Αν και βρισκόμαστε στον 21o αιώνα, τα πιο ευαίσθητα μέλη της κοινωνίας, τα παιδιά, συνεχίζουν να κακοποιούνται. Σαν να μην έφτανε αυτό, ταλαιπωρούνται ακόμα περισσότερο στην προσπάθεια να βρεθεί ασφαλές καταφύγιο γι’ αυτά. Δεν υπάρχει κρατικός φορέας που να δέχεται ανώνυμες και επώνυμες καταγγελίες για κακοποιήσεις παιδιών, ενώ τα ιδρύματα που θα παρείχαν ασφαλές περιβάλλον στα κακοποιημένα παιδιά απλά εξαφανίζονται χωρίς να ξέρει κανείς πώς και γιατί. Τον ρόλο του κράτους αναλαμβάνει φιλανθρωπικός σύλλογος ιδιωτικού δικαίου που στηρίζεται κυρίως στη συνεισφορά των εθελοντών.
Ο Γιώργος είναι 12 ετών και ζει τώρα πια με τη διαζευγμένη μητέρα του και τα αδέλφια του. Τα τελευταία δύο χρόνια φιλοξενήθηκε σε ίδρυμα για παιδιά, λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, ως συνέπεια ενδοοικογενειακής βίας.
Η Μαρία είναι στην ίδια ηλικία και μένει σε ίδρυμα από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο πατέρας της την κακοποιούσε σωματικά. Προσπαθεί με τη βοήθεια ψυχολόγων να ξεχάσει όσα έζησε και να συνεχίσει τη ζωή της.
Αυτές είναι δύο μόνο περιπτώσεις παιδιών που βίωσαν την κακοποίηση μέσα στο ίδιο τους το σπίτι από τους πιο στενούς συγγενείς τους. Οι ιστορίες τους είναι πραγματικές. Μόνο τα ονόματά τους δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα αλλά χρησιμοποιούνται για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας. Άλλωστε, δεν έχουν σημασία, όταν στην ίδια θέση με αυτά τα παιδιά βρίσκονται δεκάδες άλλα.
Η κακοποίηση
Σαν να μην φτάνει η κακοποίηση που βίωσε ένα παιδί στο οικογενειακό του περιβάλλον, η διαδικασία που ακολουθείται από τη στιγμή της αφαίρεσής του από τους γονείς του είναι επίπονη και χαρακτηρίζεται από έλλειψη συντονισμού. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας κρατικός φορέας που να αναλαμβάνει την ευθύνη για το παιδί και να συντονίζει τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν όταν διαπιστωθεί ότι είναι απαραίτητο να απομακρυνθεί από το σπίτι του.
Όταν μια καταγγελία φτάνει στον εισαγγελέα, εκείνος δίνει εντολή στην αρμόδια υπηρεσία του δήμου της περιοχής να διενεργήσει έρευνα για να εξακριβωθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει το παιδί. Τα αποτελέσματα βγαίνουν σε περίπου ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό, το παιδί βρίσκεται αρχικά στο αστυνομικό τμήμα και μετά σε κάποιο ίδρυμα προσωρινά.
Ενώ ο δήμος διερευνά την περίπτωσή του, το παιδί περνά από σειρά εξετάσεων για τη διανοητική και φυσική του κατάσταση. Στο τέλος, προτείνονται στον εισαγγελέα δύο ιδρύματα που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν το παιδί κι εκείνος επιλέγει αυτό που θεωρεί καταλληλότερο.
Μετά από δύο χρόνια η οικογένεια επανεξετάζεται ως προς την καταλληλότητά της και αν είναι καλύτερες οι συνθήκες διαβίωσης, το παιδί επιστρέφει εκεί. «Προτιμάμε μια οικογένεια, έστω και διαλυμένη, παρά ένα ίδρυμα. Άλλωστε, ανάλογα με την περίπτωση, οι γονείς μπορούν να βλέπουν το παιδί τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα όσο αυτό βρίσκεται στο ίδρυμα», σημειώνει η κ. Ελισάβετ Βίδρα, εισαγγελέας Ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Πειραιά. Αν η οικογένεια κριθεί ακατάλληλη, το παιδί παραμένει στο ίδρυμα που το φιλοξενεί και ελέγχεται κατά καιρούς η κατάστασή του.
Ανώνυμες καταγγελίες σε ιδιωτικό φορέα
Στον φιλανθρωπικό σύλλογο ιδιωτικού δικαίου «Το Χαμόγελο του παιδιού» –και όχι στην Αστυνομία ή στην εισαγγελία, όπως θα περίμενε κανείς– γίνονται οι περισσότερες καταγγελίες για κακοποιήσεις παιδιών. «Αυτό που διευκολύνει τον κόσμο να απευθυνθεί πιο πολύ εδώ είναι, νομίζω, η δυνατότητα να κάνει ανώνυμα την καταγγελία. Παίρνουν, δηλαδή, ένα τηλέφωνο χωρίς χρέωση, μπορεί να έχουν και απόκρυψη, και αναφέρουν ένα γεγονός που αφορά κακοποίηση παιδιού», εξηγεί η κ. Αγγελική Κωστάλου, ψυχολόγος και σύμβουλος στο «Χαμόγελο του παιδιού».
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τις καταγγελίες που καταγράφτηκαν τα έτη 2001-2002 (για το 2003 δεν υπάρχουν ακόμη ακριβή στοιχεία) στον συγκεκριμένο σύλλογο, το 97,3% αποτελούσε ανώνυμες καταγγελίες, εκ των οποίων κοντά στο 50% ήταν για σωματική και το 3,7% για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.
Οι καταγγελίες που γίνονται στις αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές πρέπει να είναι επώνυμες και να αναφέρουν συγκεκριμένα ονόματα και διευθύνσεις, όπως επώνυμες πρέπει να είναι οι καταγγελίες για κακοποίηση ανηλίκων που γίνονται στον νεοσύστατο Κύκλο Δικαιωμάτων του Παιδιού του Συνηγόρου του Πολίτη. Αντίθετα, «στον τετραψήφιο αριθμό 1056, τη γραμμή που λειτουργεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, μπορεί να πάρει οποιοσδήποτε, μικρός ή μεγάλος, και να κάνει μια καταγγελία επώνυμη ή ανώνυμη. Το σημαντικό είναι ότι έχουμε καταφέρει να περάσουμε στον κόσμο ότι και μια ανώνυμη καταγγελία μπορεί να σταθεί ώστε να γίνει έρευνα. Αυτό γίνεται γιατί ο κόσμος φοβάται να πει ποιος είναι μήπως του κάνουν κάτι», διευκρινίζει η κ. Μαρίνα Καβαλιεράκη, υπεύθυνη εθελοντών στο «Χαμόγελο του παιδιού».
Την ίδια ώρα, υπό εξέλιξη έρευνα του Παντείου Πανεπιστημίου αποκαλύπτει πως μονάχα ένας στους δέκα θα αναφέρει στις Αρχές που θεωρεί αρμόδιες την κακοποίηση ενός παιδιού και μόλις ένας στους δεκαπέντε θα το καταγγείλει στην Αστυνομία. Με βάση τα ποσοστά αυτά, ο κόσμος ουσιαστικά δεν πιστεύει ότι η Αστυνομία και οι κοινωνικές υπηρεσίες θα χειριστούν σωστά το θέμα, αλλά και ότι είναι σε θέση να το κάνουν. «Μπορεί οι αστυνομικοί να θέλουν, αλλά δεν μπορούν. Στο παρελθόν θυμάμαι κάποιους αστυνομικούς που μου είχαν πει ότι τα παιδιά τα κρατάνε δύο ή και τρεις μήνες στο τμήμα και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ήταν υποχρεωμένοι να βάζουν στους προϋπολογισμούς και τα χρήματα για τα γιαουρτάκια και την τυρόπιτα του παιδιού. Αυτά είναι αδιανόητα σήμερα. Δεν είναι δυνατόν ένα παιδί να μην ξέρουμε πού θα το πάμε», λέει ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Αντώνης Μαγγανάς.
Εξαφανίζονται κρατικά ιδρύματα
Από τη στιγμή της καταγγελίας ξεκινά η προσπάθεια μεταφοράς του παιδιού σε ασφαλές περιβάλλον, μόνο που τα κρατικά ιδρύματα συνήθως χωλαίνουν κι ο ρυθμός τους είναι χελωνοειδής. «Προβάλλουν συνεχώς δυσκολίες και προβλήματα, απαιτούν ιδιαίτερες γραφειοκρατικές διαδικασίες και τελικά δέχονται ένα παιδί με τα χίλια ζόρια», σημειώνει η κ. Βίδρα. Για παράδειγμα, δεν δέχονται εύκολα παιδιά που δεν είναι ελληνικής καταγωγής ή δέχονται ανήλικα άτομα ανάλογα με το φύλο τους. Επιπλέον, «υπήρχε ένας οργανισμός, ο ΕΟΚΦ (Ελληνικός Οργανισμός Κοινωνικής Φροντίδας) που καταργήθηκε για να υπάρξει ένας καλύτερος. Αυτός εξαφανίστηκε χωρίς να αναφέρει ποτέ που πήγαν τα παιδιά που φιλοξενούσε και χωρίς να εμφανιστεί ο καλύτερος φορέας που προβλεπόταν από τον νόμο», προσθέτει η εισαγγελική λειτουργός. Ο οργανισμός αυτός εντάσσεται πλέον στα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας-Πρόνοιας (ΠεΣΥΠ), δεν είναι γνωστό όμως αν, πού και πώς λειτουργεί.
Τα γραφειοκρατικά ζητήματα δεν μπορούν να έχουν θέση όταν ένα παιδί βρίσκεται σε κίνδυνο. «Η φύση των καταγγελιών απαιτεί άμεσες κινήσεις που όμως με τις μη ικανοποιητικές κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Το “Χαμόγελο του παιδιού” είναι η πρώτη και πιο σίγουρη λύση», δηλώνει η εισαγγελέας Ανηλίκων. Στις περιπτώσεις άμεσης ανάγκης το «Χαμόγελο» μονάχα με ένα τηλεφώνημα αναλαμβάνει δράση.
«Πάλι καλά που βρήκαμε εσάς, γιατί αλλιώς δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη»
Αυτό ακούνε συχνά οι υπεύθυνοι του συλλόγου. Ένας εθελοντικός οργανισμός καλείται να καλύψει το κενό των κρατικών υπηρεσιών. «Εμείς προσπαθούμε να καλύψουμε αυτό το κενό με όλες μας τις δυνάμεις και με σημαντική βοήθεια από καλούς ανθρώπους σε δημόσιους φορείς, όπως οι εισαγγελείς ανηλίκων, με τους οποίους συνεργαζόμαστε καλά. Κι αν υπάρξει βοήθεια από το κράτος προς εμάς –οι ανάγκες είναι πολύ μεγάλες– θα κάνουμε πολλά περισσότερα», επισημαίνει η κ. Καβαλιεράκη.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη δημιουργίας ενός κεντρικού φορέα, με περιφερειακά γραφεία στελεχωμένα με κατάλληλους επιστήμονες, ώστε να επιλαμβάνεται πρώτος αυτός των υποθέσεων, προβάλλει επιτακτική. «Η ύπαρξη μιας κεντρικής υπηρεσίας που να ασχολείται με τα παιδιά, θα περιορίσει το πρόβλημα, αφού τα παιδιά δεν θα στέλνονται από ’δω κι από ’κει χωρίς να υπάρχει μια αρχή που θα συντονίζει και θα εποπτεύει τα πάντα», εκτιμά ο κ. Μαγγανάς.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment