Ακόμα και με το χαμόγελο στο πρόσωπο του, η γυναίκα συνέχισε να ανησυχεί. Κανένας δεν είχε σταματήσει να τη βοηθήσει εδώ και τέσσερις ώρες που βρισκόταν στο δρόμο.
Αραγε αυτός ο άνδρας που την πλησίαζε θα της φερόταν άσχημα; Έμοιαζε φτωχός και πεινασμένος. Εκείνος κατάλαβε το φόβο της. Ήταν από κείνα τα τρεμουλιάσματα στη ραχοκοκκαλιά που μόνο ο φόβος τα προκαλεί. Της είπε
«Ήρθα να σας βοηθήσω κυρία. Γιατί δεν μπαίνετε στο αυτοκίνητο να μην κρυώνετε; Και με την ευκαιρία να συστηθώ. Με λένε Γιώργο Σωτηρόπουλο»
Αυτό που είχε πάθει ήταν λάστιχο. Αλλά για μια γριά γυναίκα ήταν μεγάλο κακό. Ο Γιώργος σύρθηκε κάτω από το αυτοκίνητο ψάχνοντας για το σημείο να βάλει τον γρύλο. Στη προσπάθεια του αυτή χτύπησε τα δάχτυλά του και μάτωσε. Σε λίγη ώρα τα είχε καταφέρει. Όμως είχε λερωθεί και τα χέρια του πονούσαν.Καθώς έσφιγγε τα μπουλόνια η γριά γυναίκα κατέβασε το τζάμι του παραθύρου και άρχισε να του μιλά. Του είπε οτι ήταν από τη Θεσσαλονίκη και ότι ήταν περαστική από τα μέρη αυτά. Του είπε οτι του ήταν πολύ ευγνώμων για ό,τι της πρόσφερε.
Ο Γιώργος απλά χαμογέλασε και έκλεισε το καπώ. Η γυναίκα τον ρώτησε πόσο του όφειλε. Όποιο ποσό και να της έλεγε θα ήταν μια χαρά. Ηδη είχε φανταστεί πόσα άσχημα θα μπορούσε να της είχαν τύχει εαν δεν είχε σταματήσει εκείνος. Ο Γιώργος δίχως δεύτερη σκέψη αρνήθηκε.
Αυτή δεν ήταν η δουλειά του. Απλά βοηθούσε κάποιον και ο Θεός ξέρει πόσοι τον είχαν βοηθήσει στο παρελθόν. Ολη του τη ζωή την είχε ζήσει έτσι και ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό οτι θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Της είπε οτι, αν ήθελε να του το ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που...