Κάλαντα των Φώτων (Ι)
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός,
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί,
και τον Άι-Γιάννη παρακαλεί.
Άι-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Κάλαντα των Φώτων (ΙΙ)
Σήμερα τα Φώτα και φωτισμός,
και χαρά μεγάλη στον αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
είναι η Μαρία η Δέσποινα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
και τον ’γιο Γιάννη παρακαλεί.
’γιε μου Γιάννη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί,
και να παραδώσεις Χριστού ψυχή.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο θ' ανέβω στους ουρανούς
να καταπατήσω τα είδωλα.
Κάλαντα των Φώτων (ΙΙΙ)
Σήμερα είναι τα Φώτα και οι Φωτεινές
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.
Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά,
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
σπάργα - σπαργανίζει Θεού παιδί.
Του αφέντη Αϊ Γιάννη παρακαλεί,
για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη.
Για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη,
ν' αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά.
Ν' αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλή μέρα καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη.
Πέντε κρατάνε τ' άλογο και δέκα την ασκάλα,
και δεκαοχτώ παρακαλούν βρ' αφέντη μ' καβαλίκα.
Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις,
κι όπου πατήσει τ' άλογο πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα, κι αυλές μαρμαρωμένες.
Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και στην κυρά μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου τα παιδάκια σου, τα μοσχομυρισμένα,
η Παναγιά σού τα 'δωσε κι ο Θεός να στα χαρίσει.
Να κάνεις γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες,
να στήσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση στην αυλή σου,
να χαίρονται οι φίλοι σου, να σκάζουν οι εχτροί σου.
Κάλαντα των Φώτων (IV)
Σήμερα τα Φώτα και φωτισμοί,
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Σήμερα βαπτίζεται ο Χριστός,
εις τον Ιορδάνη τον ποταμό.
Σήμερα κι όλα τ' άστρα φωτίζονται,
κ' όλα τα νερά καθαρίζονται.
Κάλαντα των Φώτων Κάσου
Δεν είναι τούτη η γιορτή ωσάν την περασμένη,
μόνον η μέρα η φρικτή η δοξολογημένη,
που οι παπάδες πορπατούν με το σταυρό στο χέρι,
και μπαίνουν μες τα σπήλαια και λεν τον Ιορδάνη.
Βοήθεια να έχετε τον Μέγαν Ιωάννη.
Κάτου στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφον,
εκεί δένδρον εν ύπηρχε, δένδρον εξεφυτρώθη,
στη μέση κάθετ' ο Χριστός, στην άκρα η Παναγία,
και τα περικλωνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι.
Κάλαντα των Φώτων Κεφαλλονιάς
Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη,
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει,
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος,
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος.
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση,
κι απ' όλα τα ονόματα <όνομα> μου αρέσει,
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια,
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Κάλαντα των Φώτων Πόντου
Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θεόν ομολόγησαν.
Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε,
βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.
Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι ’γγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.
Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός,
σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.
Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξαστα δι' αυτό το μέγα μυστήριον.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.
Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών,
δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.
Κάλαντα Θεοφανείων Λήμνου
Εδώ μας στείλαν' κι ήρταμε σε τούτα τα παλάτια,
που 'ναι τα σπίτια δίπατα, γι' αυλές μαρμαρωμένες.
Τρεις άρχοντες τα φτιάχνανε κι οι τρεις αντρειωμένοι.
Με το ψηφί με το γυαλί, με το μαργαριτάρι
από μέσα με το μάλαμα κι' από 'ξω με τ' ασήμι,
κι από 'ξω απ' την πόρτα τους αγιόκλημα θεμένο.
Κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο,
όσες μανάδες το 'πιανε καμιά παιδί δεν κάνει,
κι αν το 'πινε κι η μάνα μας δεν ήθελε μας κάνει.
Είπαμε για το σπίτι σας, ένα καλό τραγούδι,
ο Θος να το πολυχρονά και να το στερεώνει.
Έχει αφέντη όμορφο, κερά μαλαματένια,
κι αν πεις και τα παιδάκια τους είν' ούλα ένα-ένα.
Να πουμ' για τον αφέντη μας κανέ καλό τραγούδι.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, σκαμνί και μαξιλάρι,
να κοσκινίζεις το φλουρί, να πέφτει τ' αλογάρι.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, καράβια ν' αρματώνεις,
και τα σκοινιά του καραβιού, να τα μαλαματώνεις.
Είπαμε για τον αφέντη μας, ο Θός να τον φυλάγει,
Ο Θός να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.
Να πούμ' και για τ' κυράτσα μας κανέ καλό τραγούδι.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα,
σήκω κυρά μου, κι άλλαξε να πας ταχιά στα φώτα,
στα φώτα, στα φωτίσματα κι από καιρού και πάντα,
πούναι το χρόνο μια φορά κι έχουν και νοστιμάδα.
Στα φώτα στα φωτίσματα και στου Θεού το σπίτι,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό, βάλτο καμπανοφρύδι.
Την όχεντρα, την πλουμιστή, γιορντάνι στο λαιμό σου,
τα κοχλιδάκια του γιαλού, κουμπιά στον κάβαδό σου,
τον άμμο, τον αμέτρητο, ψιλό μαργαριτάρι.
Είπαμ' για την κυράτσα μας ένα καλό τραγούδι,
ο Θός να την πολυχρονά και να την στερεώνει.
Να πούμ' και για το γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι.
Αν έχεις γιο στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι,
να δώσ' ο Θός κι η Παναγιά να βάλει πετραχείλι.
Κορώνα στο κεφάλι του σαν είν' στη λειτουργία
και πατερίτσα με σταυρούς μέσα στην εκκλησία.
Να πούμ' και για το μικρέλι σας ένα καλό τραγούδι.
Πιάνει στους κάμπους πέρδικες και στα βουνά λαγκάδια,
και μεσ' στα πετροχτίσματα πιάνει περιστερούδια.
Να πούμ' και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι.
Προξενητάδες έρχονται, προξενητάδες φεύγουν
ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιανού 'ναι αυτή η κόρη,
που 'χει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
που 'χει το μελιτζανοχειλο, ζωγράφος δεν το φκιάνει,
πούναι η ομορφότερη, απ' όλες τις κοπέλες.
Την κόρη σου την όμορφη γραμματικός τη θέλει,
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη θάλασσα με ούλα τα καράβια.
Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει,
γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά, να τα καλοαράζει.
Να πουμ' και για τα μικρέλια σας κανέ καλό τραγούδι.
Για λούζεται, για χτένζιτα, για μοσχοσαπνιζέτα,
για στέλνετά στο σχολειό, γράμματα μάθαινέτα.
Ο δάσκαλος τα μάλωσε μια μια χρυσή βεργίτσα,
δασκάλισσα τα μέρωσε με μια ποδιά καρύδια.
Βάζουν τα κλάματα στ' ποδιά και το χαρτί στο χέρι,
και πάνε στη μανούλα τους, την κρυφοχαϊδεμένη.
Πούνε παιδί μ' τα γράμματα, πού είν' ο λογισμός σου;
Τα γράμματα είναι στο σχολειό και τα καρύδια στ' τσέπη μ'.
Έχουμε κι άλλα πιότερα μα η ώρα δεν μας σώνει,
γιατί είν' ο Αυγερινός κοντά κι η Πούλια ξημερώνει.
Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια λεπτοκάρυα,
φέρτε και το γλυκό κρασί, να πιούν' τα παλικάρια.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε, μην κάνεις τόσο νάζι,
γιατί είν' πασ' τα μεσάνυχτα, μας έφαγε τ' αγιάζι.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε την αργυρένια πόρτα,
κι αν έχεις γρόσια δώστα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Κι από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι,
κι από τη μαύρη κότα σας, κανένα αυγουλάκι.
Ακόμα δεν τον εύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις,
να μας κεράσεις 'να κρασί και πάλε να σφαλίσεις.
Μαλαματένιος ποταμός να τρέξ' μεσ' την αυλή σας,
να πλύντε τα ρουχάκια σας, να λάμπει το κορμί σας.
Πηγή