Μπορούμε να εξηγήσουμε στα παιδιά μας πως, όταν δεν παρεμβαίνω, ενώ
γνωρίζω, συμβάλλω στην διαιώνιση και διατήρηση μιας δυσλειτουργικής
πραγματικότητας. Όταν παρεμβαίνω, σημαίνει ότι γνωρίζω να σέβομαι τους
άλλους, σημαίνει ότι τους συναισθάνομαι, σημαίνει ότι γνωρίζω να σέβομαι
τον εαυτό μου.
Το ζήτημα της σχολικής βίας ή σχολικού εκφοβισμού αποτελεί ένα έντονο
κοινωνικό και εκπαιδευτικό φαινόμενο (Νικολόπουλος, 2008). Έχει απασχολήσει
πολλούς ερευνητές, καθώς και τα μέλη του σχολικού συστήματος, δηλαδή τους
μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
Σαφώς πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο ακόμα και αν δεν έχει τύχει να
“αγγίξει” εμάς τους ίδιους, ή κάποιον δικό μας, δεν παύει να επηρεάζει
ολόκληρη την κοινωνία μας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο καθένας από
εμάς έχει ευθύνη να γνωρίζει τι σημαίνει σχολική βία, ποιες είναι οι
συνέπειες, και τι μπορεί να κάνει ο ίδιος ώστε να συμβάλλει στην
εποικοδομητική αντιμετώπισή της.
Συχνά οι
γονείς βιώνουν σύγχυση αναφορικά με το τι είναι η σχολική βία, πώς διαφοροποιείται
από το απλό πείραγμα, και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, λόγω του
καταιγισμού των πληροφοριών που δέχονται από πολλές πηγές. Έχουν διατυπωθεί
πολλοί ορισμοί στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ένας από τους επικρατέστερους είναι ο εξής: «Ένας μαθητής εκφοβίζεται ή
θυματοποιείται όταν αυτός ή αυτή εκτίθεται,
επαναλαμβανόμενα και σε βάθος χρόνου, σε
αρνητικές πράξεις από τη μεριά ενός ή περισσότερων άλλων μαθητών. Μια πράξη
είναι αρνητική, όταν κάποιος σκόπιμα επιβάλλει, ή προσπαθεί
να επιβάλλει, τραυματίσει ή ενοχλήσει κάποιον άλλο.
Οι αρνητικές πράξεις μπορούν να λάβουν χώρα είτε μέσω
λέξεων (λεκτικές), για παράδειγμα, μέσω απειλής, εμπαιγμού,
πειράγματος και ύβρεων. Μια πράξη είναι αρνητική όταν κάποιος χτυπά,
σπρώχνει, κλωτσά, ή περιορίζει κάποιον άλλο – μέσω
φυσικής επαφής.
Είναι επίσης πιθανό να λάβουν χώρα
αρνητικές πράξεις χωρίς τη χρήση λέξεων ή φυσικής επαφής,
όπως κάνοντας γκριμάτσες ή άσεμνες χειρονομίες,
αποκλείοντας σκόπιμα κάποιον από την ομάδα, ή αρνούμενοι να
συμμορφωθούμε με τις επιθυμίες ενός άλλου προσώπου» (Olweus, 1993).
Στον παραπάνω ορισμό, αναδεικνύονται οι μορφές της σχολικής βίας, οι οποίες
μπορεί να εκφραστούν με
λεκτικό, σωματικό, ή και συναισθηματικό (ψυχολογικό) τρόπο,
όπως με την μορφή του κοινωνικού αποκλεισμού. Επίσης, είναι σημαντικό να
τονιστεί ότι πολλά παιδιά εμπλέκονται σε φαινόμενα
διαδικτυακού ή σεξουαλικού εκφοβισμού. Όλες οι μορφές της
σχολικής βίας έχουν επώδυνες ψυχολογικές συνέπειες, τόσο για τους μαθητές
στον ρόλο του θύματος, όσο και για τους μαθητές στον ρόλο του θύτη.
Πρόκειται για μαθητές με κοινά συναισθηματικά και συμπεριφορικά
χαρακτηριστικά. Τα άτομα που εμπλέκονται, φαίνεται να νιώθουν αποξενωμένα
και παρείσακτα στο σχολείο. Έχουν δυσκολίες σε επίπεδο
διαπροσωπικών σχέσεων με τους συνομηλίκους τους, ενώ συχνά
αντιμετωπίζουν και μαθησιακά προβλήματα.
Πολλοί προέρχονται από δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου συχνά
υπάρχουν δυσκολίες στην επικοινωνία μεταξύ παιδιών και γονέων (Νικολόπουλος,
2008). Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για ευάλωτα παιδιά, με
πολλές δυσκολίες στον κοινωνικό, μαθησιακό και συναισθηματικό τομέα, καθώς
και σε επίπεδο σχέσεων.
Ένας σημαντικός τρόπος αντιμετώπισης οποιουδήποτε προβλήματος, είναι η
πρόληψη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η πρόληψη αφορά την
εκμάθηση κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων στα παιδιά, τόσο από το
σχολικό όσο και από το οικογενειακό περιβάλλον (Kauffman, 2005).
Κάποιες από αυτές τις δεξιότητες είναι η ενσυναίσθηση, ο έλεγχος του θυμού,
η επίλυση διαφωνιών, η αυτογνωσία και η ικανότητα λήψης αποφάσεων.
Η βάση για την εκμάθηση και την εφαρμογή όλων των κοινωνικών και
συναισθηματικών δεξιοτήτων, είναι οι αξίες.
Είναι ωφέλιμο να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι αξίες που διδάσκουμε στα παιδιά
εμείς οι ίδιοι, ως πρότυπα, και να σκεφτούμε τι ακριβώς ζητάμε από αυτά.
Για παράδειγμα, ίσως ζητάμε από τα παιδιά να δείχνουν αλληλεγγύη και να
συμπεριφέρονται δίκαια και με θάρρος. Εμείς όμως αποτελούμε ένα τέτοιο
πρότυπο;
Ή όταν συμβαίνει ένα περιστατικό το οποίο χρειάζεται την παρέμβασή
μας, προτιμάμε να “κοιτάξουμε την δουλειά μας”;
Είναι σημαντικό να έχουμε
επίγνωση με ποιους τρόπους συμπεριφερόμαστε εμείς οι ίδιοι, άρα και τι είδους
μηνύματα λαμβάνουν τα παιδιά από εμάς.
Υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία αναφορικά με τον ρόλο των αξιών στην ζωή μας.
Μια από τις προσεγγίσεις η οποία έχει γνωρίσει μεγάλη απήχηση, είναι αυτή
των συγγραφέων Πουχόλ Ι Πονς και Γκονθάλεθ. Μιλούν για το “δέντρο των
αξιών”, το οποίο αποτελείται από είκοσι αξίες. Στον κορμό αυτού του δέντρου
τοποθετούν τον σεβασμό. Αν δεν υπάρξει ο σεβασμός, δεν
μπορούν να αναπτυχθούν και οι υπόλοιπες αξίες.
Στα κλαδιά του δέντρου, βρίσκονται η
κοινωνικότητα, η υπευθυνότητα και η τάξη. Ακολουθούν η
ειλικρίνεια, η
εμπιστοσύνη, ο διάλογος,
ο οποίος διακλαδίζεται στην
ανεκτικότητα και στην δημιουργικότητα, οι οποίες
διευκολύνουν την αξία της συνεργασίας, και τελικά της
ειρήνης και της χαράς. Ένα άλλο κλαδί
περιλαμβάνει την συμπόνια, την γενναιοδωρία, και την φιλία.
Σε άλλο κλαδί βρίσκονται η ελευθερία και
δικαιοσύνη. Τρεις ακόμα αξίες,
η υπομονή, η σταθερότητα, και η σύνεση τονίζεται ότι
προσδίδουν ισορροπία, συνέπεια και μετριοπάθεια στις υπόλοιπες. Τέλος, όλα
τα κλαδιά καταλήγουν στην αρμονική συνύπαρξη η οποία φέρνει χαρά (Παππά,
2016).
Συνοψίζοντας,
η πρόληψη αφορά την από νωρίς εκμάθηση και εφαρμογή αξιών στο σχολικό και
στο οικογενειακό περιβάλλον.
Οι ενήλικες, γονείς και εκπαιδευτικοί, αποτελώντας θετικά και υγιή πρότυπα
για τα παιδιά, έχουν την δυνατότητα να συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην
αποτροπή περιστατικών σχολικής βίας, αλλά και στην αποτελεσματική διαχείρισή
τους, εφόσον συμβούν.
Η διαδικασία αναγνώρισης των προσωπικών μας αξιών, χρειάζεται χρόνο.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τόσο τις δικές μας αξίες, όσο και το
ποιες αξίες επιθυμούμε να υιοθετήσουν τα παιδιά.
Μπορούμε με το δικό μας παράδειγμα, να μάθουμε στα παιδιά να μην σιωπούν
όταν βιώνουν σχολική βία. Να βρίσκουν το θάρρος να μιλούν σε κάποιον που
εμπιστεύονται και να αναγνωρίσουν ότι παραβιάζεται το δικαίωμα τους να
νιώθουν χαρά, να νιώθουν ελεύθερα, να νιώθουν και να είναι ασφαλή, τόσο
σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Μπορούμε να τα μάθουμε να μοιράζονται, να έχουν ενσυναίσθηση, ώστε να
μπορούν να δημιουργούν αληθινές φιλίες και να μην κάνουν σε κάποιον άλλον,
κάτι το οποίο δεν αρέσει να συμβαίνει και στα ίδια.
Μπορούμε να επιδιώξουμε από νωρίς την διαδικασία διαλόγου με τα παιδιά μας
ώστε να χτίσουμε μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης.
Μπορούμε να επιδεικνύουμε άνευ όρων αποδοχή. Αγαπάμε τα παιδιά ότι και αν
συμβεί. Μπορούν να έρθουν να μας μιλήσουν οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να
φοβούνται μήπως τα κατηγορήσουμε, μήπως θυμώσουμε, μήπως τους φωνάξουμε.
Μπορούμε να δείξουμε στα παιδιά με τις δικές μας πράξεις ότι υπευθυνότητα
δεν σημαίνει εφησυχασμός, δεν σημαίνει παθητικότητα και αδράνεια.
Υπευθυνότητα σημαίνει παρέμβαση και ενημέρωση. Μπορούμε να
τους εξηγήσουμε πως όταν δεν παρεμβαίνω ενώ γνωρίζω, συμβάλλω στην διαιώνιση
και διατήρηση μιας δυσλειτουργικής πραγματικότητας.
Όταν παρεμβαίνω, σημαίνει ότι γνωρίζω να σέβομαι τους άλλους, σημαίνει
ότι τους συναισθάνομαι, σημαίνει ότι γνωρίζω να σέβομαι τον εαυτό
μου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ανθούσα Παπαευθυμίου
Ψυχολόγος