Wednesday 4 November 2020

Ένα θυμωμένο παιδί έχει θυμωμένους γονείς

Δεν είναι και νέο αυτό έτσι δεν είναι; Όχι δεν είναι νέο γιατί οι περισσότεροι γονείς είναι θυμωμένοι και έτσι ο θυμός καλά κρατεί στην Ελληνική οικογένεια. ... 
Πολλή βία γενικώς επικρατεί μέσα μας και γύρω μας.
Όλα συνηγορούν για την εγκατάσταση του θυμού που είναι προοίμιο ή και συνέπεια της βίας.
Είναι άξιο παρατήρησης πάντως το πόσο οι γονείς αγνοούν αυτές τις παραμέτρους όπως αγνοούν κάτι που μοιάζει ολοφάνερο.

Ένα θυμωμένο παιδί έχει θυμωμένους γονείς. 
Έρχονται συνήθως να πάρουν βοήθεια (όσοι τέλος πάντων το τολμούν) για να αλλάξουν το παιδί τους, αντί να αρχίσουν από την αλλαγή του εαυτού τους. 
Την ώρα της συνεδρίας και όταν με λίγη προσπάθεια αντιληφθούν ότι εκείνοι ευθύνονται για το θυμό του παιδιού τους, είναι φανερή η αναγνώριση της ευθύνης και βαθιά μέσα στα μάτια τους βλέπεις την παραδοχή αυτή να αρχίζει δειλά αλλά σταθερά να αλλάζει την κοσμοθεωρία τους. 
Τις περισσότερες φορές φεύγουν από τη συνεδρία με το κεφάλι χαμηλωμένο, αισιοδοξώντας όμως πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. 
Έχοντας όμως και μεγάλες αμφιβολίες για το αν μπορούν οι ίδιοι να διαχειριστούν το δικό τους θυμό. Το θυμό τους που δεν οφείλεται πάντα (για να είμαστε ειλικρινείς έτσι είναι τις περισσότερες φορές) στο παιδί και στις συμπεριφορές του αλλά στην έλλειψη υπομονής και καλής πρόθεσης που έχουν απέναντι στο παιδί. 
Σε δικά τους άλυτα προβλήματα είτε προσωπικά είτε σχέσης. Ας μην αφήσουμε βέβαια στην άκρη και τις σημαντικές κοινωνικές αντιξοότητες που ενισχυμένες στις μέρες μας εντείνουν το θυμό και στενεύουν τα όρια της ανοχής.

Ένα παιδί που γεννιέται δεν έχει το θυμό μέσα του. 
Δεν είναι θυμωμένο γιατί πήρε απ’ τον πατέρα του ή απ’ τον παππού του το ταπεραμέντο του επιθετικού και θυμωμένου ατόμου. Δεν το κληρονόμησε όπως ίσως κληρονόμησε τα πράσινα μάτια του. 
Ναι ευθύνεται όμως ο πατέρας και ο παππούς ή μαμά και η γιαγιά (για να μην κάνουμε διαχωρισμό στα φύλα), γιατί καθώς το βρέφος μεγαλώνει παρατηρεί πως οι φωνές, η βία, η επιβολή, ο ανταγωνισμός, η απειλή, η τιμωρία είναι μέρος της ζωής γύρω του. 
Σιγά σιγά μεγαλώνοντας γίνεται και το ίδιο ο στόχος όλων αυτών των παραπάνω και για να είμαστε ειλικρινείς τις περισσότερες φορές γίνεται συχνά ο σάκος του μποξ αναίτια και αδικαιολόγητα. Είναι η εύκολη λύση. 
Μην το περνάτε αβασάνιστα αυτό! Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο η συμπεριφορά του ενήλικα προς το παιδί να γίνεται απαράδεκτη γιατί τσακώθηκε με κάποιον άλλο ενήλικα. 
Πέρα λοιπόν από την παρατήρηση που έχει ιδιαίτερα αυξημένη το παιδί και βλέπει με κάθε λεπτομέρεια το τι κάνουν οι μεγάλοι γύρω του, έρχεται κάποια στιγμή και η δική του σειρά. 
Ενώ λοιπόν (για να δούμε ένα παράδειγμα) κάθε μέρα αργεί στο φαγητό του, αυτή ειδικά την ημέρα επειδή η μαμά είναι θυμωμένη η συμπεριφορά της απέναντί του γίνεται βίαιη και απειλητική. 
Γίνεται με άλλα λόγια ο στόχος της εκτόνωσης του θυμού της μητέρας αδικαιολόγητα. Δεν είναι ανάγκη εδώ να αμφισβητήσουμε την αλήθεια των λεγομένων γιατί η βία δεν εκφράζεται μόνον με ακραίες συμπεριφορές. 
Βία είναι και το τράβηγμα απ’ το μπράτσο με λίγη περισσότερη δύναμη. 
Βία είναι και το να αρπάξει η μητέρα με θυμό το πιάτο από μπροστά του γιατί αργοπορεί στο φαγητό του. 
Βία είναι και τα κατεβασμένα μούτρα. 
Βία είναι και το χτύπημα της πόρτας φεύγοντας απ’ το δωμάτιο.

Προχωρώντας το λίγο περισσότερο ας δούμε τι νοιώθει το παιδί που είτε η βίαιη συμπεριφορά του ενήλικα οφείλεται σε αίτιο που αφορά το ίδιο το παιδί ή ακόμη χειρότερα σε αναίτια αφορμή από μέρους του, απλά γίνεται ο αποδέκτης χωρίς να ευθύνεται.

Στην περίπτωση που ευθύνεται το ίδιο – υπάρχει πιθανότητα να το αντιλαμβάνεται αλλά μπορεί και όχι,- τα πράγματα είναι απλούστερα. Ίσως οι ενοχές να ισορροπήσουν -κακώς φυσικά- τη βία μέσα του, ίσως να αντιληφθεί το μερίδιο της ευθύνης του. 

Οπωσδήποτε όμως ως αποδέκτης μιας κακής θυμωμένης συμπεριφοράς του ενήλικα, αναπτύσσει μηχανισμούς άμυνας οι οποίοι οδηγούν σε σκέψεις και συναισθήματα υπεραναπλήρωσης της συνέπειας της κακής του συμπεριφοράς. 
Σκέψεις όπως «δεν με αγαπά», «δεν έχει δίκιο», «δεν φταίω εγώ…» κλπ έρχονται να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά χωρίς καν να του δοθεί η δυνατότητα να σκεφτεί το λάθος και να επανορθώσει. Δεν ευνοεί λοιπόν ο θυμός ή η τιμωρία για την αρνητική συμπεριφορά του παιδιού. Και όχι μόνον δεν ευνοεί πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο. 
Αν υπήρχε μία περίπτωση να αντιληφθεί το παιδί την εσφαλμένη συμπεριφορά του, η έκρηξη θυμού του ενήλικα το οδηγεί σε άλλα μονοπάτια σε εκείνα της μάχης για τη δύναμη ή των ενοχών που υποσκάπτουν και ενισχύουν ακόμη πιο πολύ τις μη λειτουργικές συμπεριφορές που θα ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα. Ακόμη λοιπόν και αν το παιδί ευθύνεται ας επανεξετάσει ο ενήλικας τα αίτια της εσφαλμένης του συμπεριφοράς βάζοντας και τον εαυτό του στο μεγεθυντικό φακό. 
Συχνά εδώ οι γονείς θα πούνε πως «του έχω πει χιλιάδες φορές να μη χτυπά τον αδελφό του, τι άλλο να κάνω;» Έχει άραγε σκεφτεί ο γονιός που σπεύδει να δικαιολογήσει τη θυμωμένη του συμπεριφορά πόσο ο ίδιος ευθύνεται για το ότι το παιδί του έχει καταλήξει να χτυπά τον αδελφό του; 
Τις περισσότερες φορές από άγνοια δεν το αντιλαμβάνεται. Ο χορός λοιπόν του «εσύ φταις» όχι «εσύ φταις» καλά κρατεί. Το ζητούμενο είναι να αναλάβουν την ευθύνη οι μέντορες και οι προπονητές των νέων ανθρώπων και όχι ως κατήγοροι να στέκονται έτοιμοι να απονείμουν δικαιοσύνη. Μεγάλη ιστορία το δίκιο και το άδικο. Ας το προσεγγίζουμε προσεκτικά και με σύνεση και κυρίως με ενδοσκόπηση.
...........................................

η συνέχεια εδώ: eimaimama

«Η επίδραση του θορύβου στην κατάκτηση λεξιλογίου»

Ένα μεγάλο ερώτημα όλων των γονιών είναι πότε θα μιλήσουν τα παιδιά τους, για να ακολουθήσει το επόμενο ερώτημα αν τα “λέει καλά” και να συνεχιστεί με το αν “είναι φυσιολογικό όπως τα λέει”. 
Η πρώτη γρήγορη απάντηση είναι ότι από πολύ νωρίς το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί την μητρική του γλώσσα μέσα από το στενό του περιβάλλον με την απλή έκθεση του στην αυθόρμητη χρήση της γλώσσας. Σίγουρα τα παιδιά δεν γεννιούνται διαθέτοντας Λεξικό, με λίγα λόγια γεννιούνται και δεν γνωρίζουν καμία λέξη.

Φυσικά τόσο οι γονείς όσο και οι υπόλοιποι ενήλικες που μιλούν στα παιδιά δεν χρησιμοποιούν μεμονωμένες λέξεις για να τις διδάξουν σε αυτά (κάτι που δεν χρειάζεται), αλλά χρησιμοποιούν προτάσεις μέσα από ένα λόγο συνεχή (ρέοντας λόγος), ο οποίος μπορεί να εμπεριέχει λάθη (γραμματικά-συντακτικά), αλλοιώσεις ήχων και φυσικά σε όλα τα προηγούμενα προστίθεται η επίδραση του θορύβου από το περιβάλλον, που δεν μπορεί να απομονωθεί. 
Ως γνωστόν τα σπίτια μας είναι γεμάτα από ενοχλητικούς θορύβους προερχόμενους από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ή ακόμα από τα ίδια άτομα της οικογένειας που μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά κατακτούν τις λέξεις στα πρώιμα στάδια ανάπτυξής τους.

 Γνωρίζουμε πλέον ότι τα περιβάλλοντα με θόρυβο μπορεί να μειώσουν την ικανότητα της γλωσσικής κατάκτησης, κάτι που τόσο οι γονείς όσο και οι ενήλικες που εμπλέκονται στην καθημερινότητα των παιδιών θα πρέπει να το γνωρίζουν και να το λαμβάνουν υπόψη τους ιδιαίτερα όταν προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Για να το καταλάβουμε καλύτερα στο περιοδικό Child Development περιγράφεται ακριβώς η παραπάνω επίδραση του περιβάλλοντος μέσα από τρία πειράματα. 

Τα δυο πρώτα πειράματα μέτρησαν την ικανότητα των παιδιών, ηλικίας 22-24 μηνών και 28-30 μηνών, στην αναγνώριση άγνωστων πραγματικών λέξεων μέσα από προτάσεις. 

Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι μόνο τα παιδιά που είχαν εκτεθεί στο πιο ήσυχο περιβάλλον μπορούσαν να μάθουν τις λέξεις και για τις δυο ηλικιακές ομάδες.

Το να ακούνε τα παιδιά νέες λέξεις χωρίς παρασκηνιακό θόρυβο, πριν ακόμα μάθουν σε ποια αντικείμενα αντιστοιχούν οι νέες αυτές λέξεις, μπορεί να αρκεί για να τα βοηθήσει να τις κατακτήσουν ευκολότερα.

Στο τελευταίο πείραμα οι ερευνητές παρουσίασαν δυο νέες λέξεις μέσα από προτάσεις που διάβαζαν δυνατά σε παιδιά ηλικίας 27-30 μηνών σε ήσυχο περιβάλλον. Αφού εκπαίδευσαν τα παιδιά στην αντιστοίχιση λέξης- αντικειμένου πρόσθεσαν άλλες δυο νέες λέξεις από τα δυο προηγούμενα πειράματα αλλά σε πιο θορυβώδες περιβάλλον. 

Τα αποτελέσματα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά μπορούσαν να μάθουν μόνο τις πρώτες λέξεις που είχαν ακούσει σε ήσυχο περιβάλλον.

Τα συμπεράσματα λοιπόν καταλήγουν στο εξής: “Το να ακούνε τα παιδιά νέες λέξεις σε ρέοντα αυθόρμητο λόγο χωρίς παρασκηνιακό θόρυβο, πριν ακόμα μάθουν σε ποια αντικείμενα αντιστοιχούν οι νέες αυτές λέξεις, μπορεί να τα βοηθήσει να κατακτήσουν ευκολότερα ένα νέο λεξιλόγιο. Αλλά ακόμα και όταν το περιβάλλον είναι θορυβώδες, εφιστώντας την προσοχή των παιδιών στον θόρυβο των νέων λέξεων μπορούμε να τα βοηθήσουμε να αντισταθμίσουν την επίδραση του περιβάλλοντος.”

Πέρα όμως από την επίδραση του περιβάλλοντος αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι η κατάκτηση της γλώσσας γίνεται μέσα από αναπτυξιακά στάδια που ισχύουν για όλα τα παιδιά και σε όλες τις γλώσσες μέσα στα πρώτα 3 χρόνια τους. 

Δηλαδή αρχίζουν όλα τα παιδιά απόλυτα φυσικά με μεμονωμένες λέξεις, ακολουθεί η σύνθεση φράσεων δύο λέξεων και αργότερα προτάσεων με περισσότερες λέξεις κτλ. Συνήθως αρχικά χρησιμοποιούν λέξεις σημασιολογικού περιεχομένου, δηλαδή ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα κι επιρρήματα και παραλείπουν λέξεις που έχουν περισσότερο γραμματικό νόημα, όπως μόρια θα, να, άρθρα και συνδέσμους. 

Αυτό λοιπόν που ακούμε ως γονείς είναι ένας λόγος απλοποιημένος, με γραμματικά και συντακτικά λάθη φυσιολογικά, που πρέπει να περάσει ομαλά μέσα από όλα τα στάδια.

Το βέβαιο είναι ότι δεν χρειάζεται να διδάξουμε την γλώσσα στα παιδιά μας ως δάσκαλοι γιατί πολύ απλά κατακτάται με την άμεση έκθεση στο λόγο. 

 Βασικό μέλημα μας για να βοηθήσουμε τα παιδιά στην κατάκτηση της είναι να επιδιώκουμε την αποτελεσματική επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μαζί τους μέσα από περιβάλλοντα που θα λειτουργούν υποστηρικτικά σε αυτή την διαδικασία χωρίς πολύπλοκα ερεθίσματα (πχ. τηλεόραση, tablet κλπ), πολλούς θορύβους (φασαρία, μουσική) και δίνοντας τους την απαραίτητη προσοχή που χρειάζονται (βλεμματική επαφή).

Χαρά Αναστασοπούλου, Λογοπαθολόγος-Λογοθεραπεύτρια

schooltime.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki