Sunday 1 November 2015

«Τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε….» - Μέσα σε λίγες μέρες
οι κακοί κρύφτηκαν και οι Ωραίοι Έλληνες ξαναήταν εκεί

Του Στάθη Σχινά

Βουτηγμένος μες την αρμύρα του Αιγαίου ο Μυτιληνιός ψαράς… στην αρμύρα και τα δάκρυα των εκατοντάδων γυναικόπαιδων που ξέβραζε η θάλασσα στην Εφταλού.
Πάλευε και αυτός μαζί με τόσους άλλους – πού βρέθηκαν μωρέ τόσοι πολλοί, άλλος να αλλάζει τα βρεγμένα προσφυγόπουλα, άλλος να τα τους φοράει στεγνά ρούχα και άλλος να τα τυλίγει με τα ισοθερμικά;
Πάλευε … πάλευαν για να δώσουν ζωή στα ξέπνοα κορμάκια δεκάδων ταλαιπωρημένων παιδιών, να τα ξαναενώσουν με μανάδες, πατεράδες, αδέρφια…

«Τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε…» φώναζε ο 70άρης ασπρομάλλης ψαράς …και ευτυχώς βρέθηκε κάμερα να απαθανατίσει και τη φωνή του και τα υγρά του μάτια και να διασώσει μια εικόνα που αξίζει χιλιάδες λέξεις.
Μου τους είχαν περιγράψει φίλοι Μυτιληνιοί, προοδευτικοί άνθρωποι, με τα πιο μελανά χρώματα τους συμπατριώτες τους, τις πρώτες ημέρες του μεγάλου προσφυγικού κύματος. Φόρτιση τηλεφώνου 10 ευρώ, εισιτήρια για Αθήνα +100% από την κανονική τιμή, άθλια δωμάτια σε παρόδους του λιμανιού 150 ευρώ την ημέρα, ντους 30 και 40 ευρώ. Ένα λίτρο νερό 10 ευρώ και η λίστα της αθλιότητας δεν είχε τέλος…
Και έφτασαν αυτές οι λίγες εικόνες για να αλλάξουν τα πάντα. Οι κακοί κρύφτηκαν … οι ωραίοι ως Έλληνες ξαναήταν εδώ. Ψαράδες, γιαγιάδες με το μπιμπερόν στο χέρι και το προσφυγόπουλο στην αγκαλιά.
Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα…. Μαυραγορίτες, σκουλήκια που θησαύριζαν με την ανθρώπινη δυστυχία;
Αλλά οι άλλοι ήταν πάντα οι πολλοί… Μόνο που χρειαζόταν, αυτό το κάτι άλλο που θα τους άγγιζε και θα τους μεταμόρφωνε από τρομοκρατημένα σιωπηλά, αδιάφορα ανθρωπάκια σε ΟΡΘΙΟΥΣ, σε άνω θρώσκοντες, δηλαδή σε ανθρώπους.
Να τα σώσουμε τα μωρέλια καπετάνιο… και αν έχουν χάσει στη μαύρη θάλασσα τους δικούς τους να τα κρατήσουμε εδώ, να τους δώσουμε πατρίδα και οικογένεια και Παιδεία… Που να τους θυμίζει πάντοτε ποιά είναι η πραγματική τους πατρίδα και ότι για αυτό που της συνέβη, για ό,τι συνέβη στους χαμένους δικούς τους υπάρχουν δυο λέξεις που περιγράφουν ακριβώς αίτια και αιτιάτορες… ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ και ΠΟΛΕΜΟΣ.

Έτσι, για Καλό μήνα, ένα ποίημα για την Ειρήνη

Την Ειρήνη που χάσαμε.
Την Ειρήνη που είναι Τ’ όνειρο του παιδιού ...

Με μια ευχή-προσευχή
Κανένας νεκρός πια στις θάλασσές μας


Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη.

Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνα
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.

Στον Κώστα Βάρναλη
ΑΘΗΝΑ, Γενάρης 1953
Από τη συλλογή Αγρύπνια (1941-1953)
[Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, Β΄ τόμος, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθηνα 1961, σ. 173-175]

Τα Τετράδια της Αμπάς: Γιάννης Ρίτσος - Εἰρήνη


Peace
The dreams of a child are peace
The dreams of a mother are peace
The words of love under the trees are peace

The father who returns at dusk with a wide smile in his eyes
with a basket in hands full of fruit
and the drops of sweat on his brow
are like drops on a jug as it cools its water on the windowsill,
are peace

When wounds heal on the world's face
and it the pits dug by shellfire we have planted trees
and in hearts scorched by conflagration hope sprouts its first buds
and the dead can turn over ion their side and sleep without complaining
knowing their blood was not spilled in vain,
this is peace.

Peace is the odour of food at evening
When an automobile stopping in the street does not mean fear
When a knock on the door means a friend
And the opening of a window every hour means sky
Feasting our eyes with the distant bells of its colours,
this is peace.

Peace is a glass of warm milk and a book before the awakening child
When wheat stalks lean toward one another saying: the light, the light
And the horizon's wreath overbrims with light,
This is peace.
....
When death takes up but little room in the heart
And chimneys point with firm fingers at happiness
When the large carnation of sunset
can be smelled equally be poet and proletariat,
this is peace.

Peace is the clenched fist of men
it is warm bread on the world's table
it's a mother's smile.
Only this.
Peace is nothing else
And that ploughs that cut deep furrows in all earth
Write one name only:
Peace. Nothing else. Peace.

On the backbone of my verses
The train advancing toward the future
Laden with wheat and roses
Is peace.

My brothers
all the world with all its dreams
breathes deeply in peace.
Give us your hands, brothers,
This is peace.


Translated by Kimon Friar

Yannis Ritsos: Selected poems (1938-1988) – BOA Editions, Ltd- Brockport, N.Y. 1989.

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki