Friday 7 October 2022

«Που παίρνεις, κυρά μου, τα παιδιά σου και τα πας για πνίξιμο στο Αιγαίο;»

    Λένε πολλοί ανίεροι, ανάμεσά τους και γυναίκες, χωρίς να φοβούνται την οργή του Θεού των «ξένων», στον οποίο υποκρίνονται πως πιστεύουν. «Που παίρνεις κυρά μου τα παιδιά σου και τα πας για πνίξιμο στο Αιγαίο;». Δεν ξέρουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με άλλο τρόπο από το μίσος. 
    Άλλωστε οι όμοιοί τους, έτσι αντιμετώπισαν και τους «Τουρκόσπορους» Ορθόδοξους Ρωμιούς, ελληνόφωνους και τουρκόφωνους, αδιάκριτα, που ήλθαν εδώ ικέτες στα 1922. 
    Έτσι αντιμετώπισαν και με την ίδρυση του ελληνικού Κράτους τους «ετερόχθονες» Έλληνες. Ο ρατσισμός τους είναι απέναντι στους δυστυχισμένους. Θα σέρνονταν στη γη για να κολακέψουν τον πιο άξεστο Αφγανό ή Πακιστανό ή Τούρκο εκατομμυριούχο, αν προσδοκούσαν από αυτόν οικονομικό όφελος. 
Το τι κάνει μια μάνα, Χριστιανή, Μουσουλμάνα, Ελληνίδα ή Σύρια, για το παιδί της όταν βρεθεί στη μαύρη ανάγκη, όλοι το ξέρουμε.

    Όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι μπροστά στη συμφορά, φέρονται το ίδιο. Οι λίγοι Έλληνες που μπορούσαν έφευγαν στα δυτικοκρατούμενα Επτάνησα και στη σφαγή της Χίου, στο τοπικό προξενείο της Γαλλίας. 

    Καταφεύγω σε όχι πολύ γνωστές σελίδες της Επανάστασης του 1821, στην περίοδο της εισβολής των αιγυπτιακών ορδών του Ιμπραήμ στο Μωριά, όπως έχουν καταγραφεί αξιόπιστα εγγράφως αλλά και στην τοπική παράδοση: Στις 3 Ιουλίου του 1825: 

   «Παρά τω ποταμώ Λάδωνι ευρεθείσα η εκ Δημητσάνης (σημ.Λασκ.: άλλοι λένε από τα Λαγκάδια) ωραία Τρισεύγενη, θυγάτηρ μεν Π. Καζή, ανεψιά δε εξ αδερφής του Τριπόλεως Δανιήλ και σύζυγος Π. Ντελή Βοριά, μήτηρ τριών τέκνων μικρών, ων το μεν έφερεν εν αγκάλαις, το δ’ εκράτει εκ της χειρός, και κινδυνεύουσα να αιχμαλωτισθεί, εις τον ποταμόν ρίψασα τα δύο της μικρά, ερρίφθη και αυτή κατόπιν εν αυτώ. Το δε μεγαλύτερον κοράσιον φυγός προς το δάσος και κρυβέν εσώθη» (Μιχαήλ Οικονόμου Καζής-γραμματέας Κολοκοτρώνη: «Ιστορικά Ελληνικής Παλιγγενεσίας»-1873).
    Στο κοντινό Βυζίκι, ένας χωρικός Καραπανάγος, κρυβόταν στη Βάναινα μαζί με συγχωριανούς του, η εγγονούλα του όμως η Βγενισούλα έκλαιγε και κινδυνεύανε να γίνουν αντιληπτοί. Με κατάμαυρη την καρδιά του από πόνο αναγκάστηκε να την φουντάρει στο ποτάμι θυσιάζοντάς την για να σωθούν οι πολλοί. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, διηγείται δυο τραγωδίες. 

    Μια ανιψιά του έριξε έξι παιδιά της στον ποταμό και στη συνέχεια έπεσε κι αυτή κρατώντας στην αγκαλιά της το μικρότερο. Τα παιδιά της πνίγηκαν αλλά αυτή και το μωρό σώθηκαν, επειδή τους συγκράτησε ένας πλάτανος καταμεσής του ρέματος. Άλλος χωρικός κρατώντας τη γυναίκα του ρίχτηκε στο Λάδωνα. Ένας Oθωμανός πρόλαβε και τη βούτηξε από τα μαλλιά, αλλά ο άντρας της τα έκοψε με το γιαταγάνι του. “Συρόμενοι από την ροήν των υδάτων αρκετόν διάστημα, διεσώθησαν…”. Τέλος η Ελένη Λιαροπούλου από τη Βυτίνα έπεσε μαζί με το παιδί της στον ποταμό Λούσιο και πνίγηκαν για να γλυτώσουν την ατίμωση ή τη σφαγή.

Να μη λένε λοιπόν μεγάλες κουβέντες οι μαυρόψυχοι και δειλοί κρυφοί Χρυσαυγίτες χιτλερικοί και Ελληναράδες του γλυκού νερού, ας θυμούνται το ισοκρατικό: «Μηδενί συμφοράν ονειδίσης, κοινή γάρ ή τύχη και το μέλλον αόρατον».
πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Μάριος Φραγκούλης: Όταν ήμουν παιδί... / Καλημέρα σας...

Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι κρατάει
στα ίδια μέρη κι απόψε η ζωή θα τους πάει.
θα περάσουν ξανά απ' της μνήμης τα σπίτια
από θάλασσες άδειες, απ' του φόβου τα δίχτυα

Θα σταθούνε μαζί και θα δουν να περνάνε
σαν ποτάμια οι στιγμές που ποτέ δε γυρνάνε
και τα πρόσωπα που έγιναν δρόμοι κι αιώνες
και τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες
Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ' τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να 'χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο

Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι θα πιάσει
σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει
θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει
σ' έναν κόσμο μισό που τους δυο δεν χωράει.
Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ' τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να 'χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki