Tuesday 31 December 2019

Παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στην Κατοχική Ελλάδα του 1941

…από το ημερολόγιο “Φύλλα κατοχής”
21 Δεκέμβρη 1941
Παραμονές Χριστουγέννων. Αποφασίσαμε να ξεγελάσομε τη στέρηση και την πίκρα και να ετοιμάσωμε χριστουγεννιάτικο δέντρο για τα παιδά­κια της Πλάκας. Δυο δωμάτια του σπιτιού έχουν γίνει σωστό εργαστήρι. Η Δέσποινα και η Ντό­ρα, μαζί με μερικές συμμαθήτριες των, βάφουν, ράβουν, συγκολλούν, ανανεώνουν όλα τα παιχνί­δια τους. Και τα δικά τους και όσα έχουν φέρει οι φίλες τους. Τους έδωσα όλα τα αποκόμματα υ­φασμάτων που είχα, για να τα κάνουν κουβέρτες. στρωματάκια και φουστάνια κούκλων.

***********************
29 Δεκέμβρη 1941
Όλα είναι έτοιμα. Κάτω από το δέντρο ο μικρός Χριστούλης μέσα στη φάτνη του φάνταζε αληθινός. Στην τραπεζαρία, το μεγάλο τραπέζι ανοιγμένο, είναι φορτωμένο από παιχνίδια. Η κυρία Δρακούλη μας έστειλε μια πιατέλα κουραμπιέδες. Η κυρία Χαρίτου μια πίττα και η Ελ. Ποταμιάνου μελομακάρονα. Το σπίτι γεμίζει από ευτυχισμένα παιδάκια. Τρώνε γλυκά και χαζεύουν τα παιχνίδια. Η Δέσποινα και ή Ντόρα και οι φί­λες τους, με το παιδικό τους ένστικτο, καταλαβαί­νουν αμέσως τις επιθυμίες τους και προσπαθούν να τα ευχαριστήσουν.
************************
31 Δεκέμβρη 1941
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Κλείσαμε αργά το γραφείο της οδού Βύρωνος και κίνησα πια για το σπίτι Προχωρούσα μέσα στην παγωμένη νύχτα. Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Που και που ακούονταν κάτι σαν κλάμα, σαν παράπονο. Φανταζόμουνα σκελε­τωμένα χέρια να τεντώνονται ζητώντας κάτι, πού ήμουνα σε απόλυτη αδυναμία να τους δώσω. Ούτε ή πιο μηδαμινή ελπίδα μπορεί να εισχώρηση. Οι γερμανοί θριαμβεύουν παντού. Κ’ αυτή ή πεί­να, σαν ομαδική εξόντωση της φυλής, μας σκοτώ­νει όλους μας.
Βιαζόμουν να φτάσω. Μα ο φακός μου είχε χαλάσει και όλο και μπερδευόμουνα σε ανύποπτα εμπόδια… σ’ ένα λάκκο… σ’ ένα κορμό ξυλιασμένου δέντρου…
(1) Την κίνηση αυτή την ονομάσαμε “Ζωή στο παιδί”
...................
από το βιβλίο – ημερολόγιο : “Φύλλα Κατοχής” της Ιωάννας Τσάτσου, εκδόσεις Εστίας
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ο Άγιος Βασίλειος (από ένα παλιό αναγνωστικό)

Είναι παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τά παι­διά είναι όλο χαρά. Φτάνει ό Αγιος Βασίλης, ό γελαστός παππούς με τό σκουφί καί με την παράξενη φορεσιά. Έρχεται καταφορτωμένος. Όλόκληρο σακί έχει στή ράχη του. Καί τί δεν έχει μέσα στό σακί! Σφυρίχτρες, στρατιω­τάκια, κούκλες μεγάλες, κούκλες μικρές, ποδηλατάκια. Γιά κάθε παιδί έχει κι ένα δώρο. Γι’ αυτό καί τά παιδιά τόν περιμένουν καί τόν τρανουδούν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
Αγιος Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία.
Βαστά εικόνα καί χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι…»

Όλοι   οί   δρόμοι   είναι   γεμάτοι   κόσμο. Παιδιά με τρομπέτες, μέ μπαλόνια, μέ ποδηλαντάκια, μέ κούκλες, μέ ό,τι νά πεις, γυρίζουν, χαρούμενα. Όπου κι αν γυρίσεις τά μάτια, βλέπεις κόσμο.  Τά μαγαζιά γεμάτα. “Αλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν. Οί καταστηματάρ­χες δεν προφταίνουν νά πουλούν.
— Χρόνια πολλά, Λεωνίδα! Ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος!
— Καλή χρονιά, Νικολάκη!
Οί χαιρετισμοί κι οί ευχές δίνουν καί παίρ­νουν. Όλοι είναι χαρούμενοι, πού ήρθε ή μεγάλη αυτή γιορτή.
Στό σπίτι ή μητέρα έχει ετοιμάσει τή βασι­λόπιτα. Όταν όλοι μαζευτούν στό τραπέζι, ό παππούς θά τήν κόψει σέ κομμάτια. Θά κάνει πρώτα τό σταυρό του, θά πει «χρόνια πολλά» καί θά τή μοιράσει.
Ένα κομμάτι γιά τό Χριστό, ένα γιά τόν Άγιο-Βασίλη, τρίτο γιά τόν εαυτό του, ένα γιά τόν πατέρα, ένα γιά τή μητέρα. Ώς καί γιά τόν ξενιτεμένο αδερφό θά κόψει κομμάτι ό παππούς.
Μά ποιος θά είναι ό τυχερός, νά βρει τό φλουρί, πού είναι στή βασιλόπιτα; Ή Κούλα κι ό Παντελάκης όλο γι’ αυτό συζητούν .
βασιλοπιτα

Ό καινούριος χρόνος
1 Ιανουαρίου γράφει τό ημερολόγιο. Ό χρόνος αλλάζει. Ό παλιός φεύγει. Έρχεται ό καινούριος. Ό παλιός δε γυρίζει πιά. Όπως δέν ξαναγυρίζει τό νερό, πού τρέχει άπό τή βρύση. Ό παππούς γίνεται πιό μεγάλος ένα χρόνο. Ό πατέρας, ή μητέρα, ό Παντελάκης, ή Κούλα, όλοι μεγαλώνουμε ένα χρόνο ακόμη.
Χρόνια πολλά παππού! εύχονται τά παι­δάκια στον παππού τους καί του φιλούν τό χέ­ρι.
Χρόνια πολλά παιδάκια μου! Καλός κι ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος, τους εύχεται κι εκείνος καί τά χαϊδεύει τρυφερά.
Μά όταν μείνει μονός ό παππούς, σκέφτε­ται. Σκέφτεται πώς ήταν κι αυτός σάν τόν Παντελάκη καί σάν τήν Κούλα. Καί χρόνο μέ τό χρόνο έγιναν τά μαλλιά του βαμπάκι. Καί τήν ώρα εκείνη θυμάται κάποιο τραγούδι:
Ό Άι-Βασίλης έρχεται
με γέλια καί μέ δώρα,
καινούριος χρόνος έφτασε
μ’ ελπίδες καί χαρά.
.
Ό άλλος χρόνος γέρασε
καί φεύγει μακριά μας,
σάν όνειρο έπέρασε
μέ τήν Πρωτοχρονιά.
.
Ό Άι-Βασίλης έρχεται,
καινούριος χρόνος έφτασε.
Ό άλλος χρόνος γέρασε,
σάν όνειρο έπέρασε.
.
Όλοι μαζί πάλι,παιδιά,
ήρθ’ ή χρυσή, καλή χρονιά.
Γιορτάστε τήν Πρωτοχρονιά
μέ μιά καρδιά καί μέ χαρά.

Παλιό Αναγνωστικό Β Δημοτικού , Αθήνα 1979
ΑΙ -βΑΣΊΛΗς
Ελάτε στο τραπέζι μας απόψε,
για τή χαρά νά κάμωμε μια θέσι.
 Τήν πίττα μας, πατέρα, τώρα κόψε,
νά ίδούμε το φλουρί σε ποιόν θα πέση.
.
Κι ας μένη έτσι στρωμένο απόψε, άς μένη
κι ή σόμπα μας άς καίη εκεί στο πλάι
Άπόψε με τήν κάπα χιονισμένη
Θά ‘ρθη κι ό “Αι-Βασίλης για νά φάη.

Παλιό Αναγνωστικό Δ Δημοτικού

για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

“Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…” (παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

Του αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.
Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.
Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου, με τη Δεσπούλα να συμμετέχει στο έργο του Φωτίου.
Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου,
με τη Δεσπούλα να συμμετέχει και να πρωταγωνιστεί στο έργο του Φωτίου (περ. 1930).
Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….
Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη (1932). Μαρία και Δεσπούλα. Η λατρεμένη σύντροφος και η πολυαγαπημένη κόρη του Φωτίου εμπνέουν και απεικονίζονται πολύ συχνά από τον ζωγράφο
*********
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….

Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.

Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.

Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.

Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Η οικογένεια του ζωγράφου.
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».

Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».

Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.

Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.

Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.

Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».

Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 

Πηγή κειμένου:Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου   impantokratoros   /το διάβασα στο Αβέρωφ, εικόνες από : https://ardalion.wordpress.com/2009/06/02/despo/

antexoume
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki