Thursday 1 May 2014

Ελεγεία σε μια ματωμένη Πρωτομαγιά - Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου

Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου
Πρωτομαγιά των λουλουδιών
Από την αρχαιότητα πολλοί λαοί γιόρταζαν το μήνα Μάιο με τελετές που συνδέονταν με την ευφορία των αγρών, την ανθοφορία και το φτάσιμο της άνοιξης. Έθιμα που διασώζει η Λαογραφία ή επιβιώνουν έως την εποχή μας δείχνουν ότι στη λαϊκή αντίληψη ο μήνας Μάιος συμβόλιζε τη νίκη του καλοκαιριού κατά του χειμώνα, την αναγέννηση και τελικά την επικράτηση της ζωής επί του θανάτου.
Η εργατική Πρωτομαγιά
Η διεθνής ιστορική συγκυρία, με το πέρασμα των χρόνων, έδωσε και μια άλλη διάσταση στην πρώτη μέρα του Μάη, καθώς η ημέρα αυτή συνδέθηκε με εργατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες.
Πρωτομαγιά του 1886: Στις ΗΠΑ 700.000 εργαζόμενοι κήρυξαν γενική απεργία. Βασικό αίτημα το 8ωρο εργασίας, 8ωρο μόρφωσης και ψυχαγωγίας και 8ωρο ύπνου. 100.000 απεργοί εργάτες διαδήλωναν στο Σικάγο, όταν δέχτηκαν την αστυνομική βία: ο απολογισμός φρικτός. Η πλατεία Haymarket στο Σικάγο βάφτηκε στο αίμα, ενώ πολλές ήταν οι συλλήψεις και εκτελέσεις. Ήταν η πρώτη ματωμένη Πρωτομαγιά. Το 1890 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Πρωτομαγιά ως ημέρα αφιερωμένη στις εργατικές διεκδικήσεις. Την πρωτομαγιά του 1891 η απεργία των υφαντουργών στη Γαλλία σημαδεύτηκε με ταραχές και νεκρούς διαδηλωτές. Τα επόμενα χρόνια οι εκδηλώσεις για την Πρωτομαγιά γίνονταν εκτός ωρών εργασίας στην αρχή, ενώ πολύ αργότερα καθιερώθηκε αργία για την ημέρα αυτή.

Η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
  • Η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην Ελλάδα έγινε το 1892 από το Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Καλλέργη.
  • Το 1894, στην αντίστοιχη συγκέντρωση, γίνονται πολλές συλλήψεις, ακόμα και του σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη.
  • Το 1922, όταν πια μεγάλες μάζες εργατών έχουν συγκεντρωθεί στην Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στον Πειραιά, στον Ηλεκτρικό.
  • Το 1924 απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις, υπήρξε 1 νεκρός εργάτης και 12 τραυματίες, αλλά η Πρωτομαγιά τελικά γιορτάστηκε με ομιλία στην πλατεία Κοτζιά, μπροστά στο Δημαρχείο.
  • Το 1929 η κυβέρνηση Βενιζέλου έχοντας ψηφίσει το «Ιδιώνυμο» προχώρησε σε 400 συλλήψεις, κατάληψη γραφείων εργατικών συνδικάτων και κατασχέσεις εφημερίδας.

Η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936
Το Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη μια αρχική απεργία των καπνεργατών πήρε διαστάσεις και έγινε πανεργατική. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα. Ο Ι. Μεταξάς σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό.
9 Μάη: στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης. Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300. Στο σημείο της συμπλοκής θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη. Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί.


Την επόμενη μέρα ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη φωτογραφία
με τη μάνα που θρηνεί το νεκρό παλικάρι, ενώ γύρω της
απλώνεται μια απέραντη ερημιά.

Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος
Πρωτομαγιά του 1909 ήρθε στον κόσμο, στη Μονεμβασιά, ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο ραψωδός κάθε ματωμένης Πρωτομαγιάς στον τόπο μας και στον κόσμο. Ο ποιητής ο πραγματικά λαϊκός, ο «στρατευμένος» στα βάσανα και στις έγνοιες του απλού ανθρώπου. Απλός και ανθρώπινος, και ο ίδιος, στάθηκε ανυπότακτος σε ό,τι θεωρούσε αδικία, βαρβαρότητα ή ευτέλεια, ασυμβίβαστος σε ό,τι ήταν το όραμά του και το κοινωνικό πιστεύω του. Ένας άλλος μεγάλος ποιητής μας, ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από τις συνθέσεις του Ρίτσου, θα αναγνωρίσει την αξία του λέγοντας:

«…Γλήγορο αργοφλοίσβιμα της γαλάζιας πλάσης
να παραμερίσουμε για να περάσεις…».

10 Μάη του ’36, ο Ρίτσος βλέπει στην εφημερίδα τη φωτογραφία της τραγικής μάνας, διαβάζει τις περιγραφές των αιματηρών συγκρούσεων και συγκλονίζεται. Όπως θα γράψει αργότερα, κλείστηκε στη σοφίτα του και κλαίγοντας σαν παιδί θα συνθέσει τον «Επιτάφιο». 11 Μάη, το ποίημα δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» και την ίδια ώρα εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα, ρεκόρ για την εποχή.Τόσο γρήγορα εξαντλήθηκε το βιβλίο που η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν βρήκε παρά μόνο 250 αντίτυπα, τα οποία καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Ο «Επιτάφιος»
Όπως θα πει και ο ίδιος ο ποιητής, ήταν προετοιμασμένος, εξοπλισμένος για τη σύνθεση αυτή από τα παιδικά του χρόνια. «Ήταν έτοιμος ο λαϊκός στίχος, ο δεκαπεντασύλλαβος, από το κρητικό θέατρο, την Ερωφίλη και τον Ερωτόκριτο και από του Σολωμού τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Ο «Επιτάφιος», μια σύνθεση από 20 τραγούδια (ποιήματα), από 8 ομοιοκατάληκτα δίστιχα το καθένα και 9 δίστιχα, τα δύο τελευταία, από πολλούς θεωρήθηκε συνέχεια του δημοτικού μας τραγουδιού και του ρεμπέτικου. Σε πρώτο πλάνο ο ανθρώπινος πόνος, η πανανθρώπινη Μάνα, η χήρα και φτωχιά που θρηνεί τον μονάκριβό της και μαζί της και ο ποιητής συμπάσχει, διαμαρτύρεται για την ανεπίτρεπτη επέμβαση στη ζωή των απλών, απροστάτευτων ανθρώπων.

Ο Θάνατος (Η συνειδητοποίηση από τη Μάνα)
(Λόγια, τρόποι, κινήσεις που παραπέμπουν στο Δημοτικό τραγούδι ή σε μανιάτικο μοιρολόι)
«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου,
καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής,
ανθέ της ερημιάς μου…
Πού πέταξε τ' αγόρι μου,
πού πήγε, πού μ' αφήνει
χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς
τα που πικρά σου λέω…»
Το νεκρό σώμα: (ο έπαινος προς το νεκρό)
«… Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν…»
Ο Θρήνος
«…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
 άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

 στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
 άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά΄δειχνες ένα ένα
Τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

 Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκια
 τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.

 Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μας
 και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας…»
Η Ύβρις
(Η κορυφαία στιγμή της οργής, καθώς η Μάνα στρέφεται προς το Θεό)
«…Ω Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν ήσουν δίκιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμεί ταγίζουμε ζωή στο χέρι : περιστέρι,
κ' εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι…»
Ο μετασχηματισμός - η Ανάσταση
«…Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει

Και δες, μ΄ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω,
Μα, γιόκα μου, απ΄το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου,
Κι εγώ τραβάω στ΄αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
Το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Γιε μου, στ΄αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
Σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου…»
Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου και η μελοποίησή του
Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ένα λαϊκό μοιρολόι. Ο 15σύλλαβος του δημοτικού μας τραγουδιού, άρτιος και εδώ, οι λέξεις απλές, πολύπαθες, δοκιμασμένες από τα άμεσα βιώματα του ποιητή, υπηρετούν το μοιρολόι της μάνας. Ο Ρίτσος ταυτίζεται με τον πόνο της μάνας, περνά μέσα από εξάρσεις και ταλαντώσεις υποκειμενικού πόνου σε μια αντικειμενικοποίηση: πίσω από τη μάνα που θρηνεί το μοναχογιό της υπάρχει η Πανανθρώπινη Μάνα, η αιώνια θλιμμένη για τα πάθη του Λαού. Ανασύροντας ο ποιητής στην επιφάνεια καταγραμμένες και επεξεργασμένες ήδη συλλογικές μνήμες, ανυψώνει το μοιρολόι της μάνας σε ισχυρή κατάφαση ζωής, αλλά και σε μανιφέστο ταξικής συνειδητοποίησης και μοχλό ταξικής πάλης.
Ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης
Ο Μίκης Θεοδωράκης σπούδαζε στο Κονσερβατόριο στο Παρίσι, όταν το 1958 έλαβε από το Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο», στην οριστική του μορφή, με τα 162 δίστιχα, όπως υπήρχαν στη δεύτερη έκδοση που είχε γίνει λίγο πριν, το Δεκέμβρη του 1956. Η πνευματική και ιδιαίτερα η μουσική ζωή στο Παρίσι τον έχει απογοητεύσει και ο θρύλος της δυτικής μουσικής έχει διαλυθεί γι’ αυτόν. Στόχος του, όπως λέει, ήταν να δημιουργήσει «μουσικές τοιχογραφίες», που να τις νιώθει ο λαός, να τις λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του.


Ο «Επιτάφιος» συγκλονίζει το Θεοδωράκη με τη στιχουργική του δύναμη, με τη μεγαλόπνοη πνοή του, με την ισχυρή κατάφαση ζωής και την αναμέτρηση με το θάνατο, ενάντια στη λήθη. Μελοποίησε αμέσως 8 από τα ποιήματα και έστειλε από ένα αντίγραφο στο Ρίτσο, στο Χατζιδάκι και στο Βύρωνα Σάμιο, γιατρό και προσωπικό του φίλο. Η πρώτη ηχογράφηση έγινε τον Αύγουστο του 1960, με το Χατζιδάκι στην ενορχήστρωση και διεύθυνση, με ορχήστρα ελαφράς μουσικής και με ερμηνεύτρια που είχε επιλέξει ο ίδιος, τη Νάνα Μούσχουρη. Ο Μίκης δεν έμεινε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα: «ήταν ωραίο ελληνικό τραγούδι, αλλά προς το ελαφρό… Εγώ όμως ήθελα να πάρω τη ρίζα και η ρίζα για μένα ήταν το λαϊκό τραγούδι μαζί με τους εκφραστές του, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγουδιστή. Αυτό ήταν μια πρόκληση και προς την Αριστερά και προς την ιντελιγκέντσια της εποχής…». Με αμηχανία είχε αντιμετωπίσει αυτή την εκτέλεση και ο ποιητής Ρίτσος, που κάπως αλλιώς είχε φανταστεί τη μελοποίηση του έργου του.

Ο Μίκης ήθελε μια καθαρά λαϊκή φωνή, που να γίνει η συνισταμένη των φωνών όλων των ανθρώπων, στο γιαπί, στο δρόμο, στην αγορά, στο Πανεπιστήμιο. Αγνοώντας τις αντιδράσεις της δισκογραφικής εταιρίας Columbia που δε συμφωνούσε με την επιλογή του Μπιθικώτση, ο Μίκης τον επιλέγει ως τραγουδιστή, αρχίζουν με εντατικό ρυθμό τις πρόβες και με την τεράστια συμβολή του Μανώλη Χιώτη, προκύπτει ένα έργο καταπληκτικό: Μακριά από το λυρισμό της Χατζιδακικής εκδοχής και την αβρή εκτέλεση της Μούσχουρη, αποδίδεται με μοναδική λεβεντιά και παλικαριά ο σπαραγμός της μάνας μπροστά στην άδικη δολοφονία του μοναχογιού, ο πόνος μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός, που μετατρέπεται όμως σε ισχυρή κατάφαση ζωής, σε έλλειψη ηττοπάθειας και σε προσκλητήριο αγώνα και κοινής δράσης. Η δεύτερη αυτή ηχογράφηση έγινε το Σεπτέμβρη του 1960, με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και με το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Σε παράσταση στο θέατρο «Ακροπόλ» παρουσιάστηκαν και οι δυο εκτελέσεις, πρώτα του Χατζιδάκι και μετά του Θεοδωράκη. Ο καθένας τους προλόγισε και επιχειρηματολόγησε για τη δική του εκδοχή. Όλα τα έντυπα της εποχής συμμετείχαν στο γεγονός με κριτικές της μιας ή της άλλης άποψης.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (2) ο Λαμπρόπουλος της Columbia κάλεσε από το Παρίσι το Μίκη ως αντίπαλο δέος του Μάνου, διαθέτοντάς του συγχρόνως τους Μπιθικώτση και Χιώτη, οι οποίοι συνέβαλαν τελικά στην επιτυχία της δεύτερης αυτής εκτέλεσης. Η άποψη αυτή, πέρα από το ότι αδικεί το Μίκη και τη μουσική του παιδεία, δεν έχει βάση, καθώς δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στη δομή των τραγουδιών μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εκτέλεσης, παρά μόνο στην ενορχήστρωση. Απλά, η μια είναι λυρική και επιθαλάμια, η άλλη λαϊκή και στιβαρή. Άρα, η επιτυχία του «Επιτάφιου»(3) πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στη σύλληψη του Θεοδωράκη. Εξάλλου, ο Μίκης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον «Επιτάφιο» έγραψε τραγούδια σε ρυθμό ζεϊμπέκικο («Σαββατόβραδο», «Δραπατσώνα», «Ένα δειλινό», «Το φεγγάρι κάνει βόλτα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» κλπ.), που έχουν απόλυτα τη δική του σφραγίδα, είτε τα έπαιξε ο Χιώτης είτε ο Καρνέζης κι ο Παπαδόπουλος είτε ο Ζαμπέτας. Ακολούθησε τρίτη ηχογράφηση, το 1963, με το Μίκη Θεοδωράκη - Μαίρη Λίντα - Μανώλη Χιώτη και ορχήστρα εγχόρδων. Ο«Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου σφράγισε μια εποχή λαϊκών αγώνων και ανέδειξε το Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή των οραμάτων μιας νέας, αναγεννησιακής Πρωτομαγιάς του ανθρώπου και του κόσμου όλου.

Σημειώσεις:
  1. «Στα κονσέρτα των πρωτοποριακών με πιάνει το στομάχι μου από τους σνομπ… η μουσική πρωτοπορία απευθύνεται σε πολύ μικρό «σνομπ - μυημένο» κοινό… Έπλασα σιγά-σιγά μέσα μου το ιδανικό της ζωής μου: να δημιουργήσω ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απολύτως ζωντανά… αυτή την ηχητική τοιχογραφία να την νιώθει ο λαός, να τη λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει απ’ αυτόν…»
  2. Γιώργος Ζαμπέτας: «Βίος και πολιτεία», επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, Εκδ. Ντέφι, Αθήνα 1997, σελ. 215-216
  3. Απόσπασμα από επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε στις 21/10/1960 στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τόμος ΙΓ΄, σελ.75
Βιβλιογραφία
  • Φ. Γρηγοριάδη «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», 1909-1940, εκδ. «Καπόπουλος», τόμος 4ος.
  • Σπ. Λιναρδάτου «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδ. «Θεμέλιο», 1965.
  • «Θέματα Παιδείας», τεύχος 23-24.
  • Mario Vitti «Η γενιά του ’30 - Ιδεολογία και Μορφή», εκδ. «Ερμής», Αθήνα, 1982.
  • Mario Vitti, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα, 1978.
  • Αρχείο εφημερίδας «Ριζοσπάστης».

γράφει η Ελένη Σπυροπούλου

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki