Sunday 31 July 2022

Αν φρικάρεις με αυτά που σου συμβαίνουν...

Το 🌼χαμομηλάκι🌼 λέει:
Όταν σε πιάνει απελπισία, στρέψε ψηλά καρδιά, μυαλό και ψυχή. 
Το βλέμμα στον Πατέρα, που δεν αφήνει τα παιδιά Του ποτέ!!
Δεν είναι παράλογο να φρικάρεις. Να απελπίζεσαι. Να χάνεις την γη κάτω απ’ τα πόδια σου. 
Όλοι μας έχουμε διαφορετικές αντοχές στο πόση παράνοια και σουρεαλισμό αντέχουμε στη ζωή μας (και αν μην τι άλλο, ο τελευταίος καιρός έχει μπόλικα κι απ’ τα δύο). 
Αν είσαι, λοιπόν, άτομο που έχει την τάση να απελπίζεται εύκολα, έχουμε μερικές σκέψεις για εσένα, που ελπίζουμε να σε βοηθήσουν.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα
Πάντα μια μεγάλη αλήθεια, πάντα όχι τόσο αποτελεσματικό με την πρώτη σκέψη· θυμήσου να το λες στον εαυτό σου συχνά.

Είμαι αρκετός

Ό,τι κι αν έχεις κάνει, όποια κι αν είναι η φάση σου αυτή τη στιγμή, είσαι αρκετός. Για τον εαυτό σου, όχι για τους άλλους. Ο εαυτός σου είναι κάπως πιο σημαντικός.

Έχω καλά πράγματα στην ζωή μου
Ψάξε και βρες τα. Μην ξεχνάς να λες στον εαυτό σου ότι είσαι ευγνώμων για τα καλά πράγματα που υπάρχουν στην ζωή σου.

Υπάρχουν καλά πράγματα παντού στον κόσμο
Από το να γκουγκλάρεις «καλές ειδήσεις», μέχρι να κάνεις πέντε λεπτά διάλειμμα για να σκεφτείς πόση καλοσύνη υπάρχει στον κόσμο (όσο κατά διαόλου κι αν φαίνεται να πηγαίνει ο κόσμος), να ξέρεις πως δεν είσαι μόνος.

Έχω αγάπη
Ναι, έχεις. Κι ας μην το πιστεύεις. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον αγαπά κανείς.

Μπορώ να τα καταφέρω

Με όποια δυσκολία κι αν βρεθεί στον δρόμο σου, εσύ να θυμάσαι ότι με επιμονή και επιμονή λύνονται όλα.

Έχω μάθει από τα λάθη μου
Αλήθεια, πιστεύεις πως είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν τρία χρόνια πριν;

Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία
Και εσύ, και οι άνθρωποι που σε πλήγωσαν. Η καλοσύνη και η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους δεν σημαίνουν ούτε πως είσαι ηλίθιος, ούτε πως δεν ξέρεις να φυλάς τον εαυτό σου. Σημαίνουν ότι έχεις κάνει μια (πολύ) συνειδητή επιλογή να μην είσαι μίζερος με τους άλλους.

Έχω στόχους για το μέλλον
Κι αν δεν είσαι σίγουρος ότι έχεις, βάλε μερικούς. Μικρούς και πραγματοποιήσιμους, μην νομίζεις. Όλοι με μικρά βήματα ξεκινάμε.

Καταφέρνω να ζω μόνος μου

Δεν εννοούμε με συγκάτοικο ή όχι, εννοούμε ότι είσαι ένας ενήλικας που φροντίζει τον εαυτό του. Ίσως το κάνει ξεχνώντας κάποιες νύχτες να πλύνει τα δόντια του πριν κοιμηθεί. 
Ίσως το καταφέρνει ενώ παράλληλα στο σούπερ μάρκετ χαλάει τα μάτια του να συγκρίνει τις τιμούλες για να βρει την καλύτερη προσφορά. Ε, και; 
Κάποιος που δεν έχει αυτές τις δυσκολίες, θα έχει κάποιες άλλες. 
Το ζήτημα είναι ότι εσύ καταφέρνεις και παραμένεις εδώ. Και χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτό.

πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η αγάπη που πληγώνει

Δεν είναι όλες οι αγάπες ίδιες. Υπάρχουνε αγάπες που πληγώνουνε. Αγάπες που πονάνε, αγάπες που ξεσκίζουν τη ψυχή.

«Ζηλεύω γιατί σε αγαπώ, γιατί σε αγαπώ πάρα πολύ. Γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». Και ας σε πνίγω. Και ας σε εγκλωβίζω. Και ας μην σου αφήνω ελευθερία καμμιά.

«Εγώ που σε αγαπώ τόσο πολύ; Εγώ που κάνω για σένανε τα πάντα; Εγώ που θυσία γίνομαι;» Και ας σε γεμίζω έτσι με τύψεις. Ας σε γεμίζω ενοχές.

«Δεν με αγαπάς. Αν με αγαπούσες όσο εγώ, δεν θα φερόσουν έτσι. Απόδειξέ μου. Απόδειξέ μου…». Και προσπαθείς εσύ, προσπαθείς, να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Προσπαθείς, να με πείσεις για κάτι το αυτονόητο, εμένα, που λέω πως σε αγαπώ…

«Έτσι αγαπώ εγώ. Και άμα σ’ αρέσει». Και ας θες να ουρλιάξεις με ότι φωνή σού ‘χει απομείνει, «όχι, δεν μου αρέσει, δεν μου φτάνει, με πληγώνει ο τρόπος σου…».

Και είναι και άλλες. Πολλές. Αγάπες, που πληγώνουνε, που πονάνε, που ξεσκίζουν τη ψυχή.

Δεν είναι όλες οι αγάπες ίδιες.

Για την ακρίβεια, κάποιες από αυτές, δεν είναι καν αγάπες…

Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος, Ψυχολόγος M.Sc. 

e-psyxologos.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η Εποχή της Αγένειας / The Age of Rudeness

Νοσταλγία ευγένειας
Πώς τόσο αιφνιδίως χάθηκε η ευγένεια τριγύρω και αναμεταξύ μας; Μα, πού πήγε η αιδημοσύνη; 

Την τρομερή αλλαγή πιστοποιούμε ακόμα κι εμείς οι για την ώρα κάπως νεότεροι, εμείς που δεν γνωρίσαμε παρά μόνον ορισμένες ύστατες εκδηλώσεις της: την τήρηση κάποιων προσχημάτων, το παλιό καλό τακτ, την ακρίβεια στα ραντεβού, τον πληθυντικό αριθμό, την αυτονόητη παραχώρηση θέσης, τις ώρες κοινής ησυ­χίας, έννοιες όπως κοσμιότητα και κομψότη­τα, τις μικρές επισημότητες και τα ανώδυνα εθιμικά πρωτόκολλα, την αναμονή και την πρόποση στο τραπέζι, τις φιλόφρονες συ­στάσεις, το κράτημα της θύρας τη σεμνολογία και τη χαμηλοφωνία, την υπομονή στον διάλογο και παντού, την τάξη στη σχολική αίθουσα, την ευπρέπεια στους δημόσιους χώρους, τη μειλίχια οδήγηση, την ιπποσύνη προς τις γυναίκες -και όχι μόνο-, την χείρα βοηθείας, τον εξυπηρετικό μπάρμαν, το «από καλή οικογένεια», το «με συγχωρείτε», το «ευχαριστώ», το «παρακαλώ» και το «με τις υγείες σας», το καλωσόρισμα και την κατευόδωση, το «χαίρετε» στο ασανσέρ, το α­γουροξυπνημένο χαμόγελο, την ερυθρίαση, την αμηχανία, τον ξερόβηχα.
    Κανείς δεν διανοείται να ισχυριστεί ότι «παλιά» οι άνθρωποι ή οι Έλληνες ήταν «κα­λοί» και ότι σήμερα «χάλασαν». Το ότι, όμως, ο μακαρισμός του παρελθόντος αποτελεί αναμφίλεκτη ιστορικο-εθνολογική σταθερά ή το ότι η ποιότητα ζωής, η ομορφιά, η χαρά, η τιμή, το νόημα είναι έννοιες μη μετρήσιμες δεν σχετικοποιεί ούτε υποβαθμίζει κατ’ α­νάγκην μια διαπίστωση που κάνει λόγο για εμφανή ποιοτική φθίση ενός είδους ή γέ­νους.

The Age of Rudeness
(...)
    Φαίνεται οι κακουχίες γαλουχούσαν τα άτομα και τις κοινωνίες σ’ ένα είδος ολιγάρ­κειας, επισφάλειας κι ευαλωτότητας που τρό­πον τινά εξομοίωνε ως έναν βαθμό τις τύχες κι εκδημοκράτιζε ως άλλον βαθμό τις προσ­δοκίες, έτσι που να μην αποσυνδέεται, και μάλιστα σχεδόν εντελώς, όπως στη σημερι­νή εποχή, η υπαρξιακή μας διάσταση από την κοινωνική, ο αυτοσεβασμός από τον αλ­ληλοσεβασμό, η μέριμνα για το εγώ από το ενδιαφέρον για τους άλλους.
    Κι επειδή ο όρος «ευγένεια» παραπέ­μπει πρωτίστως στην κληρονομική αβρότη­τα μιας εξίσου κληρονομικής αριστοκρατίας, η οποία δεν στερείται τόσα ώστε να μην προλαβαίνει ν’ ανατραφεί επισταμένως: Μο­λονότι η μόρφωση αποτελούσε στην ιστο­ρία πολυτελές κεκτημένο ή ακόμα και ιδεώδες των ολίγων, η αφελής έγνοια και η συλ­λογική απαίτηση για μια «καθωσπρέπει» πα­ρουσία αρκούσαν συχνά για ν’ αντισταθμί­σουν την ανυπαρξία ή στέρησή της. 
Πλέον, στις μέρες μας της υποχρεωτικής πια εκπαί­δευσης και του αμελητέου αναλφαβητισμού, τα ταπεινά κοινωνικά στρώματα έχουν απο­λέσει σχεδόν εξ ολοκλήρου το φιλότιμο που ενέπνεαν άλλοτε η λιτότητα και ο κίν­δυνος, μιμούμενα την υλοφροσύνη των τα­ξικών τους εχθρών (και κρυπτο-προτύπων), υπερακοντίζοντάς τους σε ζήλο και απερισκεψία. Το ίδιο συνέβη και στη χώρα μας, το ταπεινό κοινωνικό στρώμα της Ευρώπης: ένας πάλαι ποτέ υπερήφανος λαός, μαζί με τα άλλα, έχασε με τον καιρό και οικειοθελώς την υπερηφάνεια, την ευγένεια, την αξιοπρέ­πειά του. Ίσως αμετακλήτως. Το βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα: στους ανήθικους και ανερυθρίαστους πολιτικούς στους εγωκεντρι­κούς και άξεστους πολίτες.
    Η αγένεια προδίδει, εκτός από κρετινισμό κι έλλειψη αυτοεκτίμησης, νοσούσα ανθρωπολογική και πολιτική στάση. Από τη μία, ο ανάγωγος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνε­ται πόσο η έμπρακτη προσκόλληση στον εαυτόν του τον απομονώνει, υπονομεύοντας σε βάθος χρόνου όλα όσα ο ίδιος επιδιώκει, αφού δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ηδονή εκεί που απουσιάζει η στοιχειώδης κοινωνι­κή αποδοχή και μετοχή.
    Από την άλλη, λη­σμονεί, πάνω απ’ όλα, ότι η αναγνώριση της ισότητας συνιστά προϋπόθεση και της εύρυθμης και της εύμορφης διαβίωσης ότι, σε τελική ανάλυση, θερίζουμε ό,τι σπέρνου­με και ότι, με την ανοχή και τη συμβολή μας στην αναίδεια, καθιστούμε τον βίο και τον χώρο μας όλο και πιο αφιλόξενο για εμάς και τους δικούς μας. Δημιουργούμε και εγκα­θιδρύουμε, κοντολογίς, ένα περιβάλλον χω­ρίς ανθρωπιά, σέβας, ηθική και, εν τέλει, αξιο­πρέπεια («στην ηθική δεν υπάρχει τίποτε άλλο έκτος από το αίσθημα της αξιοπρέπειας» – Alain), ένα περιβάλλον μέσο- και μακροπρό­θεσμα α-βιώσιμο. Η αδιαφορία μας για τον άλλο ως πρόσωπο, αν ιδωθεί σε μαζική κλί­μακα, δεν είναι παρά η εχθρική αδιαφορία των άλλων προς το πρόσωπό μας, αφού για τους άλλους εμείς είμαστε οι άλλοι.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο σημερινός μέσος Έλληνας είναι αγενής. Την ίδια στιγμή, πολλά δεινά που ολοένα και δρι­μύτερα καταλογίζουμε στους άλλους έχουν τη ρίζα τους όχι μόνον στην ευγένεια που τόσο απότομα εξέλιπε αλλά και στην έλλει­ψη νοσταλγίας της. Η αλγεινή ανάμνηση μιας αξίας, όταν αυτή δεν έχει τελεσίδικα παρέλ­θει, ενδέχεται με μαγικό αλλά και ευφυή τρόπο να την αναβιώσει.
    Έτσι, η πάση θυσία διατήρηση, εμφύσηση, επίκληση, διάδοση ή επαναφορά των καλών τρόπων στα μικρά παιδιά, στις νέες γενιές, δεν είναι ύποπτος αναχρονισμός, αλλά ευφυής ηθική επένδυση κοσμοϊστορικής σημασίας για τον χαρακτή­ρα της προσεχούς ζωής.     Οφείλουμε να έχουμε μονίμως κατά νου ότι στις οικογένει­ες και τις κοινωνίες μας δεν γεννιούνται απλώς νέοι άνθρωποι, αλλά σ’ αυτές πλάθονται νέοι τύποι ανθρώπου. 
Κι επειδή, από μία άποψη, πάντοτε στο βάθος παραμένουμε μικρά παιδιά, ικανά να μην κατανοούμε το καλό μας, επείγει για τους μεγαλύτερους, όπου και αν βρίσκονται, η με κάθε μέσο και τρόπο διεκδίκηση της ευγένειας, εδώ που καταντήσαμε, έστω και αρχικά τυπικής ή υποκριτικής, σαν εκείνη των νεοαστών που κεραύνωνε ο L. Bloy. Είναι πολύ προτιμότε­ρη. 
    Η μέσω συστάσεων, ήτοι προσβλητικών υπενθυμίσεων του αυτονόητου, όπως αυτή να στεκόμαστε δεξιά στις κυλιόμενες κλίμα­κες του Μετρό για να μπορούν να διέρχο­νται οι συνάνθρωποί μας. Και όλα αυτά, μπας και (ξανα)γίνουμε στοιχειωδώς «τρυφεροί ο ένας με τον άλλον, καθώς οι θλίψεις μας είναι ίδιες» (J. Swift).

Κώστας Βραχνός

περισσότερα στο Αντικλείδι 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki