Saturday 9 July 2022

Πώς να σωπάσω μέσα μου... την ομορφιά του κόσμου...


Πώς να σωπάσω μέσα μου...
την ομορφιά του κόσμου...
Ο ουρανός δικός μου...
η θάλασσα στα μέτρα μου...


Πώς να με κάνουν να τον δω...
τον ήλιο μ' άλλα μάτια...
Στα ηλιοσκαλοπάτια...
Μ' έμαθε η μάνα μου να ζω...

Στου βούρκου μέσα τα νερά...
ποια γλώσσα μου μιλάνε...
αυτοί που μου ζητάνε...
να χαμηλώσω τα φτερά...

Ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους εμπνευστές και λιγότερους ωχαδερφιστές

Αν κάποτε χαθούμε μέσα στα ίδια μας τα όνειρα θα είναι εντάξει... γιατί εκείνα θα βρουν τον τρόπο να μας φορέσουν τα φτερά τους.
Στέκεσαι ακριβώς στο ίδιο σημείο για ώρα τώρα. Τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι σου διαρκώς πυκνώνουν και οι αστραπές μαστιγώνουν τον ουρανό με τον ήχο τους.

«Λίγο πιο κάτω θα βρεις τον ήλιο» σου ψιθυρίζει ένας έφηβος.

«Εάν τρέξεις ίσως και να προλάβεις την μπόρα» σε ενθαρρύνει ο ηλικιωμένος με τη μπλε τραγιάσκα.

Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα σε πλησιάζει:

«Μπορείς να την κρατήσεις. Έχω δύο εξάλλου» σου λέει, προσφέροντάς σου ευγενικά τη μαύρη της ομπρέλα.

«Προβλέπεται τέτοια θεομηνία που ουδόλως θα με βοηθήσει», απαντάς.

Και πράγματι η καταιγίδα ξεσπά. Παραμένεις καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Κρυώνεις. Φοβάσαι. Και στοιχηματίζεις πως την επόμενη μέρα θα ξυπνήσεις τουλάχιστον με πνευμονία.

«Τι φταίω εγώ; Ο άτιμος καιρός τρελάθηκε» μουρμουρίζεις.

Ξέρεις κάτι όμως; Φταις! Είχες ένα σωρό επιλογές που απλώς τις άφησες να ξεγλιστρήσουν μέσα από τα χέρια σου. «Έτσι είναι τα πράγματα» αναστέναξες και έπειτα παραδόθηκες στη ροή των γεγονότων.

Όμως τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλώς έτσι. Λαμβάνουν την μορφή των σκέψεών μας, γίνονται οδυνηρές φυλακές για όσους συνήθισαν να περπατούν με αλυσίδες στα πόδια και χώρες θαυμάτων για τους άλλους, που διακρίνουν το ουράνιο τόξο πίσω από τη βροχή. Στις σκοτεινότερες εποχές και στους πιο ταραγμένους καιρούς υπάρχει πάντα ένα φως, εκείνο το αδιανόητο πείσμα πως όλα θα αλλάξουν αν βαθιά το πιστέψουμε.

Και αν μας πουν αμετανόητους ιδεαλιστές, εμείς απλώς ας αναποδογυρίσουμε τη γη προκειμένου να ανταμώσουμε τα αστέρια των ευχών μας, ας σκορπίσουμε τη χρυσόσκονη μας στο απέραντο σύμπαν, έναν σπόρο ελπίδας στο περιβόλι της ζωής που κάποτε με ορμή θα καρποφορήσει.

Γιατί ο κόσμος μας χρειάζεται περισσότερους εμπνευστές και λιγότερους ωχαδερφιστές. Χρειάζεται εκείνους που σηκώνουν στους ώμους την ευθύνη των επιλογών τους, που δεν φοβούνται να αναμετρηθούν με τα σφάλματά τους, που γκρεμίζουν τα βολικά τείχη των ψευδαισθήσεων και σαλπάρουν στις άγνωστες θάλασσες των προκλήσεων.

Και αν κάποτε χαθούμε μέσα στα ίδια μας τα όνειρα θα είναι και πάλι εντάξει γιατί εκείνα θα βρουν τον τρόπο να μας φορέσουν τα φτερά τους. Μην επιμένεις λοιπόν ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, μην παραθέτεις ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη μίζερη προφητεία σου. Είμαστε εμείς που δεν μετακινούμαστε, εμείς που τρέμουμε, εμείς που βουλιάζουμε στην αδράνεια, που υποκύπτουμε στην ορμή του ανέμου και περιφρονούμε την ομπρέλα της αγάπης.

Και οι δεσμοφύλακές αποχωρούν ακριβώς τη στιγμή που παύουμε να προσκυνούμε την εξουσία τους, και η διαφθορά καταπολεμάται όταν σταματάμε να τη συντηρούμε με τη σιωπή μας. Εάν ο κόσμος αυτός μας φαίνεται αφόρητος, απλώς να τον συντρίψουμε. Ένα βήμα τη φορά. Ένα αποφασιστικό βήμα όμως. Να αναμετρηθούμε επιτέλους με τις σκιές αντί να τις χαρίζουμε τις αναπνοές μας, να διακυβεύσουμε τη βολή μας στο βωμό της αλήθειας μας. Τι άραγε δίνουμε στη ζωή για να απαιτούμε τόσα πολλά πίσω;

Να γίνουμε μαζορέτες ψυχών και χειροκροτητές ταλέντων. «Μπράβο που ξεπέρασες τη χθεσινή εκδοχή σου», να πούμε στον διπλανό μας. Κάθε μικρή του υπέρβαση και ένας ακόμη θρίαμβος της συλλογικής συνείδησης. Να εξελιχθούμε σε ηγέτες που δεν κρύβονται θρασύδειλα πίσω από τα λάθη τους, που δεν ξαπλώνουν νωχελικά στους χρυσούς θρόνους των τίτλων τους αλλά μεταμορφώνονται σε πυξίδα για αυτούς που έχασαν τον δρόμο τους.

Να βιώσουμε επιτέλους τη θεωρία μας, να δημιουργήσουμε τη σχέση που ανέκαθεν οραματιζόμασταν, να καινοτομήσουμε, να καταστούμε η έμπνευση όσων διστάζουν και η φωνή εκείνων που φιμώθηκαν. Να σπάσουμε πρώτοι τις δικές μας αλυσίδες και να απλώσουμε τα ελεύθερα χέρια μας στον συνάνθρωπο. Να συγχωρέσουμε τους τύπους που συνηθίζουν να λεκιάζουν με σύννεφα ξένους ουρανούς ονείρων. Και έπειτα να συγχωρέσουμε και τον ίδια τον εαυτό μας που κάποτε στάθηκε μόνος και τρομαγμένος στη μέση της φρικτότερης θεομηνίας.

Και να θυμηθούμε τους εμπνευστές που μας προσέφεραν την ομπρέλα τους: Τον αιώνιο έφηβο με τις αστείες τιράντες που μας προέτρεψε να κυνηγήσουμε των ήλιο των παιδικών μας επιθυμιών, τον προϊστάμενο που μας κάνει να ξυπνάμε με χαρά κάθε πρωί για τη δουλειά, τον σύντροφο που κατευνάζει με μια αγκαλιά τις αστραπές μας, τον φίλο που μετρά τις χαρές μας αντί για τα λάθη μας.

Πλέον καλά το ξέρουμε πως ο κόσμος λαμβάνει το μπόι των επιλογών μας, πως η ελευθέρια είναι ένας δύσβατος δρόμος που προϋποθέτει την ανάληψη ευθύνης. Και αν την ευθύνη την τρέμουμε, τότε η μεγαλύτερη ευτυχία απλώς θα μας προσπεράσει. Η ευτυχία βουτάει στους ωκεανούς των γενναίων και καθόλου δεν έχει σε υπόληψη όσους διστάζουν να βρέξουν τον πόδι τους στη θάλασσα της ζωής.

Και κάθε φορά που ακούμε πως ο κόσμος ποτέ δεν θα αλλάξει, χαμογελάμε. Γιατί ανταμώσαμε την προοπτική της αλλαγής στα μάτια όσων εμπνευστών μας έπεισαν πως το φως υπάρχει. Και προς τιμών όλων εκείνων που χρωμάτισαν τις μέρες με το γέλιο τους και ομόρφυναν τις νύχτες με το ανάστημα της τόλμης τους, ορκιστήκαμε πως εμείς τουλάχιστον δε θα παραδοθούμε δίχως μια θαρραλέα μάχη. Άλλωστε τώρα δε φοβόμαστε τις καταιγίδες, καθώς όταν τιθασεύεις τη θεομηνία των εσωτερικών συγκρούσεων καμιά βροχή δεν απειλεί το κέντρο της ύπαρξης σου.

Υ.Γ: Αφιερωμένο στον Στράτο και σε όσους έγιναν η έμπνευση για τον καλύτερο κόσμο που μέσα μας πάντα υπάρχει, σε αυτούς που προτίμησαν μια σκληρή αλήθεια από τη δειλή συνθηκολόγηση.

Οι άνθρωποι φθονούν ό,τι δεν τολμούν να φτάσουν

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μέρος που ουδέποτε θα αποκαλυφθεί, υπήρχε ένας καθ’ όλα "ευσεβής" άντρας. Τιμούσε τις ώρες κοινής ησυχίας και τις μέρες νηστείας. 

Έβγαζε πάντα το καπέλο του για να χαιρετήσει τους επισήμους κι ύστερα το ξαναφορούσε προκειμένου να προφυλάξει το κρανίο του από τον επικίνδυνο ήλιο.

Κυρίως μετρούσε επιμελώς τα βήματά του καθώς λάτρευε να τα συγχρονίζει απόλυτα με αυτά των υπολοίπων. «Ούτε μπροστά μα ούτε πίσω. Μονάχα μαζί», τον άκουγαν συχνά πυκνά να μουρμουρίζει.

Εάν στα αλήθεια σε αφορά η ιστορία του, επίτρεψε μου να σου πω ότι η σκούφια του κρατούσε από μακρινούς τόπους και πως από παιδί ακόμα συνήθιζαν να τον αποκαλούν «ο ξένος». Το φορτίο φάνταζε βαρύ για τους μικρούς του ώμους κι έτσι εκείνος σε κάθε αστέρι που έπεφτε ευχόταν να ταχτεί κάποτε στην πλευρά των ισχυρών.

Και τώρα μην ταυτίσεις τη λέξη «ισχυρός» με τ’ αμύθητα πλούτη και την αλόγιστη εξουσία. Για τον φίλο μας ισχυροί λογαριάζονταν οι άνθρωποι του μέσου όρου, οι όμοιοι με τόσους μέσα στο πλήθος, οι δουλευταράδες που σέβονταν την ισχύουσα τάξη, τη βέρα στο δεξί και τα χασμουρητά στο κρεβάτι.

Ο ήρωας της ιστορίας μας μεγάλωσε και σταδιακά ενσωματώθηκε στην κοινωνία. Δούλεψε, μάλιστα, σκληρά και κατάφερε σύντομα ν’ ανοίξει στη γειτονιά το δικό του μανάβικο. Καθώς υπήρξε μάστορας στην εξυπηρέτηση πελατών, προσέλκυσε αρκετούς στην επιχείρησή του. Όχι μόνο τα έβγαζε πέρα αξιοπρεπώς μα άφηνε και κάποιες δεκάρες στην άκρη.

Αναρωτιέσαι αν τελικά ακολούθησε το όνειρό του και πολλά δεν έχω να σου απαντήσω πάνω σε αυτό. Στην έκθεση, πάντως, με θέμα «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω» εκείνος είχε απαντήσει «κοινωνικά αποδεκτός». Αν, λοιπόν, υποθέσουμε πως η παραπάνω υπήρξε η τρανότερη λαχτάρα του, τότε μπορούμε να παραδεχτούμε πως μια χαρά την έφερε εις πέρας την αποστολή του.

Από το μανάβικό του περνούσε πλήθος κόσμου κι ο Ευταξίας -το όνομα του φίλου μας- τους υποδεχόταν με πλατύ χαμόγελο κι απαράμιλλο επαγγελματισμό. Μεταξύ μας, του κάθονταν λιγάκι στο στομάχι οι ονειροπόλοι, με τα μεγάλα σχέδια και τον μηδαμινό κυνισμό.

Σιωπηλά αγανακτούσε, όμως, με τους επαναστάτες, που έκαναν λόγο για εργασιακά δικαιώματα κι απεργίες. Τι τον σκότιζαν… Αυτός πια ήταν ιδιοκτήτης μανάβικου, τουτέστιν δυνατός εργοδότης που απεχθανόταν τους ταραξίες.

Ένα μεσημέρι, στην επιχείρηση του φίλου μας φάνηκε μια οικεία φιγούρα. Ο Ευταξίας τον κοίταξε καλά καλά ώσπου αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον παλιό φωστήρα της τάξης, με τις ευφυείς απαντήσεις και τη σπάνια επιμέλεια. Οι δυο συμμαθητές χαιρετήθηκαν θερμά.

«Την τακτοποίησες τη ζωούλα σου;», έσπευσε να ρωτήσει ο ιδιοκτήτης του μανάβικου. Ο άντρας εξήγησε πως εργαζόταν για ψίχουλα σ’ ένα εργαστήρι. Έσπευσε, ωστόσο, να διευκρινίσει πως τα πρωινά ξυπνούσε με χαμόγελο. Μάθαινε, άλλωστε, ένα σωρό χρήσιμα πράγματα που όταν θα γινόταν φτασμένος επιστήμονας θα τα επιστράτευε για την πρόοδο της ανθρωπότητας.

Ο ιδιοκτήτης του μανάβικου κοίταξε περιφρονητικά τον παλιό του γνώριμο. « Καημένε μου! Βάλε μια τάξη στο κεφαλάκι σου και βρες κάποια δουλειά της προκοπής», προσπάθησε να τον συνετίσει. Έπειτα κορδώθηκε περήφανα κι αφέθηκε στα επιδοκιμαστικά βλέμματα των οπωρικών του.

Λίγους μήνες μετά ο ήρωας της ιστορίας μας αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να νοικοκυρευτεί. Αρκετά τον είχαν ταλαιπωρήσει τα κεραυνοβόλα συναισθήματα. Επέλεξε λοιπόν την καλή κι υπάκουη σύζυγο, τη βαρετή στον έρωτα και την προβλέψιμη στη ζωή.

Ο γάμος του υπήρξε ανοιχτός προκειμένου όλοι να τον καμαρώσουν γαμπρό. Κάλεσε στο τραπέζι ακόμα και τον φουκαριάρη τον επιστήμονα.

Έμαθε, μάλιστα, από συγγενείς πως ο παλιός του συμμαθητής βολόδερνε μόνος καθώς περίμενε τον αληθινό έρωτα όπως ακριβώς η γοργόνα τον Μέγα Αλέξανδρο. «Ο ανόητος! Οι έρωτες κρατούν για λίγο κι οι μυαλωμένοι τύποι σαν του λόγου μου γυρεύουν μια αξιόπιστη σύντροφο κι όχι μια αισθαντική ερωμένη», σχολίασε.

Ο καιρός κύλησε. Ένα βράδυ ο παλιός φωστήρας της τάξης φάνηκε στο μανάβικο. Ετούτη τη φορά κρατούσε από το χέρι μια γυναίκα με φωτεινά μάτια κι αγέρωχη κορμοστασιά.

Ο Ευταξίας κοίταξε το ζευγάρι λίγο καχύποπτα. «Χρόνια έχεις να πατήσεις από το μαγαζί μου και φαντάστηκα ότι ξέμεινες για τα καλά από χρήματα», απευθύνθηκε στον συμμαθητή του. «Ταξιδεύω συνεχώς στο εξωτερικό. Διδάσκω σε Πανεπιστήμια και συνεχίζω την έρευνά μου. Οι κόποι μου ανταμείφθηκαν», αποκρίθηκε σεμνά ο άντρας.

«Δεν βλέπω βέρα όμως», παρατήρησε με την κοφτερή του ματιά ο Ευταξίας. «Βρήκα τη σύντροφό μου και τίποτα δεν λογαριάζω πιο επίσημο κι ιερό από αυτό που νιώθω». «Προφανώς είστε φρέσκο ζευγάρι. Επίτρεψε μου να σας πω, φίλε μου, ότι ο έρωτας χάνεται. Μια λειτουργική καθημερινότητα αποζητάμε στο τέλος όλοι οι πρώην αισθηματίες», μουρμούρισε ο ιδιοκτήτης του μανάβικου.

«Εάν ονειρευτείς το μεγάλο και με πάθος το οραματιστείς τότε ασφυκτιάς στο μέτριο και δεν χαρίζεις την αγκαλιά σου σε συμβιβασμούς. Ασφαλώς και βιώνεις βράδια μοναξιάς μα διακρίνεις πιο καθαρά την ψυχή που ακουμπά στη δική σου. Και τότε ο χρόνος αποτελεί σύμμαχό σου. Βλέπεις, ο έρωτας δεν φθείρεται όταν χτίζεται με τα υλικά δύο ελεύθερων καρδιών», αποκρίθηκε ήρεμα ο επιστήμονας.

Ο Ευταξίας τον αποχαιρέτησε κακόκεφος. Κλείδωσε το μαγαζί κι επέστρεψε στη ζωούλα του, στο σπιτάκι του, στη γυναικούλα του. Εκείνη παρακολουθούσε την αγαπημένη της ταινία στο κρεβάτι κι ούτε που αντιλήφθηκε την άφιξή του. Ξάπλωσε πλάι της. Την σκούντησε και με μια ανάσα της εξιστόρησε τον αλλόκοτο διάλογό του με τον επιστήμονα:

«Τα μαλλιά του γκρίζαραν κι ακόμα ίπταται στον κόσμο της φαντασίας του. Από τόπο σε τόπο περιπλανιέται λες κι είναι φοιτητής. Και το χειρότερο; Πιστεύει σε έρωτες, ιππότες, πριγκίπισσες και παλάτια. Να δούμε τι θα λέει όταν η ρουτίνα τινάξει τη σκόνη της πάνω στο συννεφάκι του. Άσε που εάν ξεμονάχιαζα την αγαπημένη του, είμαι βέβαιος πως θα είχε πολλά ράμματα για την ονειροπαρμένη γούνα του».

Ύστερα, το αγαπημένο ζευγάρι αντάλλαξε ένα βιαστικό φιλί στο στόμα. Γύρισε ο ένας στον άλλο την πλάτη και αποκοιμήθηκαν. Όλα κι όλα, αυτοί δεν λογαριάζονταν στους ονειροπαρμένους.

Κατερίνα Τσιτούρα enallaktikidrasi.com 
awakengr.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki