Παιδιά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. |
Οι κλειστοί οι φούρνοι και τα σφαλισμένα μαγαζιά έφεραν σε απελπισία
όλους τους ανθρώπους. Λίγοι, που είχαν κρατήσει ποσότητες μεγάλες,
πουλούσαν στη μαύρη αγορά λίγα φασόλια, χαρουπάλευρο, μισή οκά φακές ή
100 δράμια λάδι. Και έδιναν οι φτωχοί ό,τι είχαν και δεν είχαν για να
ταΐσουν τα μωρά τους. Ξεπούλαγαν τα πάντα για ένα κομματάκι κρέας, για
ένα αυγουλάκι, για λίγο μέλι… . Πλούτιζαν οι μαυραγορίτες, πέθαιναν από
την πείνα τη φοβερή οι Αθηναίοι.
Μέσα στο αγιάζι, ένα πρωί, έψαχνε η Ματίνα με τη Σοφία, τη μικρή της
αδερφή, έψαχναν μήπως βρουν κάτι φαγώσιμο να βάλουν στο τσουκάλι. Σε μια
γωνία, Πιπίνου και Γ’ Σεπτεμβρίου, πάνω σ’ έναν ξύλινο πάγκο, πούλαγε
κάποιος από τα Μέγαρα φακές. Κεντημένες μαξιλαροθήκες και λινά σεντόνια,
της προίκας της τα καλύτερα, του έδωσε η Ματίνα και έτσι έφεραν τα
κορίτσια το πολύτιμο φαγητό της ημέρας στο φτωχικό τους.
Το μαγείρεψε η μάνα…, χωρίς λάδι, χωρίς ψωμί κάθισαν να φάνε. Ένα
μαυροζούμι οι φακές· το κουτάλι στην όψη του και αυτό αηδίασε. Το
ανακάτευε η Ματίνα, που ήταν 18 χρονών και ζύγιζε 36 κιλά όλα κι όλα… .
Το ανακάτευε και πάνω πάνω έβλεπε τα σκουλήκια να επιπλέουν. «Φάε,
Ματίνα» σκεφτόταν, «φάε τις σκουληκιασμένες φακές…. Δεν σου άρεσε το
αρνάκι με τις πατάτες στο φούρνο… το γυρόφερνες και το μέριαζες, γιατί
σου μύριζε…. Φάε τώρα τις φακές και τα σκουλήκια και πες και
ευχαριστώ….»
Από τις αναμνήσεις της προ-γιαγιάς μου
Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment