Σελίδες

Sunday, 3 January 2021

Η Ματίνα και οι φακές της Κατοχής

Η εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, τον Απρίλη του ’41, βρήκε την οικογένεια της Ματίνας να μένει σε ένα μικρό, πολύ φτωχικό δωμάτιο μέσα σε μιαν αυλή, όπου ζούσαν 15 οικογένειες, όλες σε δωμάτια σαν το δικό τους, στο κέντρο της Αθήνας. 
Στη μέση της πλατιάς αυλής ήταν το πηγάδι, και γύρω του, κυκλικά η φτωχολογιά, που κλείστηκε παγωμένη και σιωπηλή στα υγρά και άβολα καταφύγιά της.
Παιδιά κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η κυρά-Βασιλική, η πολύπαθη μάνα της, γνώριζε από πείνα και φτώχεια. Είχε ζήσει συφορές, είχε χάσει άντρα και παιδιά, είχε παλέψει για να αναστήσει τον γιο και τα κορίτσια, που της άφησε ο Θεός, και τα είχε, με τη βοήθειά Του, καλά καταφέρει. Στο άκουσμα της εισβολής των πάνοπλων Γερμαναράδων, άναψε το καντηλάκι της, είπε την Παράκληση και απόθεσε το μέλλον της οικογένειάς της στην Παναγιά.
Οι φήμες ότι οι κατακτητές μάζευαν όλα τα τρόφιμα και ότι μεγάλη πείνα και δυστυχία θα πέσει, έκανε όλους τους Αθηναίους να τρέξουν σε μαγαζιά, σε αποθήκες και όπου ο καθένας ήξερε ότι θα μπορούσε να βρει μερικές προμήθειες για να ‘χει κάτι να βάζει στη φωτιά, κάτι να τρώει μέχρι να τελειώσει το κακό. Τα αποθέματα του κάθε νοικοκυριού, όμως, γρήγορα εξαντλήθηκαν και ο χειμώνας έπεσε βαρύς, άγριος και σκληρός.

Οι κλειστοί οι φούρνοι και τα σφαλισμένα μαγαζιά έφεραν σε απελπισία όλους τους ανθρώπους. Λίγοι, που είχαν κρατήσει ποσότητες μεγάλες, πουλούσαν στη μαύρη αγορά λίγα φασόλια, χαρουπάλευρο, μισή οκά φακές ή 100 δράμια λάδι. Και έδιναν οι φτωχοί ό,τι είχαν και δεν είχαν για να ταΐσουν τα μωρά τους. Ξεπούλαγαν τα πάντα για ένα κομματάκι κρέας, για ένα αυγουλάκι, για λίγο μέλι… . Πλούτιζαν οι μαυραγορίτες, πέθαιναν από την πείνα τη φοβερή οι Αθηναίοι. 

Μέσα στο αγιάζι, ένα πρωί, έψαχνε η Ματίνα με τη Σοφία, τη μικρή της αδερφή, έψαχναν μήπως βρουν κάτι φαγώσιμο να βάλουν στο τσουκάλι. Σε μια γωνία, Πιπίνου και Γ’ Σεπτεμβρίου, πάνω σ’ έναν ξύλινο πάγκο, πούλαγε κάποιος από τα Μέγαρα φακές. Κεντημένες μαξιλαροθήκες και λινά σεντόνια, της προίκας της τα καλύτερα, του έδωσε η Ματίνα και έτσι έφεραν τα κορίτσια το πολύτιμο φαγητό της ημέρας στο φτωχικό τους.

Το μαγείρεψε η μάνα…, χωρίς λάδι, χωρίς ψωμί κάθισαν να φάνε. Ένα μαυροζούμι οι φακές· το κουτάλι στην όψη του και αυτό αηδίασε. Το ανακάτευε η Ματίνα, που ήταν 18 χρονών και ζύγιζε 36 κιλά όλα κι όλα… . Το ανακάτευε και πάνω πάνω έβλεπε τα σκουλήκια να επιπλέουν. «Φάε, Ματίνα» σκεφτόταν, «φάε τις σκουληκιασμένες φακές…. Δεν σου άρεσε το αρνάκι με τις πατάτες στο φούρνο… το γυρόφερνες και το μέριαζες, γιατί σου μύριζε…. Φάε τώρα τις φακές και τα σκουλήκια  και πες και ευχαριστώ….»   

Από τις αναμνήσεις της προ-γιαγιάς μου

Φωτογραφίες από το:  mikros-romios.gr 

Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment