Sunday 10 May 2020

Στη Γιορτή σου, σήμερα, Μανούλα, μερικά λογάκια θέλω να σου πω ...

... και, σε παρακαλώ, προσεκτικά να τα ακούσεις.
Η Μάνα με το παιδί - Έργον Θεόφιλου
— Ποτέ, ποτέ να μην ξεχνάς ότι σε αγαπάω
πολύ, πάρα πολύ...
— Να μην το ξεχνάς και όταν ακόμα κάνω φασαρία,
και όταν σε κουράζω με τα καμώματά μου...
— Να μην ξεχνάς, όταν με μαλώνεις,
τις ημέρες εκείνες και τους μήνες
που ήμουνα μωράκι αδύναμο
και πόσο τρυφερά με κρατούσες...

— Να μην ξεχνάς ότι γέννησες έναν ΑΝΘΡΩΠΟ,
διαφορετικό από σένα
— Να μην ξεχνάς ότι έφερες στον κόσμο
μια μοναδική και ανεπανάληπτη ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ,
ότι έχω το δικό μου κόσμο, τη δική μου ψυχολογία,
ότι δεν μπορώ να μπω στον κόσμο σου,
ότι ΕΣΥ πρέπει να μπεις με ΑΓΑΠΗ 

στον δικό μου κόσμο,
να τον καταλάβεις,
μάλλον, να τον ξαναθυμηθείς...
το έχω ανάγκη αυτό, μεγάλη ανάγκη...

— Να μην ξεχνάς ότι δεν είμαι στο σπίτι μας
για να το διακοσμώ, 

δεν είμαι για τον καναπέ εγώ.
— Δεν είναι καλό, Μανούλα, όταν κάνω αταξίες,
να λες ότι μοιάζω του Μπαμπάκα...
— Δεν είναι καλό να με χτυπάς, να μου φωνάζεις δυνατά,
να λες ότι είμαι παλιόπαιδο, ότι δε με ανέχεσαι πια...
— Φοβάμαι, Μανούλα, όταν τα κάνεις αυτά,
φοβάμαι ότι δεν με αγαπάς, και
ότι θα με εγκαταλείψεις... .

— Να μην ξεχνάς, αν αποφάσισες να με φέρεις στον κόσμο
και μόνη σου να με μεγαλώσεις, ότι πρέπει να τιμήσεις
την επιλογή σου αυτή,
ότι δε φταίω εγώ
που διπλά και τρίδιπλα κουράζεσαι.

— ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ ΜΑΝΟΥΛΑ, ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ

Το παιδί σου
πρώτη ανάρτηση: Χαμομηλάκι

«Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει. Χαμογελούσε μόνο»

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
1905. Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη μητέρα του Μαρία,
ανάμεσα στις αδελφές του Αναστασία και Ελένη, στο Ηράκλειο.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.


Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.


Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της
από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.


Νίκος Καζαντζάκης ( «Αναφορά στον Γκρέκο», απόσπασμα)

palmografos.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Α ρε Μαμά... / La mamma - Charles Aznavour

Τις πόρτες άνοιγες στο φως
να μπει ο ήλιος κι ο Θεός
να μας φυλάει

ΜΟΥΣΙΚΗ Charles Aznavour
ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΣΤΙΧΟΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
VIDEO MONTAZ IOCASTIS

youtube
Έβαζες ψεύτικες φωνές,
γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί
Α ρε μαμά
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή
με ένα πιάτο και μια ευχή
Τότε με κράταγες σφιχτά
τώρα κοιτάς από μακριά
Μέσα απ'τα δόντια να μιλάς,
σ'ακούω σαν τώρα
"μη με σκας, δε θα σε ανεχτεί κανείς,
θα πας χαμένος, θα το δεις"
Α ρε μαμά, α ρε μαμά

Ύστερα λόγια στο χαρτί
"συγνώμη, σ'αγαπώ πολύ, είμαι εδώ"
Α ρε μαμά
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ
το δίσκο με το Ave Maria
Ave Maria
Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή

Τις πόρτες άνοιγες στο φως
να μπει ο ήλιος κι ο Θεός
να μας φυλάει
Α ρε μαμά
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά
κι ανάμεσα απ' τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού,
το λύκο και την αλεπού
Και όταν γύριζα αργά
"θα σου τα πάρω τα κλειδιά,
θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές,
θα με πεθάνεις, αυτό θες;"
Α ρε μαμά, α ρε μαμά

Ύστερα λόγια στο χαρτί
"συγνώμη,σ'αγαπώ πολύ,είμαι εδώ"
Α ρε μαμά
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ
το δίσκο με το Ave Maria
Ave Maria
Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή

Μαμά
Πού πας
Πού πας
Μαμά,μαμά
Πού πας
youtube
Ils sont venus,
Il sont tous là,
Dès qu'ils ont entendu ce cri,
Elle va mourir la mamma,
Ils sont venus,
Ils sont tous là,
Y'a même Georgio,
Le fils maudit,
Avec des présents plein les bras.


Lyrics to La Mamma
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki