε να ξέρω, θα μπορούσα εγώ και η Μαρία να συνάψουμε άλλη σχέση... Με την αδερφή μου, καταλαβαίνετε; Τα θετά παιδιά πρέπει να ξέρουν από πού προέρχονται, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συναντήσουν στο δρόμο τους...». Έπειτα βρόντηξε την πόρτα και έφυγε. Πίσω του έτρεξε η Μαρία.

 Περπάτησαν αμίλητοι και ύστερα κάθισαν σ’ ένα παγκάκι σε ένα πάρκο. Αγκαλιάστηκαν έκλαψαν για αρκετή ώρα κι αφού ηρέμησαν, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι γιατί θα ανησυχούσαν και οι... γονείς.

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

eleftheria.gr

Ξέρετε τι συμβαίνει όταν φωνάζετε στο παιδί;

Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι περισσότεροι από εμάς το έχουμε πράξει κι αν κάποιοι ανήκουν στις «ευλογημένες» εξαιρέσεις, σίγουρα το έχουν δει να συμβαίνει γύρω τους. Τι συμβαίνει όμως όταν φωνάζουμε στο παιδί για «να μας ακούσει»;
«Το να σηκώνεις κάποια φορά την ένταση της φωνής απέναντι στα παιδιά είναι ανθρώπινο», λένε πολλοί γονείς. Στην απέναντι όχθη οι ειδικοί επισημαίνουν ξανά και ξανά: «Γίνετε υπεράνθρωποι (!) και μην φωνάζετε ποτέ στα παιδιά!»

Λόγια θυμωμένα, ενίοτε και προσβλητικά σε μια προσπάθεια να ελέγξουμε ή να διορθώσουμε τη συμπεριφορά ενός παιδιού. Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι περισσότεροι από εμάς το έχουμε πράξει κι αν κάποιοι ανήκουν στις «ευλογημένες» εξαιρέσεις, σίγουρα το έχουν δει να συμβαίνει γύρω τους. Δυνατές φωνές, απειλές ενίοτε και «ταμπέλες» αποτελούν για αρκετούς έναν τρόπο συνέτισης της όποιας παιδικής «ατασθαλίας». «Μέγα λάθος!», επισημαίνουν οι ειδικοί οι οποίοι σημειώνουν ότι «ενώ η άσκηση βίας (ακόμα και οι ξυλιές στον πισινό) έχει γίνει ταμπού σε αρκετές κοινωνίες, οι φωνές παραμένουν κάτι «φυσιολογικό» στο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησης. Οι γονείς πιστεύουν ότι έτσι θα κάνουν τα παιδιά τους να τους ακούσουν ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο.»

Το να φωνάζετε στα παιδιά σας δεν θα τα κάνει λιγότερο άτακτα. Για την ακρίβεια θα κάνει τα πράγματα χειρότερα! Αυτό υποστηρίζει μεταξύ άλλων και μία έρευνα των Πανεπιστημίων του Pittsburgh και του Michigan σύμφωνα με την οποία «παιδιά των οποίων οι γονείς χρησιμοποιούν φωνές και σκληρές λεκτικές επιπλήξεις, τείνουν να αυξάνουν τα προβλήματα συμπεριφοράς τους ενώ τα παιδιά βιώνουν αργότερα συμπτώματα κατάθλιψης». Η εν λόγω έρευνα βρίσκει σύμφωνους και πολλούς ψυχολόγους για τους οποίους τα παιδιά που πέφτουν θύματα λεκτικής βίας από τους γονείς τους είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κατά την εφηβεία τόσο ψυχολογικά θέματα όσο και προβλήματα συμπεριφοράς, όπως αδιαφορία στο σχολείο, καταφυγή στα ψέματα, κλοπές, εκρήξεις θυμού, συμπλοκές με άλλα παιδιά κλπ.

Συγκεκριμένα, οι γονείς που φωνάζουν στα παιδιά τους, προκαλούν σε αυτά παρόμοια προβλήματα με εκείνα της άσκησης βίας, αυξάνοντας τις πιθανότητες κατάθλιψης και επιθετικής συμπεριφοράς. Και το κυριότερο: Ακόμα και μία, κατά τα άλλα, καλή και θερμή σχέση μεταξύ γονιών και παιδιών, δεν τα προστατεύει από τις επιπτώσεις που έχει το να τους φωνάζουν και να τους βάζουν ταμπέλες, όπως «τεμπέλης», «χαζός» κ.α. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ, βοηθός καθηγητή εκπαίδευσης και ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh: «Οι φωνές δεν μπορούν να μειώσουν ή να διορθώσουν προβλήματα συμπεριφοράς. Αντιθέτως, κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Οι γονείς που θέλουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, πρέπει να προσπαθούν να επικοινωνούν μαζί τους σε ισότιμο επίπεδο εξηγώντας τους το σκεπτικό τους και τις ανησυχίες τους».

ygeiamou.gr

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki