Thursday 21 September 2023

Φθινόπωρο, η αγαπημένη εποχή των ποιητών - Στίχοι και μελωδίες για το φθινόπωρο...

«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...».
Γκαίτε

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι. 
Σύμφωνα με τον υπέροχο και πασίγνωστο αυτό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη (πρόκειται για την αρχή του ποιήματος «Ελένη», από την ενότητα «Σποράδες» της Συλλογής «Προσανατολισμοί»), όλοι έχουμε την αίσθηση πως το φθινόπωρο αποτελεί πια πραγματικότητα, καθώς βιώνουμε τα πρώτα ανεπαίσθητα βήματα του ερχομού του: τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, το μεγάλωμα της νύχτας, το δροσερό αεράκι τα πρωινά και τα βράδια, την επάνοδο των περισσότερων παραθεριστών…

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός το ότι το φθινόπωρο, αυτή η εποχή της γλυκιάς μελαγχολίας τόσο στη φύση όσο και στην ανθρώπινη ψυχή, υπήρξε ανέκαθεν και θα είναι, για πάντα, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και για τους ποιητές και για τους μουσικοσυνθέτες, Έλληνες και ξένους… Πόσα, στ’ αλήθεια, ποιήματα και πόσες μελωδίες έχουν γραφεί γι’ αυτή την εποχή, που ο καθένας μας –άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο– αγαπάει και περιμένει!
Πιστεύω πως ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα φθινοπωρινά… τραγούδια είναι το περίφημο «Les feuilles mortes» («Τα νεκρά φύλλα»), με μουσική του Joseph Kosma, στίχους του σπουδαίου Γάλλου ποιητή Jacques Prévert, και ερμηνευτή τον αλησμόνητο Yves Montand.

Oh, je voudrais tant que tu te souviennes
Des jours heureux où nous étions amis.
En ce temps - là la vie était plus belle
Et le soleil plus brûlant qu’ aujourd’ hui.


Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Tu vois, je n’ ai pas oublié,
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi.

Et le vent du nord les emporte
Dans la nuit froide de l’ oubli.
Tu vois, je n’ ai pas oublié
La chanson que tu me chantais.


C’ est une chanson qui nous ressemble,
Toi, tu m’ aimais et je t’ aimais,
Et nous vivions tous les deux ensemble,
Toi qui m’ aimais, moi qui t’ aimais.


Mais la vie sépare ceux qui s’ aiment
Tout doucement, sans faire de bruit
Et la mer efface sur le sable


les pas des amants désunis…

Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.

Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.

Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.

Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.

Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…

«Φθινοπώριασε» είναι ο τίτλος ενός πραγματικά θαυμάσιου ποιήματος του μεγάλου Γάλλου ποιητή Arthur Rimbaud. Η απαγγελία της σύνθεσης από τον Γιώργο Κιμούλη είναι κυριολεκτικά συγκλονιστική…

Ο περίφημος λυρικός ποιητής μας Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), εμπνευσμένος από την εποχή του φθινοπώρου στη θάλασσα, έγραψε το υπέροχο ποίημα «Θαλασσινό φθινόπωρο», το οποίο μελοποίησε ο Μιχάλης Τερζής, και ερμήνευσε θαυμάσια ο Κώστας Καράλης.

Θαλασσινό φθινόπωρο
στον πάτο έχει σκεπάσει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών τα δάση.

Και μια θολούρα αδιάκοπη
ποιος ξέρει που ’χει πάρει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών το σμάρι.

Σαν κάστρα που ρημάξανε
τα βράχια στο Λιμάνι
μόνο της μπόρας έμειναν
οι γλάροι καπετάνιοι.

Κι η χειμωνιάτικη νυχτιά
μονάχα αυτή το ρίχτει
στην κυματούσα θάλασσα
το σκοτεινό της δίχτυ.
Στην Ενότητα Β της Συλλογής «Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» του Τάσου Λειβαδίτη ανήκει ένα θαυμάσιο ποίημα, με τίτλο «Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.

Στην Ενότητα Γ της ίδιας Συλλογής Τάσου Λειβαδίτη ανήκει και το πανέμορφο ποίημα «Φθινοπωρινό σούρουπο».

Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.

Και ο Νίκος Γκάτσος, εμπνευσμένος κι αυτός από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, έγραψε το ποίημα «Δάκρυα του φθινοπώρου», το οποίο μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, και ερμήνευσε υπέροχα η Δήμητρα Γαλάνη.

Αργά χθες τη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, βγήκα στη βεράντα. Ύψωσα το βλέμμα μου στον ουρανό κι αντίκρυσα το φεγγάρι. Ήταν γερμένο, μισόγιομο, κι απέπνεε θλίψη και παράπονο. Το φως του θαμπό, λιγοστό, μελαγχολικό. «Το φθινοπωρινό φεγγάρι» σκέφθηκα… «Το φεγγάρι του Σεπτέμβρη… Πόσο αλλιώτικο από την αυγουστιάτικη πανσέληνο…».
Η δροσιά της υποβλητικής, φθινοπωρινής νύχτας, που είχε τυλίξει το κορμί μου, μεταμορφώθηκε σε μιαν ανεξήγητη μελαγχολία, που κατέκλυσε την ψυχή μου… Μπήκα μέσα κι έκλεισα τη μπαλκονόπορτα. Κι αμέσως, θυμήθηκα εκείνο το γνωστό κι αγαπημένο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, το «Απόψε φθινοπώριασε», μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι, και ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά… Το σιγοτραγούδησα κι αποκοιμήθηκα, επαναλαμβάνοντας –ξανά και ξανά– τους στίχους:
Απόψε φθινοπώριασε
και τ’ όνειρο ξεθώριασε.
Καρδιά μου, κάνε υπομονή,
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί…

Εύχομαι από καρδιάς σε όλους ένα πανέμορφο Φθινόπωρο…
Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου

Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
palmografos

ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
Κώστας Καρυωτάκης
Δημοσιεύτηκε στον «Νουμά» (650), 21 Σεπτεμβρίου 1919

Πόθος
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ:
«ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ:
«Φθινόπωρο»
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα

Jacques Prévert:
«Τα νεκρά φύλλα»
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.

Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.

Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.

Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.

Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…

ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
από την ανθολογία: Χάικου, μτφ. Χρήστος Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας, εκδ. μάτι 2002

Φθινοπωρινό σούρουπο
στο γυμνό κλαδί
ένα κοράκι

Ατέλειωτη νύχτα
ο θόρυβος του νερού
διηγείται αυτά που σκέφτομαι

Ποτάμια ομίχλη
σπρώχνοντας το άλογο στο νερό
ο υδάτινος ήχος

Πεζοπόρος στη φθινοπωρινή πεδιάδα
πίσω μου
έρχεται κάποιος

Το βουνό σκοτεινιάζει
με την εκθαμβωτική πορφύρα
των φθινοπωρινών φύλλων

ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ

«Καλά, δεν έχεις 5 ευρώ;»

Όταν δεν έχεις λεφτά, αυτό που γερνά την ψυχή σου, δεν είναι η άδεια σου τσέπη, αλλά η διάψευση των ονείρων σου.

Αυτό έχω καταλάβει τον τελευταίο καιρό που δεν έχω μία, που υπάρχουν μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ πάνω μου. Και στις προτάσεις για καφέ, για βόλτα, για παγωτό, για κάτι οτιδήποτε μικρό, απαντώ «δεν έχω». Και τότε όλοι με ρωτούν: «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;». Το μόνο μου παρόν είναι το παρελθόν μου και η αγαπημένη μου θέα ο τοίχος.

Γράφει η Έλενα Καραμίχαλου
Η κάθε μου μέρα είναι μια συνεχής αναμονή στο σαλονάκι της αβεβαιότητας, με το μάτι καρφωμένο στην πόρτα. Ξέρεις πως αν ανοίξει, θα βγει το τέρας, απλά δεν ξέρεις ποιο ακριβώς. Αυτό που ξερνάει φλόγες και σε κάνει κάρβουνο, το άλλο που σε σφίγγει μέχρι να σκάσεις ή κάτι που δεν φαντάζεσαι;

Είναι μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ, αλλά αυτό νομίζω το ξαναείπα. Αυτό που δεν είπα, είναι πως το πιο τραγικό που μπορεί να συμβεί σε κάποιον, δεν είναι η αφραγκιά, αλλά το να σου αφαιρούν το δικαίωμά να δουλέψεις για να μπορέσεις να ζήσεις.

Κι έτσι, να προσποιείσαι τελικά, πως ζεις. 
Να τσουλάς τη μέρα σαν σπασμένο αυτοκινητάκι που του βάζεις μονωτική ταινία να το κολλήσεις, μπας και ξεγελαστείς ότι τρέχει. Δεν ξέρω πώς τη βγάζουν οι άλλοι, αλλά εμένα η μόνιμη αφραγκιά, η διαρκής ερώτηση «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;», μου φέρνει έναν καθημερινό μαρασμό που με αποκόβει ταυτόχρονα από τα δύο άκρα της προσωπικότητάς μου, αυτά που μέχρι τώρα με κρατούσαν ζωντανή: την ηθική και την ακολασία μου. Σκέφτομαι πώς ήμουν πριν έξι χρόνια και νιώθω σήμερα το ζωντανό κουφάρι της χθεσινής μου ζωής, που έχει πια χαθεί, όπως λέει και ο Πεσσόα.
Φοράω τα προπέρσινά μου ρούχα, συλλέγω το κατακάθι από το κραγιόν με τη μπατονέτα για τα αυτιά και είμαι ικανή να θρηνήσω για μικροπράγματα: μια τρύπα στη μπλούζα, ένα μικρό βούλιαγμα στο φτερό του αυτοκίνητου και ένα σπασμένο κουμπί στο πλυντήριο ρούχων.
Πανικοβάλλομαι για όλα όσα εχθές δεν έπαιρνα στα σοβαρά και που σήμερα έγιναν προϋπόθεση για να τη βγάλω καθαρή: τι καιρό θα κάνει αύριο, ελπίζω δροσιά για να μην χρειαστεί να ανάψω aircondition, πώς θα εξοφλήσω τα αγγλικά της μικρής, πόσο αυξήθηκε το γάλα και να βάλω κανένα μακαρόνι στην άκρη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.

Τα παιδιά μου μεγαλώνουν, το κορμί τους απλώνεται σαν κισσός να αγκαλιάσει τον κόσμο και τα ρούχα τους ολοένα και μικραίνουν πάνω τους. Και συνειδητοποιώ πως αυτό που άλλοτε θα με έκανε να χαρώ, να καμαρώσω, το πιο φυσιολογικό δηλαδή, «ότι το παιδί μου μεγαλώνει», τώρα με οδηγεί σε μια απελπισία που με ροκανίζει.

Όταν είμαι στις καλές μου, λέω «πού θα πάει, σε δέκα χρόνια τα πράγματα θα έχουν μπει στη θέση τους και όλα θα είναι καλά. Αν όχι για μας, για τα παιδιά μας». Όμως, είναι τέτοια η απόγνωση αυτές τις ώρες, που φοβάμαι πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάτι μέσα μου θα κλαίει για πάντα.

[singleparent]
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Το Φθινόπωρο ανθισμένο στο μπαλκόνι μας!


Χρυσάνθεμα
Πρόκειται για ένα πολύ αγαπημένο λουλούδι στη χώρα μας. Τα χρυσάνθεμα χωρίζονται σε αρκετές ποικιλίες, καθεμία από τις οποίες ανθίζει σε διαφορετική εποχή. Ωστόσο, όλα ανθίζουν ανάμεσα στον Αύγουστο και το Νοέμβριο. ....
..........
Ως φθινοπωρινά λουλούδια, τα χρυσάνθεμα μπορούν να αναπτυχθούν σε γλάστρες στο μπαλκόνι σου, ή παρτέρια στον κήπο, για να δέχονται το φως του ήλιου. 

Αν πρέπει να αναφερθεί άλλη μια σημαντική απαίτηση των λουλουδιών αυτών, είναι πως πρέπει να προστατεύονται από τον αέρα και τα έντονα καιρικά φαινόμενα, καθώς δεν είναι πολύ ανθεκτικά. 
Γενικά, θεωρείται ότι είναι καλή ιδέα το να αγοράζεις έτοιμες ανθοδέσμες για το σπίτι σου. Είναι οικονομικές και μπορείς να τις αντικαθιστάς, όταν μαραίνονται, χωρίς να ανησυχείς για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν.
Πανσέδες
Ο πανσές είναι ένα πανέμορφο καλλωπιστικό φυτό, κατάλληλο για εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Το μέγεθος τους (αναπτύσσουν ύψος μεταξύ 15- 30 εκατοστών) επιτρέπει τη φύτευση σε γλάστρες και παρτέρια, αλλά και την τοποθέτηση τους σε βάζα μέσα στο σπίτι. 
Τα χαρακτηριστικά χρώματα των πανσέδων είναι το μπλε, το μοβ, το κίτρινο και το λευκό. Πέρα από τη διακοσμητική τους φύση για το σπίτι, χρησιμοποιούνται και στη βοτανοθεραπεία.
Πώς θα τους συντηρήσεις; 
Οι πανσέδες δεν είναι πολύ απαιτητικά φθινοπωρινά λουλούδια. Ωστόσο, έχουν ανάγκη από σχετικά συχνό πότισμα, δηλαδή 2- 4 φορές την εβδομάδα. 
Πρόσεξε να μην ποτίζεις με μεγάλες ποσότητες νερού, για να μπορεί να στραγγίζει σχετικά γρήγορα το χώμα τους. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφέρουμε πως δεν είναι αποκλειστικά φθινοπωρινά λουλούδια, αλλά ανθίζουν και το χειμώνα και την άνοιξη

για περισσότερα λουλούδια στο πρασινούλι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki