Thursday 6 July 2023

Το μπαλόνι και η Ευτυχία

Ένας δάσκαλος έφερε μπαλόνια στο σχολείο και ζήτησε από τα παιδιά να τα φουσκώσουν όλα και στη συνέχεια να γράψει το κάθε παιδί στο μπαλόνι του, το όνομά του.
Μάζεψαν τα μπαλόνια στο διάδρομο και ο δάσκαλος τα ανακάτεψε από άκρη σε άκρη.
Ο δάσκαλος έδωσε τότε 5 λεπτά για να βρει το κάθε παιδί το μπαλόνι που είχε πάνω του το όνομά του. Τα παιδιά έτρεξαν πάνω κάτω, κοιτάζοντας και ψάχνοντας ξέφρενα, αλλά καθώς έφτασε η ώρα και τα 5 λεπτά πέρασαν - κανένα δεν βρήκε το δικό του μπαλόνι ...

Τότε ο δάσκαλος είπε στα παιδιά να πάρουν το μπαλόνι που είχαν πιο κοντά τους και να το δώσουν σε εκείνο το παιδί του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω στο μπαλόνι. Σε λιγότερο από 2 λεπτά το κάθε παιδί είχε το δικό του μπαλόνι.

Τελικά, ο δάσκαλος είπε:
«Το μπαλόνι είναι σαν την ευτυχία. Κανείς δεν θα το βρει εάν ψάχνει μόνο για το δικό του. Αντʼ αυτού, αν όλοι νοιάζονται και για τους άλλους, θα βρουν το δικό τους πολύ πιο γρήγορα».
Balloon

https://twitter.com/Xristina1326
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Το Φεγγάρι και το Τριζόνι...

... oι αιώνιοι σύντροφοι της νύχτας

- «Ω τριζόνι! Ψυχή μυστηριώδης, απόκοσμο πλάσμα που έρχεσαι από κάποιον άλλον κόσμο, μαζί με τη νύχτα, μαζί με το φεγγάρι!»
«Κάθουμαι βουτηγμένος μέσα στο μυστήριο της νύχτας, και κοιτάζω το φεγγάρι που εβγήκε πίσω από τα βουνά, και στέκεται στον ουρανό.
Εβγήκε, κι όλη η πλάση άλλαξε, σά να μαγεύτηκε, τυλίχθηκε με κάποιο βαθύ κι ανεξιχνίαστο μυστήριο.
Ω Σελήνη, ω μάγισσα Κίρκη, που μεταμορφώνεις ψυχές και σώματα! Από ποιόν άλλον κόσμο έρχεσαι στον δικό μας, και τον κάνεις αγνώριστον;
Από το υδραργυρένιο κεφάλι σου διαχύνεται ένα μαγικό πέπλο, που τα σκεπάζει όλα, βουνά, θάλασσες, δέντρα, βράχους, κάμπους, πολιτείες!
Θαρρεί κανένας πως βρίσκεται κάτω, βαθιά στον πάτο της θάλασσας και πως η συντεφένια σφαίρα σου πλέει απάνω στο νερό ρίχνοντας το ειρηνικό φως της σαν μπάλσαμο, που γλυκαίνει κι αποκοιμίζει κάθε πλάσμα.
Μυστήριο βαθύ κι ανεξιχνίαστο τυλίγει την πλάση. Κι οι φωνές από τα ζώα, από τα πουλιά, από τους ανθρώπους, είναι κι αυτές, τώρα που στέκεται το φεγγάρι στον ουρανό, παράξενες και μυστηριώδεις. Οι άνθρωποι περπατάνε σαν φαντάσματα, σά νυχτοπάτες.

Τα δένδρα σηκώνουνε τα φουντωμένα κλαριά τους κατά τον ουρανό, δίχως να σαλεύει μήτε ένα φύλλο, κι είναι γεμάτα από πνεύματα που σιγομουρμουρίζουνε. Πνεύματα νυκτολάλα, αστρομαγικά. Κάτω από τα δέντρα περπατά σαν ίσκιος κανένας άνθρωπος, μέσα στο θαμποφέγγισμα. Από μέσα από τους μαύρους ίσκιους, ακούγονται οι άνθρωποι που μιλούνε, μα οι ομιλίες τους δεν μοιάζουνε με τις ομιλίες που κάνουνε τη μέρα.

Αλλά και τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, είναι αλλοιώτικα άπ’ ό,τι ήτανε τη μέρα. Όλα αλλάξανε. Λές κι είναι τα πνεύματά τους.
***
Στην άβυσσο τ’ ούρανού αργοταξιδεύει, δίχως να φαίνεται πως σαλεύει η μυστική βασίλισσα της νύχτας. Από τις κορφές των δένδρων κι από τις σκεπές των σπιτιών βγαίνει ένας ασημένιος αχνός κι ανεβαίνει στον συντεφένιον ουρανό.

Πέρα, το πέλαγος χάνεται μέσα στο δάμπος. Τα βαθιά νερά της θάλασσας τα χρυσώνει το φεγγάρι, σαν να ναι εικόνισμα μαλαμοκαπνισμένο. 
Μέσα στην άβυσσο, τα ψάρια και τ’ άλλα πλάσματά της ξαγρυπνάνε από τη μυστική φωτοχυσία που απλώνει απάνω από τα νερά, κοιτάζοντας το φεγγάρι μέσα από το θαμπόφωτο. 
Το μαργαριταρένιο φως του κατεβαίνει ως τον πάτο, μπαίνει μέσα στα σκοτεινά θολάμια, που φωλιάζουνε τα παράξενα τέρατα, μέσα στις μαύρες κουφάλες, ανάμεσα στα κοράλλια, στα γιούσουρα και στα άλλα ζωόφυτα, που είναι γεμάτα μάτια. 
Το χταπόδι, με τα γουρλωμένα μάτια του, κοιτάζει κατά κεί που κατεβαίνει το φως του φεγγαριού, κι αργοσαλεύει τα πλοκάμια του. Ό αστακός, με την αρματωσιά του, κάθεται στην τρύπα του, κι είναι σαν μεθυσμένος από το υδραργυρένιο θάμπος που κατεβαίνει από πάνω. Οι σαργοί και τ’ άλλα τα μικρόψαρα αργοκολυμπάνε κοπαδιαστά, σαν να κάνουνε λιτανεία μέσα στο συντεφένιο νερό. Η πονηρή η σμέρνα ξαγρυπνά και κείνη, χωμένη μέσα στο θολάμι της.

Οι ξέρες και τα νησιά στέκουνται μέσα στη θάλασσα, θαμπά και ξωτικά. Ένα χρυσό ποτάμι αυλακώνει τα νερά, και χάνεται πέρα, μέσα στο σκοτεινό πέλαγο. Περνά καμμιά βαρκούλα, δίχως να ταράξει την ησυχία, σαν ίσκιος.
Από την άλλη μεριά, τα βουνά στέκουνται βουβά, βουτηγμένα στο μυστήριο. Οι ράχες τους αχνίζουνε έναν αχνό π’ ανεβαίνει στον ουρανό. Από πάνω τους είναι κρεμασμένο το μαρμαρένιο κεφάλι του φεγγαριού, στραγγισμένο από αίμα.
***
Κοντεύουνε τα μεσάνυχτα. Σιωπή. Πάψανε όλα τα σούσουρα, τα μυστηριώδη μουρμουρίσματα, τα ξεμακρυσμένα γαυγίσματα των σκυλιών. 
Μέσα στην ησυχία ακούγεται ολομόναχο το τριζόνι: «Τρρρ…. τρρρ… τρρρ…». Αυτή η γλυκειά και μυστική φωνή θαρρείς πως βγαίνει από το στόμα του φεγγαριού, που κρέμεται μέσα στην ερημιά του ουρανού, ένα πρόσωπο υδραργυρένιο, με μάτια ανοιχτά, με κλειστό στόμα.
Αυτή η ψιλή και μακρόσυρτη φωνή ακούγεται πέρα ως πέρα, πετά απάνω από τα δέντρα, από τα χαμόδεντρα, από τα χαμόβουνα, από την ακροθαλασσιά και σκορπά απάνω από το πέλαγο.

Μα άραγες από που βγαίνει; Που κάθεται κρυμμένο αυτό το πλάσμα, που παίζει τούτη την ξωτική φλογέρα; Που είναι η φωλιά του, άπ’ όπου μαγεύει όλη την πλάση; Είναι μέσα σε τούτα τα χαμόδενδρα; Σε κείνες τις λουλουδισμένες πρασινάδες; Σε κείνον τον σκοίνο που βρίσκεται κοντά στην έρημη ακροθαλασσιά, Μήπως βρίσκεται στον αέρα; Μήπως βρίσκεται μέσα στο φεγγάρι; Μήπως είναι το ίδιο το φεγγάρι;…

Το μυστικό τραγούδι, πότε σου φαίνεται πως έρχεται από τούτη τη μεριά, πότε από κείνη, πότε δυναμώνει, πότε σβήνει, έρχεται στ’ αυτιά σου κυματιστά.

Ω τριζόνι! Ψυχή μυστηριώδης, απόκοσμο πλάσμα που έρχεσαι από κάποιον άλλον κόσμο, μαζί με τη νύχτα, μαζί με το φεγγάρι! Άραγε τραγουδάς, ή κλαίς, ή ψέλνεις; 
Η φωνή σου είναι ένα τίποτα, ένα τρίξιμο, μονότονο, ανάλλαχτο από τότε που έγινε ο κόσμος. Ωστόσο, πόσο βαθύ κι άδολο είναι αυτό το τρίξιμό σου, αυτό το τιποτένιο τρρρ! Γιατί, συγκινά τη ψυχή μου περισσότερο από τη μάταια μουσική που επινοήσανε οι άνθρωποι!…»

«Στην απλότητα κρύβεται η ευτυχία»

Κατά βάθος το ξέρουμε, το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. 
Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι. 
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας.

Το παρακάτω ποίημα
«Στην απλότητα βρίσκεται η ευτυχία», (δεν ειναι του Οδυσσέα Ελύτη), το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο...

Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ...
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ...
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς.
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω... μερικές φορές...
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν...

tvxs
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki