Η έντονη ανησυχία των γονιών για το ενδεχόμενο υιοθέτησης μελλοντικών συμπεριφορών υπερβολικής χρήσης από τα παιδιά, ύστερα από την «αναγκαστική» σχεδόν καθολική χρήση του Διαδικτύου λόγω των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, αποτυπώνεται στην νέα έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ.

Οι γονείς εκφράζουν την αγωνία τους για το πώς θα επανέλθει η ισορροπία μεταξύ της offline και της online ζωής των παιδιών την επόμενη μέρα, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που δηλώνουν ότι εξαιτίας της πολύωρης χρήσης - ειδικά κατά τη διάρκεια των lockdown - τα παιδιά έγιναν πιο νευρικά, παρουσιάζουν σωματικά συμπτώματα όπως πονοκεφάλους και πόνο στα μάτια ενώ απέκτησαν καινούριες διαδικτυακές συνήθειες όπως συνομιλία με άλλους χρήστες οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα γνωστοί τους στην πραγματική ζωή, ενασχόληση με το online gaming και με κοινωνικά δίκτυα.

Πολλοί γονείς πάντως υπογραμμίζουν και την εξοικείωση που παρατηρούν να έχουν πλέον τα παιδιά τους με τον ψηφιακό κόσμο.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά κατά τους μήνες Νοέμβριο-Ιανουάριο 2020-2021 και συμμετείχαν σε αυτήν 1750 γονείς. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες (84%) κατά 56% ηλικίας από 40-49 ετών και ακολουθούν κατά 31% οι συμμετέχοντες ηλικίας από 30-39 ετών. Η ηλικία των παιδιών των συμμετεχόντων κατά 40% είναι από 9 εως 12 ετών και ακολουθεί με ποσοστό 23% η ηλικιακή ομάδα παιδιών από 6-8 ετών. Το φύλο των παιδιών είναι κατά 54% αγόρι και κατά 46% κορίτσι. Το 66% των συμμετεχόντων δηλώνει πολυετή εμπειρία (πάνω από 10 χρόνια) χρήσης του διαδικτύου, η πλειοψηφία (60%) είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και διαμένει σε πόλη (69%).

Η βασική αγωνία των γονιών, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, είναι κατά 69% ο βαθμός επηρεασμού των παιδιών από το διαδικτυακό περιεχόμενο στο οποίο εκτίθενται και αμέσως μετά ακολουθεί κατά 64% ο χρόνος τον οποίο δαπανούν στο διαδίκτυο. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η διαδικτυακή φήμη του παιδιού δεν είναι από τα θέματα που απασχολούν ιδιαίτερα τους γονείς- μόνο το 10% ανησυχεί για αυτό το ζήτημα- και μόνο το 32% των ερωτηθέντων ανησυχεί αν το παιδί έχει επαφή με αγνώστους κατά τη διαδικτυακή του ενασχόληση.

Η ηλικία έναρξης ενασχόλησης με το Διαδίκτυο κατά 38% είναι πλέον τα 6-8 έτη, κατά 30,8% τα 9-11 έτη και κατά 21% τα 3-5 έτη ενώ προφίλ σε κοινωνικό δίκτυο σύμφωνα με τη δήλωση της πλειοψηφίας των γονιών που συμμετείχαν στην έρευνα είναι στην ηλικία των 11-13 ετών.

Οι γονείς κατά 49% δηλώνουν ότι εν μέρει έχουν τον έλεγχο της διαδικτυακής δραστηριότητας του παιδιού. Τον απόλυτο έλεγχο δηλώνει ότι έχει το 35% και κανέναν έλεγχο το 13%. Το 11% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δε γνωρίζει με ποιους συνομιλεί το παιδί του στο Διαδίκτυο. Το 56% των ερωτηθέντων απάντησε ότι συζητά πολύ συχνά με το παιδί για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου, το 29% πολύ συχνά και από σπάνια έως καθόλου το 16%. Όρια σχετικά με το χρόνο που μπορεί το παιδί να δαπανήσει σε καθημερινή βάση στο διαδίκτυο δηλώνει ότι βάζει το 81% των ερωτηθέντων. Το 54% των ερωτηθέντων μάλιστα δηλώνει ότι έχει επαρκείς γνώσεις για να μάθει στο παιδί να προστατεύεται στο διαδίκτυο και μόνο το 24% ενημερώνεται σπάνια για τους κινδύνους του ψηφιακού κόσμου.

Εργαλεία γονικού ελέγχου σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά χρησιμοποιεί το 48% των ερωτηθέντων ενώ ένα 18% δηλώνει ότι θα ήθελε αλλά δε γνωρίζει πως να τα χρησιμοποιεί.

Από την άλλη πλευρά περίπου οι μισοί γονείς δεν είναι ενημερωμένοι για τη σήμανση ηλικιακής διαβάθμισης PEGI και το 72% δεν αναγνωρίζει τι σηματοδοτούν τα σύμβολα περιεχομένου PEGI. Παρόλα αυτά, σχεδόν το σύνολο των ερωτηθέντων θεωρεί ότι αυτές οι σημάνσεις είναι ένα εργαλείο στα χέρια των γονιών και θα ήθελε να γνωρίζει εκ των προτέρων τι πιθανώς επιβλαβές περιεχόμενο περιέχεται στο οπτικοακουστικό υλικό που θα δει το παιδί. Πάντως μόνο το 2% των ερωτηθέντων έχει εισάγει κριτική για ηλικιακή σήμανση ή σήμανση επιβλαβούς περιεχομένου σε δημόσιες βάσεις δεδομένων.

Από την ανάλυση συσχετίσεων προκύπτει ότι όσοι απαντούν ότι έχουν εγκαταστήσει εργαλεία γονικού ελέγχου απαντούν συχνότερα ότι έχουν τον έλεγχο της διαδικτυακής δραστηριότητας του παιδιού και ότι διαθέτουν επαρκείς γνώσεις για τους κινδύνους του ψηφιακού κόσμου. Επίσης, όσο περισσότερο συζητάνε οι γονείς για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου με τα παιδιά, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη απολαμβάνουν από τα παιδιά για το συγκεκριμένο θέμα.