Πολλές φορές τυχαίνει να μιλάμε σε κάποιον και να καταλαβαίνουμε ότι δεν μας ακούει.
Αυτό έχει δυο σκέλη.
Το πρώτο να μην ακούει καθόλου, να μας αγνοεί, να παριστάνει ότι ακούει ενώ στην πραγματικότητα είναι χαμένος στις δικές του σκέψεις.
Το δεύτερο είναι να ακούει μεν το περιεχόμενο όσων λέμε, αλλά να μην καταλαβαίνει τον τρόπο, τη σημασία, την ένταση που βιώνουμε και που μας προκαλεί αυτό που αφηγούμαστε.
Και τα δύο αυτά συμβαίνουν συχνά στην καθημερινότητά μας. Άλλοτε μας αφήνουν αδιάφορους, άλλοτε μας θυμώνουν, μας απογοητεύουν, μας απομακρύνουν απ’ τους ανθρώπους.
Είναι απορίας άξιο, γιατί είναι τελικά τόσο δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε την αίσθηση της ακοής!
Αν ρωτήσουμε τον καθένα από μας αν ακούει, όλοι με ευκολία και απόλυτη βεβαιότητα θ’ απαντήσουμε, ναι! Φυσικά ακούω!
Αλλά πόσο στ’ αλήθεια ακούμε τα όσα συμβαίνουν και λέγονται γύρω μας;
Στην περίπτωση που κάποιος μας ακούει αλλά δεν μας νιώθει, μπορούμε να πούμε ότι μάλλον δεν μας ακούει και τόσο καλά. Μπορεί να μας ακούει μέσα απ’ τα δικά του φίλτρα, μέσα απ’ τις δικές του σκέψεις και φαντασιώσεις ακόμα και μέσα απ’ τις δικές του εμπειρίες.
Όσο πιο πολύ «ακούμε» κάποιον μ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο απομακρυνόμαστε απ’ αυτό που ο άλλος λέει. Όσο παρεμβαίνουν οι δικές μας σκέψεις, πεποιθήσεις, ερωτήσεις, τόσο χάνουμε τον άλλον που έχουμε κληθεί να ακούσουμε.
Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα παράδειγμα «μη ακοής»:
Έρχεται το παιδί απ’ το σχολείο χαρούμενο και ενθουσιασμένο με διάθεση να πει στο μπαμπά του, πόσο καλός ήταν σήμερα στο ποδόσφαιρο.
Ακούει ο μπαμπάς ότι έπαιξαν ποδόσφαιρο και ξεκινάει να αφηγείται μια δική του παλιά ιστορία για το ποδόσφαιρο.
Είμαι σίγουρη ότι η ιστορία του είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά είναι η δική του ιστορία.
Παράλληλα χάνει την ιστορία του παιδιού του, χάνει την ευκαιρία να ακούσει το παιδί του, να το νιώσει, να έρθουν πιο κοντά, να επικοινωνήσουν και φυσικά να χαρεί με τη χαρά του. Αντίστοιχα το παιδί μπορεί να δυσανασχετεί, να θυμώνει.
Μπορεί να χαίρεται ακόμα με την ιστορία του μπαμπά του, σίγουρα όμως νιώθει ότι η δική του ιστορία, και ό,τι περιλαμβάνει αυτή η ιστορία, δεν έχει ακουστεί.
Απ' την άλλη, είναι φυσικό, ενώ ακούμε κάποιον να σκεφτόμαστε πάνω σ' αυτό. Η λειτουργία του εγκεφάλου δεν σταματά, αντιθέτως δέχεται και επεξεργάζεται τα νέα ερεθίσματα.
Η διαφορά είναι να μην παρεμποδίζει όλη αυτή η νοητική διεργασία το άκουσμα του άλλου. Να μην στέκεται εμπόδιο ανάμεσα στον ακροατή και τον ομιλητή.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της επικοινωνίας, είναι το ότι κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, η κατανόηση των λεγομένων, περιλαμβάνει και συναισθηματική κατανόηση. Δεν αρκεί η εννοιολογική γνώση των λέξεων της γλώσσας.
Χρειάζεται να «μπεις στα παπούτσια» του άλλου, να σκεφτείς, για λίγο, να νιώσεις και να «δεις» τα πράγματα όπως εκείνος (αυτό με ψυχολογικό όρο ονομάζεται ενσυναίσθηση, empathy).
Φέροντας τη θέση μας στη θέση του άλλου δεν σημαίνει απαραίτητα πως συμφωνούμε με αυτά που λέει. Μπορεί να διαφωνούμε, αλλά έχουμε καταφέρει να δούμε τα πράγματα όπως τα βλέπει ο άλλος.
Αυτό προϋποθέτει σεβασμό και αποδοχή του προσώπου και των λεγομένων του, ασχέτως με το αν συμφωνούμε ή όχι.
Όταν συμβεί αυτό, τότε οι λέξεις αποκτούν ένα ολοκληρωμένο και συγκεκριμένο νόημα που αντιστοιχεί στον άνθρωπο απέναντί μας και τότε όντως ακούς. Ακούς όχι μόνο, για παράδειγμα τη λέξη χαρούμενος που προφέρει, αλλά ακούς και τον ενθουσιασμό, την ανυπομονησία, την ένταση της χαράς του, και μαζί του χαίρεσαι κι εσύ. Πλέον δεν είναι ξερές λέξεις, έχουν νόημα και αντίκρισμα νοητικό, συναισθηματικό, σωματικό.
Τέλος η ακοή, όπως και οι υπόλοιπες αισθήσεις, είναι το μέσο και ο τρόπος να ερχόμαστε σ’ επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και την πραγματικότητα. Επομένως όσο πιο «ευαισθητοποιημένες» είναι οι αισθήσεις μας και όσο πιο «καθαρά» ερεθίσματα μας φέρνουν, τόσο καλύτερη αντίληψη του εαυτού μας και του κόσμου θα έχουμε.