Thursday, 2 January 2025

Τα όνειρά μας... / Καληνύχτα σας...

Κάθε που ξεκινάει η χρονιά…
.....
"Να κάνω αυτό, εκείνο, το άλλο το παράλλο…".
Και αυτό είναι όμορφο. Είναι καλό.
Θέλει όμως και μια προσοχή.
Να μην γίνουμε σκλάβοι των ονείρων.
Να μην αφήσουμε τα θέλω μας να μας καθοδηγούν.
Να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να απογοητευτεί αν κάτι, στην τελική, μείνει απ' έξω.

Τα όνειρα είναι για να μας υπηρετούν και όχι για να τα υπηρετούμε.
Βάλε τους στόχους σου. Ψάξε να δεις τα θέλω σου.
Πρόσεξε, όμως, να μην αφεθείς και γίνεις έρμαιο σε αυτά.

Τα όνειρα είναι για να μας υπηρετούν και όχι για να τα υπηρετούμε.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Κικέρωνας, το Ρεβίθι, το Στραγάλι και ο Κοντορεβιθούλης

Ρεβίθι χωρίς κουκί (Πάει; Δεν πάει!)

Για σκέτο ρεβίθι, χωρίς κουκί, δεν ξέρω να έχει γραφτεί τραγούδι, εκτός αν έχετε εσείς κάτι υπόψη σας.
Θυμάμαι πριν από κάμποσα χρόνια, τότε που είχα κι εγώ μικρά παιδιά και πρόσεχα και τα άλλα, ένα πιτσιρίκι είχε ρωτήσει τη μητέρα του γιατί στο γνωστό παιδικό τραγούδι το κουκί και το ρεβίθι εμαλώσανε στη βρύση.

«Ποιο θα πιει πρώτο νερό», απάντησε η μητέρα, μια απάντηση πρακτική και όχι εντελώς άστοχη. Όσοι γεννήθηκαν σε σπίτια με τρεχούμενο νερό, δεν έχουν μνήμες από την καθημερινή διαδρομή με τη στάμνα στη βρύση, όπου, πέρα από τη συζήτηση και την αλληλοενημέρωση, υπήρχαν και οι αναπόφευκτες προστριβές για τη σειρά, μια και το γέμισμα της στάμνας βαστούσε πολλή ώρα κι έτσι κι αλλιώς δεν είναι σωστό να σου φάει η άλλη τη σειρά (το κουβάλημα του νερού ήταν γυναικεία δουλειά· άλλωστε, οι περισσότερες ήταν).
Εμείς για τις ανάγκες του άρθρου μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κουκί και το ρεβίθι διαπληκτίστηκαν για το ποιο από τα δυο θα αποτελέσει το αντικείμενο του σημερινού άρθρου.

Αν και σπανιότερο στη καθημερινότητά μας, το κουκί είναι ασύγκριτα πιο ενδιαφέρον από γλωσσική-λαογραφική άποψη· όμως έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλιότερα άρθρα μας σε μερικά από τα γλωσσικά του κουκιού, οπότε τελικά ο κλήρος έπεσε στο ρεβίθι.

Το ρεβίθι προέρχεται από το αρχαίο ερέβινθος, που δήλωνε και το φυτό και τον καρπό, και το επίθημα -νθος πάντα μας κάνει να σκεφτόμαστε δάνειο από κάποια μεσογειακή γλώσσα, και από το ερεβίνθιον προέκυψε το ρεβίνθιον και ρεβίθιον και ροβίθιον στα μεσαιωνικά χρόνια.

Τον τύπο ροβίθι που ήταν πολύ διαδεδομένος παλιότερα, ο Χατζιδάκις τον είχε εξηγήσει από την παρετυμολογική επίδρ. της λέξης «ρόβι» (άλλο όσπριο αυτό), αλλά ο Θ. Μωυσιάδης (και πιο πριν ο Φιλήντας) από την επίδρ. του χειλικού.
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει βάση η παλιότερη ορθογραφία ρεβύθι, που διατηρείται ακόμα. (Στην περίπτωση της *μπύρας, το αδικαιολόγητο ύψιλον εξηγήθηκε με την αναλογία του «ζύθος»· εδώ, δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε).

Στα λατινικά το ρεβίθι λέγεται cicer, ή πληρέστερα cicer arietinum, όπως είναι το βοτανικό του όνομα. Σε αυτή τη δεύτερη λέξη οι ασχολούμενοι με τα ζώδια ίσως αναγνωρίσουν το Aries, το πρώτο ζώδιο του κύκλου, τον δικό μας κριό.

Κριόμορφο είχαν αποκαλέσει το ρεβίθι οι Ρωμαίοι, διότι πράγματι αν το κοιτάξεις από κοντά έχει ένα κερατάκι σαν του κριαριού. Στην πρώτη όμως λέξη, που σήμερα οι Ιταλοί την προφέρουν τσίτσερ αλλά οι Ρωμαίοι της εποχής την πρόφερναν «κίκερ», θα αναγνωρίσουμε όλοι τον Κικέρωνα, τον μεγάλο λόγιο της εποχής της δημοκρατίας στη Ρώμη.

Ο Μάρκος Τούλιος Κικέρων (Cicero) είχε αυτό το επώνυμο επειδή, λέει ο Πλούταρχος, κάποιος πρόγονός του είχε στην άκρη της μύτης του μια χαρακιά σαν του ρεβιθιού (σε άλλες πηγές λέει ότι είχε στη μύτη ένα σπυρί σαν ρεβίθι, αλλά αυτό δεν το λέει ο Πλούταρχος). Όταν αποφάσισε ο Κικέρωνας να ασχοληθεί με την πολιτική, κάποιοι φίλοι του τον παρότρυναν να αλλάξει επώνυμο, αλλά εκείνος, που ήξερε πως ο άντρας κάνει τη γενιά, τους απάντησε πως θα κάνει το όνομα Κικέρωνας ένδοξο.

Και τα κατάφερε, αφού το όνομά του όχι μόνο εξακολουθεί και σήμερα να είναι γνωστό, αλλά επειδή έχει περάσει και στη γλώσσα σαν ουσιαστικό, τουλάχιστον στα ιταλικά, όπου cicerone είναι ο ξεναγός (και ειρωνικά ο πολύξερος)· αλλά και στη γλώσσα μας ακουγόταν παλιότερα η λέξη «τσιτσερόνε» για τους ξεναγούς, αν και δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται και σήμερα· πάντως, γκουγκλίζεται.

Αυτό το λατινικό cicer έχει περάσει στη σημερινή ονομασία του ρεβιθιού στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ας πούμε chick-peas στα αγγλικά ή pois chiches στα γαλλικά, παρόλο που οι Ισπανοί έχουν το ηχηρό (και μάλλον βάσκικο) garbanzo. Στα σέρβικα πάλι (και στην ακατονόμαστη γλώσσα των νοτίων γειτόνων τους) τα ρεβίθια λέγονται λεμπλεμπλιά, που μας θυμίζει τα δικά μας λεμπλεμπιά, που βέβαια έτσι λέμε εμείς τα στραγάλια, ιδίως τα μαλακά και γλυκά -η λέξη είναι τούρκικη.

Αλλά και τι είναι τα στραγάλια; Ρεβίθια καβουρδισμένα· φρυκτοί ερέβινθοι (όχι φρικτοί!) που έλεγε κάποιο παλιό λεξικό. Στα αραβικά, διαβάζω, το ρεβίθι είναι χούμους, που κι αυτό κάτι μας θυμίζει, γιατί ο χούμους είναι αλεσμένο ρεβίθι ανακατεμένο με ταχίνι.

Οι αρχαίοι τα ήξεραν λοιπόν τα ρεβίθια, που μάλιστα τα βρίσκουμε και στον Όμηρο («θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ή ερέβινθοι», Ν589) και τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, τόσο ως ρεβίθια όσο και ως στραγάλια. Ο Ξενοφάνης περιγράφει μιαν ειδυλλιακή σκηνή, να ξαπλώνεις πλάι στο τζάκι, φαγωμένος, να πίνεις γλυκό κρασί, να μασουλάς ερεβίνθους και να διηγείσαι παλιές ιστορίες στους φίλους σου, «πόσω χρονώ ήσουν όταν ήρθαν οι Μήδοι;»: πὰρ πυρὶ χρὴ τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρῃ ἐν κλίνῃ μαλακῇ κατακείμενον͵ ἔμπλεον ὄντα͵ πίνοντα γλυκὺν οἶνον͵ ὑποτρώγοντ΄ ἐρεβίνθους· τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν͵ πόσα τοι ἔτη ἐστί͵ φέριστε; πηλίκος ἦσθ΄ ὅθ΄ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; [λέω: να μασουλάς ερεβίνθους, επειδή δεν είμαι βέβαιος αν εννοεί ρεβίθια, ή στραγάλια]

Στον μεσαιωνικό Πωρικολόγο πάλι βρίσκουμε τον Ροβίθιο τον κουκουβαγιομύτη· εκεί που οι Ρωμαίοι είδαν κέρατο κριαριού στη μυτούλα του ρεβιθιού (αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, κάποιαν ποικιλία ρεβιθιών την ονόμαζαν «κριούς») οι βυζαντινοί είδαν μύτη κουκουβάγιας, που μου φαίνεται πιο πετυχημένο.
...................
Το ρεβίθι πάντως χρησιμοποιείται συχνά για παρομοιώσεις μεγέθους. Και βέβαια, μπορεί ο Κοντορεβιθούλης , κοντός σαν ρεβίθι, να είναι πολύ μικρός, αλλά ένα σπυρί σαν ρεβίθι είναι μεγάλο, όπως και ένα πολύτιμο πετράδι· στη Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου βρίσκει κανείς «ρεβιθέινον μαργαριτάρι» που αυτό σημαίνει, μεγάλο σαν ρεβίθι. Καμιά φορά και ειρωνικά, όπως στο δημοτικό «Άντρα ψηλό μου δώσανε, ψηλό σαν το ρεβίθι» (είναι και παχύς σαν το βελόνι, αν θυμάμαι καλά).

Στην Κατοχή, που ο καφές είχε εξαφανιστεί, τον υποκαθιστούσαν με τριμμένο ρεβίθι (μερικοί και σήμερα το πίνουν αυτό) ή ακόμα και «κριθάρι ανακατεμένο με ρεβίθι», όπως βρίσκουμε σε ένα θεατρικό του Κοτζιούλα.

Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, σπανιότερος αυτός, για να τρώμε τα ρεβίθια: χλωρά, πράσινα, αλατισμένα. Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά έχω ακούσει πως τα φρέσκα ρεβίθια τα πουλούσαν παλιότερα (ή ακόμα; ) στην Πάτρα στο δρόμο ή στις λαϊκές σε μάτσο, και τα λέγαν «τσίτσιρι» (ο Κικέρωνας ξαναχτυπάει). Τώρα που το σκέφτομαι, και στους στίχους του Ξενοφάνη που παρέθεσα πιο πάνω, μπορεί οι ερέβινθοι αυτοί να είναι χλωροί.

Φαγητό της φτωχολογιάς πάντως παρέμειναν τα ρεβίθια, όπως και τ’ άλλα όσπρια, και καλλιέργεια φτωχική και τα ίδια, αφού ευδοκιμούν και σε φτωχά εδάφη. Όταν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1895 είχε ρίξει τις τιμές των οσπρίων, ο Σουρής έγραψε στον Ρωμηό:

Τι Κορδόναρος αλήθεια!
με φασόλια και ρεβίθια
θα παχύνεις σαν γουρούνι
κι όπως λένε μερικοί
δεν θα τρώμε τη φακή
καθώς τώρα με πιρούνι.

θυμίζοντας την παλιά παροιμία «Τρώει τη φακή με το πιρούνι» που λεγόταν για τους πάμφτωχους, και που ξέχασα να την αναφέρω στο άρθρο για τη φακή που είχα δημοσιέψει εδώ πριν από μερικούς μήνες . Για τα ρεβίθια ανάλογη παροιμία δεν υπάρχει, ίσως επειδή είναι λίγο πιο εύκολο να τα τρως με το πιρούνι, αλλά και γενικότερα, εδώ που τα λέμε, για το ρεβίθι δεν έχω βρει καμιά παροιμία, αν και κατά πάσα πιθανότητα κάπου κάποια θα υπάρχει· ούτε παροιμιακή έκφραση έχω βρει, και εδώ μπορώ να πιθανολογήσω ότι μάλλον δεν υπάρχει καμία, τουλάχιστον γνωστή, γιατί τις περισσότερες τις έχουμε καταγράψει.

Μια και δεν έχω τίποτα το παροιμιακό ή φρασεολογικό με τα ρεβίθια, θα ακυρώσω τον τίτλο του άρθρου και θα κλείσω κάνοντας αναφορά, ακριβώς, στο κουκί και στο ρεβίθι. Η γνωστότερη παραλλαγή, που μαλώνανε στη βρύση και τα έβαλε φυλακή η φακή, δεν είναι καθόλου η μοναδική, Υπάρχουν πάμπολλες άλλες, και είναι πολλά τα δημοτικά που ξεκινάνε «να σας πω ένα παραμύθι / το κουκί και το ρεβίθι» για να συνεχιστούν απρόβλεπτα και ελαφρώς σουρεαλιστικά, όπως το εξής νισυριώτικο:

Το κουκί και το ρεβίθι
και του Φράγκου το κορίτσι
κάθεται στο παραθύρι
και φωνάζει γούι γούι
και κανείς δεν το ακούει
κι ώσπου νάρτει η μαμά του
και η σκύλα η αδερφή του
πέρασε ο άγγελος
και πήρε την ψυχή του.

Αλλά, παραμύθι είναι, όπως θέλουμε το συνεχίζουμε.

Με τον τίτλο «Το κουκί και το ρεβίθι» υπάρχει και ένα θεατρικό του Καμπανέλλη, που το ανέβασε ο θίασος Καρέζη - Καζάκου λίγο πριν πέσει η δικτατορία, μετά το «Μεγάλο μας τσίρκο», ενώ τα δυο τους τα βρίσκουμε και σε πολλά τραγούδια, σχεδόν πάντα σε ρίμα με το παραμύθι, όπως στο Παραμύθι του Ξυλούρη:


https://www.youtube.com/watch?v=qh3ZehztHMo

..............
περισσότερα
εδώ
Το Χαμομηλάκι

Ευγένιε, κι αν ο Παράδεισος δεν έχει μπερντέ, για σένα φτιάχνουν οι Άγγελοι...

Κι αν ο Παράδεισος δεν έχει μπερντέ, 
για σένα τώρα φτιάχνουν οι Άγγελοι...,
και με τα χέρια, τις φωνές,
με μουσικές και με το Φως,
χαρά και γέλια θα σκορπάς 
μες στων παιδιών τον Κήπο.

ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ: ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
Ο ΓΝΗΣΙΟΣ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Ευγένιος Σπαθάρης, ο λαϊκός καλλιτέχνης με το δυναμικό πνεύμα, ο γνήσιος εμψυχωτής ενός λαϊκού ήρωα, ο ζωγράφος με την πλούσια χρωματική ζωντάνια , ο αληθινός εκφραστής της ελληνικής παράδοσης, μα, πάνω απ' όλα, η προσωποποίηση της ανθρωπιάς και της απλότητας.

Γεννήθηκε στην Κηφισιά, το 1924, μέσα στην τέχνη του πατέρα του, Σωτήρη, την οποία ελάτρεψε.
Από μικρός έδειχνε ότι ήταν ένα ανήσυχο, ερευνητικό πνεύμα αλλά και ένα πολύπλευρο ταλέντο.

Όταν οι άσχημες συνθήκες της γερμανικής κατοχής ήταν πλέον βέβαιο ότι δεν θα του επέτρεπαν να ακολουθήσει τον τομέα της αρχιτεκτονικής, που επίσης αγαπούσε, αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στο θέατρο σκιών.
Στόχος του ήταν να ανεβάσει πολύ ψηλά τον Καραγκιόζη, τόσο σαν σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα όσο και σαν εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής. Έτσι, ο Καραγκιόζης σταματά να μας παρακολουθεί και να μας διασκεδάζει μόνο από τον μπερντέ του: εμψυχώνεται, εκσυγχρονίζεται, εμφανίζεται σε όλον τον κόσμο, γίνεται τραγούδι και στο τέλος, αποκτά "ένα κεραμίδι" για να ξαποσταίνει που και που. Όλα αυτά κατάφερε να πραγματοποιήσει ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο δάσκαλος του ελληνικού θεάτρου σκιών, όπως τον αποκαλούν και το πέτυχε με τέτοια προσοχή και ευλάβεια απέναντι στην τέχνη, που ο ήρωας μας δεν έχασε ούτε την ελληνικότητα του αλλά ούτε την γνήσια λαϊκότητα που εκπροσωπεί.

 διάβασε εδώ

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki