Saturday 23 May 2015

Το παιδί σου δεν είναι χταπόδι να το κοπανάς

Πάνω που άνοιγα την μπύρα νούμερο 3 ακούω έναν παράξενο θόρυβο, κάτι σαν κλάμα ανακατεμένο με ουρλιαχτό φρίκης. Πάγωσε το αίμα μου, παίδες.
- Τι γίνεται, ρε συ; Πεθαίνει κανείς;
Ο δικός μου δεν έδειχνε σημάδια ταραχής. Κατέβαζε την μπυρίτσα του ωραία ωραία. Ή πολύ cool ήταν ή κουφός 97%.
- Μην ανησυχείς. Κάθε μέρα αυτά έχουμε.
- Τι εννοείς; Κάθε μέρα κάποιος ουρλιάζει σπαρακτικά στην πολυκατοικία;
- Ναι, ρε γαμώτο…
- Τι θα πει "ναι, ρε γαμώτο"; Ποιος μένει σ΄ αυτήν την πολυκατοικία και χτυπιέται έτσι; Οι Τρωάδες;
- Είναι ένας μαλάκας, μωρέ, στον δεύτερο που κάνει συνέχεια σκηνικά.
- Δηλαδή; Τι σκηνικά; επέμενα γαϊδουρινά εγώ γιατί εν τω μεταξύ το ουρλιαχτό δυνάμωνε και ακουγόταν επικίνδυνα παιδικό.
- Ε, πλακώνεται με τον γιο του, βρίζεται με τη γυναίκα του, τα γνωστά.
- Τα γνωστά;! Ποια γνωστά;!
- Είναι περίεργη φάση, ρε παιδάκι μου, τι να σου λέω τώρα… Δεν μιλιέται με κανέναν στην πολυκατοικία. Τώρα τον απολύσανε κιόλας και το ‘χασε τελείως. Του λες καλημέρα και μουγκρίζει.
- Πόσο χρονών είναι ο γιος του; φώναξα αγχωμένη.
- Ξέρω ‘γω; Εφτά- οχτώ.
Πετάχτηκα πάνω. Μου ‘ρχόταν να τον αρπάξω και να τον πλακώσω στα χαστούκια (χωρίς πλάκα, παίδες. Αυτό μου ερχότανε. Η βία είναι μεταδοτική)
- Ουρλιάζει ένα παιδάκι εφτά χρονών και συ μου λες «πλακώνεται με τον γιο του»;
- Τι να σου πω;
- Πλακώνει τον γιο του. Ενεργητική φωνή. Το εφτάχρονο δεν μπορεί να ρίξει φάπες. Μόνο να τις φάει μπορεί.
- Εντάξει, πλακώνει. Ηρέμησε, τώρα. Πιες την μπύρα σου.
- Να πιω την μπύρα μου; Ποια μπύρα μου, ρε; Αυτός μπορεί να το σκοτώσει.
- Αν τα άκουγες κι εσύ κάθε μέρα δεν θα ‘κανες έτσι. Εμείς το 'χουμε φάει στη μάπα. Το συνηθίσαμε.
- Το συνηθίσατε;;;!!! Σοβαρολογείς; Το εφτάχρονο το ρωτήσατε αν το συνήθισε; Και η μάνα του τι κάνει;
- Τις τρώει κι αυτή, μάλλον. Όλο με το μαλλί στα μούτρα κυκλοφορεί και το γυαλί της Τζάκι Ο.
- Κι εσείς κάθεστε και τα ακούτε όλα αυτά χωρίς να κάνετε τίποτα;!
- Τι να κάνουμε δηλαδή;
Αυτό που μου πάγωσε το αίμα, παίδες μου αγαπημένοι, ήταν ότι η απορία του παρατρίχα καλού μου ήταν εκατό τα εκατό γνήσια. Πραγματικά απορούσε που είχα σηκωθεί κι έκανα βόλτες στο δωμάτιο σαν ταύρος έτοιμος να βγει στην αρένα. Μόνο εγώ άκουγα ένα παιδάκι να τσακίζεται στο ξύλο αλύπητα δέκα μέτρα μακριά μου. Αυτός άκουγε μια ταραχώδη οικογενειακή υπόθεση. Πήγα προς την πόρτα.
- Πώς λέγεται αυτός ο μαλάκας; ρώτησα βγαίνοντας.
- Κοντόπουλος, γιατί;
- Τι γιατί; Θα πάω να τον κράξω. Κι αν δεν σταματήσει θα φέρω την αστυνομία.
Σηκώθηκε. Έτρεξε και με άρπαξε από το μπράτσο.
- Πας καλά, ρε; Σε παρακαλώ. Τι δουλειά έχεις εσύ να μπερδευτείς στα οικογενειακά τους; Θες να βρούμε τον μπελά μας;
Πήρα το κινητό μου, φώναξα την αστυνομία και μετά βρόντηξα την πόρτα κι έφυγα χωρίς να μπω στον κόπο να του απαντήσω.
Γιατί αυτός είναι ο Έλλην, παίδες μου αγαπημένοι. Δε πα να χαλάει ο κόσμος δίπλα του, αυτός είναι διακριτικότατος. Γιατί να μπερδευτεί εκεί που δεν τον σπέρνουν; Για να βρει κάνα μπελά; Αν βέβαια ο διπλανός είχε μια συκιά στην αυλή του και τα σύκα έπεφταν και λέρωναν το πεζοδρόμιό του, θα σήκωνε τον κώλο του απ΄ τον καναπέ και θα του ‘χωνε μια μήνυση απαιτώντας να την κόψει τη βρωμοσυκιά του που βρωμίζει την πρόσοψή του. Αν όμως ακούσει κάποιον οικογενειάρχη να βαράει την οικογένειά του, απλώς ανεβάζει τον ήχο στην τηλεόραση και περιμένει στο δελτίο των οχτώ να μάθει αν το σκότωσε τελικά το παιδάκι του ο μαλάκας ή αντέχει ακόμα. Αν το σκότωσε, θα ανοίξει την πόρτα στο τηλεοπτικό συνεργείο που θα σπεύσει στον τόπο του εγκλήματος και θα δηλώσει περίλυπος «Όλη η γειτονιά πέφτει απ’ τα σύννεφα. Τι να σας πω… Δεν είχαμε ιδέα. Δεν είχε δώσει δικαιώματα.».

Υ.Γ.: Περίμενα μία ώρα κι ένα τέταρτο κάτω από την πολυκατοικία για να δω τι θα γίνει. Η αστυνομία δεν ήρθε. Κι αυτή είναι διακριτική, δεν θέλει να ανακατεύεται στα οικογενειακά μας.

ολόκληρο το άρθρο εδώ: protagon

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki