Sunday 28 October 2007

Οδυσσέας Ελύτης — Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ 
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ

ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο, προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες.
Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα,να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους.
Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα.
Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. 
Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον.
Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη.
Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά - μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει.
Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανασηκώσει το μαύρο του πανί, να τον φτύσει κατάμουτρα.
Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου.
Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση πού 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν.
Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα.
Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.

Σοκολατένια κρέμα για τα χαμομηλάκια μας και όχι μόνο!!

Χρόνος προετοιμασίας: 15΄
Χρόνος παγώματος: 10΄  


Υλικά (για 10 μερίδες):
500 γρ. γάλα
120 γρ. ζάχαρη
50 γρ. κακάο
20 γρ. κορν φλάουρ
300 γρ. κουβερτούρα 55% κακάο, τεμαχισμένη σε μικρά κομμάτια



Διαδικασία:
  • Ρίχνουμε το γάλα και το κακάο σε μία κατσαρόλα και τη βάζουμε στη φωτιά.
  • Ανακατεύουμε τη ζάχαρη και το κορν φλάουρ με 1 φλιτζανάκι του καφέ νερό. 
  • Προτού πάρει βράση το γάλα αδειάζουμε το μείγμα ζάχαρης - κορν φλάουρ στην κατσαρόλα και ανακατεύουμε πολύ καλά με μια κουτάλα.
  • Προσθέτουμε την τεμαχισμένη κουβερτούρα, αποσύρουμε αμέσως από τη φωτιά και ανακατεύουμε συνεχώς έως ότου η κουβερτούρα λιώσει. 
  • Αδειάζουμε την κρέμα σε ένα ανοξείδωτο μεταλλικό μπολ, το τοποθετούμε πάνω σε ένα μεγαλύτερο με παγάκια και ανακατεύουμε συνεχώς έως ότου κρυώσει. 
  • Με αυτόν τον τρόπο η κρέμα αποκτά βελούδινη, λεία και γυαλιστερή υφή και δεν «πιάνει» κρούστα. 
  • Μοιράζουμε την κρέμα σε ατομικά μπολ. 

Από το Στέλιο Παρλιάρο
Φωτογραφία: Άλκης Καλούδης

Αέερααααα...

Χρόνια Πολλάαα χαμομηλάκιααα
και πάντα Λεύτεραααα...
Ποτέ μα ποτέ να μη ζήσουμε πόλεμο
Στης ζωής τον αγώνα Όχιιιι και Aέεραααα να λέμε,
Aέεεραααα...
και με όπλο την Αγάπη για κάθε Καλό και Όμορφο
νικητές και τροπαιούχοι να βγαίνουμε...

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki