Thursday, 12 December 2024

Οι έξι τυφλοί άνδρες και ο ελέφαντας

Μια φορά και έναν καιρό ήταν 6 τυφλοί άντρες που κάθονταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και συζητούσαν.
Έλεγαν πως ενώ η φύση τους είχε αδικήσει και δεν τους είχε δώσει την δυνατότητα να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους, όπως οι άλλοι άνθρωποι, εν τούτοις, τους είχε δώσει την δυνατότητα να αναπτύξουν περισσότερο τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, και κυρίως την αφή, ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν με τα χέρια τους τι είναι το κάθε τι που βρίσκεται μπροστά τους.
Όλοι συμφωνούσαν ότι μπορούσαν να ψηλαφίσουν κάτι με τα χέρια τους και να καταλάβουν αμέσως τι είναι αυτό που πιάνουν.

Παρακάτω, καθόταν ένας γέρος. Δεν μίλαγε, αλλά άκουγε με ενδιαφέρον και περιέργεια αυτά που έλεγαν οι 6 τυφλοί άντρες. Ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και η μεγάλη εμπειρία του από τη ζωή τον είχε κάνει σοφό. Είχε μάθει να μην βιάζεται να κρίνει ή να απορρίψει κάτι και να δέχεται πως κάθε πράγμα, κάθε θέμα, μπορεί να έχει πολλές όψεις. «Ένα πράγμα μπορεί να είναι έτσι αλλά και αλλιώς», συνήθιζε να λέει.

Μετά από αρκετή ώρα και αφού είχε ακούσει προσεκτικά όσα έλεγαν οι τυφλοί άντρες δίπλα του, τους πλησίασε και τους ρώτησε:
«Πώς είστε τόσο σίγουροι πως ό,τι ακουμπάτε, ό,τι ψηλαφίζετε με τα χέρια σας, μπορείτε να καταλάβετε αμέσως τι είναι και να είστε σίγουροι για αυτό; Πώς ξέρετε ότι δεν κάνετε λάθος;»
Οι 6 τυφλοί άντρες του απάντησαν ότι δεν κάνουν ποτέ λάθος και ότι αν ήθελε να το διαπιστώσει και ο ίδιος, μπορούσε να τους βάλει μία δοκιμασία.
Ο γέρος δέχτηκε και την επόμενη μέρα τους συνάντησε πάλι στο πάρκο για τη μεγάλη δοκιμασία.

Ο γέρος έφερε μαζί του έναν ελέφαντα και έβαλε τους 6 άντρες να τον πλησιάσουν και ένας ένας να τον ακουμπήσουν με τα χέρια ους και να του πουν τι είναι.
Ο πρώτος τυφλός άντρας, πλησιάζοντας τον ελέφαντα από το πλάι, έπεσε πάνω στο σκληρό και σταθερό του σώμα. Ψηλαφίζοντας με τα χέρια του την τεράστια και σκληρή πλευρά του ελέφαντα, κατέληξε με στόμφο:

« Μα αυτό είναι, φυσικά, ένας τοίχος!».

Ο δεύτερος τυφλός άντρας,
από εκεί που στεκόταν, πλησίασε τον ελέφαντα από μπροστά και έπιασε την προβοσκίδα του. Αφού περιεργάστηκε με τα χέρια του την μακριά, κυλινδρική προβοσκίδα του ελέφαντα, είπε με σιγουριά:

«Μου έχεις φέρει ένα φίδι, αυτό είναι ένα φίδι!».

Ο τρίτος άντρας,
που στεκόταν λίγο πιο πέρα, έπιασε τους χαυλιόδοντες του ελέφαντα. Ήταν λείοι και μυτεροί σαν βέλη και ο τυφλός άντρας αμέσως αναφώνησε:

«Αυτά που πιάνω είναι ακόντια, είναι σίγουρα ακόντια!».

Ο τέταρτος τυφλός άντρας,
που είχε μακριά χέρια, έπιασε τα αφτιά του ελέφαντα που κουνιούνταν πέρα δώθε και όπως τα περιεργάστηκε, κατέληξε:

«Είναι τα σκληρά φύλλα από έναν ανεμιστήρα που κουνιέται!».

Ο πέμπτος άντρας,
που ήταν πιο κοντός, έπιασε τα πόδια του ελέφαντα. Τα χάιδεψε με τα χέρια του μέχρι κάτω, τα έτριψε, και γυρνώντας προς τον γέρο-σοφό, είπε με μεγάλη βεβαιότητα:

«Είναι ένας χοντρός, τραχύς κορμός δέντρου, είμαι βέβαιος!».

Ο γέρος είπε και στον τελευταίο τυφλό άντρα να πλησιάσει και εκείνος, ψάχνοντας με τα χέρια του, έπιασε την ουρά του ελέφαντα. Ήταν μακριά, κυλινδρική και τραχιά σαν χοντρό σχοινί.

«Είναι σχοινί. Είναι σίγουρα ένα χοντρό, δυνατό σχοινί!» αναφώνησε.

Αφού τελείωσαν και οι έξι, ο σοφός γέρος τους φώναξε κοντά του και τους είπε:

«Κάνατε όλοι λάθος. Κανένας σας δεν βρήκε τι ήταν αυτό που είχε μπροστά του, που άγγιζε με τα χέρια του. Και όμως ήσασταν και οι έξι τόσο σίγουροι για τις απαντήσεις σας! Αυτό που πιάσατε όλοι σας ήταν ένας ελέφαντας. Ανάλογα όμως με την θέση όπου στεκόταν ο καθένας σας, ανάλογα με το ύψος του και το μάκρος των χεριών του, έπιανε με τα χέρια του ένα διαφορετικό σημείο του ελέφαντα. Έτσι, ένας νόμιζε ότι πιάνει έναν τοίχο, ο άλλος ένα φίδι, ο τρίτος ένα ακόντιο, ο τέταρτος τα φύλλα ενός ανεμιστήρα, ο πέμπτος έναν κορμό δέντρου και ο τελευταίος ένα δυνατό σχοινί. Κανένας σας όμως δεν κατάλαβε ότι αυτό που αγγίζατε, αυτό που περιεργαζόσασταν και ψηλαφίζατε ήταν πολύ μεγαλύτερο και είχε και άλλα μέρη, και άλλες πλευρές και άλλα σημεία που θα μπορούσατε να πιάσετε για να καταλάβετε τι πραγματικά είναι. Έτσι, κανένας σας δεν προχώρησε πιο πέρα για να αγγίξει και τα άλλα μέρη του ελέφαντα, κανένας δεν είχε ολοκληρωμένη αίσθηση του σώματος του ελέφαντα, ώστε, από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του, να μπορέσει να καταλάβει ότι αυτό που αγγίζει είναι ένας ελέφαντας!».
Οι έξι τυφλοί άντρες είχαν χάσει τη μιλιά τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο λάθος είχαν κάνει όλοι τους. Έτσι, με σεβασμό ζήτησαν, πλέον, από τον σοφό γέρο να τους εξηγήσει το λάθος τους, ώστε να μπορέσουν να γίνουν καλύτεροι.

Και ο γέρος τους είπε:
«Ο κάθε άνθρωπος, και αυτός που τα μάτια του βλέπουν καλά και καθαρά, ανάλογα με το ποιος είναι και με τη θέση που βρίσκεται, μπορεί να βλέπει ή να νιώθει διαφορετικά το ίδιο πράγμα. Για να είμαστε σίγουροι για κάτι, πρέπει να το επιβεβαιώσουμε πολύ καλά και πολλές φορές και κυρίως, πρέπει να το πλησιάσουμε, να το «δούμε» ολόκληρο. Εσείς δεν ψηλαφίσατε τον ελέφαντα ολόκληρο. Ο καθένας σας άγγιξε το σημείο από το σώμα του ελέφαντα που ήταν πιο κοντά του και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα του, το οποίο βέβαια, ήταν λάθος γιατί αφορούσε μόνο ένα κομμάτι και όχι το σύνολο. Δεν μπορούμε να κρίνουμε κάτι και να βγάλουμε συμπέρασμα, ότι και να είναι αυτό, εάν δεν το δούμε, δεν το «αγγίξουμε» από παντού, από όλες τις πλευρές του, ώστε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα και να μπορούμε να εκφράσουμε μία σωστή άποψη.»
«Ένας ακόμα λόγος που δεν μπορέσατε να βρείτε τι είναι αυτό που όλοι σας αγγίζατε, είναι ότι δεν συνεργαστήκατε μεταξύ σας. Ακόμα και χωρίς να ξέρετε ότι σε όλους σας έχω δώσει τον ίδιο ελέφαντα να πιάσετε, αν μιλούσατε μεταξύ σας και λέγατε ο ένας στον άλλον τι πιάνετε με τα χέρια σας και τι καταλαβαίνετε από αυτό, τότε συνδυάζοντας τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις σας από το άγγιγμα του ελέφαντα, θα μπορούσατε να βρείτε τι είναι.
Πάντοτε έχουμε να κερδίσουμε από τη συνεργασία με άλλους ανθρώπους ακόμα και αν θεωρούμε ότι αυτά που κάνει ο καθένας μας είναι διαφορετικά και δεν έχουν σχέση με αυτά που κάνει ο άλλος.
Αν λέγατε όλοι τη γνώμη σας για το τι είναι αυτό που αγγίζατε, αν ανταλλάσσατε απόψεις, στο τέλος θα καταφέρνατε συνδυάζοντας τις γνώμες σας και τα ευρήματα σας να βρείτε την αλήθεια. Πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα, είναι καλό να μιλάμε και με άλλους ανθρώπους, να ακούμε και να προσπαθούμε να καταλάβουμε και την δική τους άποψη, πριν βεβαιωθούμε για τα δικά μας συμπεράσματα.»
______
(προσαρμοσμένο από το ποίημα “Six Blind Men and the Elephant” του Αμερικανού ποιητή John Godfrey Saxe (1816-1887)


letsfamily.gr
antikleidi.com

Το κατσαρόλι - Ο μεγάλος δάσκαλος, που γέννησε μέσα μου τον έρωτα για την Παιδεία!

Το κατσαρόλι με έμαθε πολλά πράγματα. Περισσότερα από όσα, ίσως, φαντάστηκαν οι γονείς μου....

Με έμαθε να εκτιμώ τους ανθρώπους που εργάζονται καταπονώντας το σώμα τους και να τους σέβομαι απεριόριστα.
.
Αν κάποια στιγμή καταλάβαιναν πως «δεν παίρνουμε τα γράμματα»,
θα μας έπλεναν το ωραίο μας κατσαρόλι και θα πηγαίναμε
την επόμενη μέρα για μεροκάματο.
Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Οι γονείς μου ήταν εργάτες και οι δύο, εργαζόμενοι από την εφηβεία τους. Γνωρίστηκαν στη Γερμανία, διπλοβάρδιες στα εργοστάσια, αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν οικόπεδο, να χτίσουν σπίτι και να επιστρέψουν στην πατρίδα, όπου δεν είχαν τίποτα. 
.
Εγώ και η αδερφή μου μεγαλώσαμε σχεδόν μόνες μας. Από την πρώτη Δημοτικού φτιάχναμε το πρωινό μας (όχι σαν αυτό το διαφημίσεων), κλειδώναμε το σπίτι, περπατούσαμε 15 λεπτά ως τη στάση του λεωφορείου και πηγαίναμε στο σχολείο. Επιστρέφαμε, ζεσταίναμε το φαγητό μας και στρωνόμασταν αμέσως στο διάβασμα. Οι γονείς έλειπαν από τα ξημερώματα και επέστρεφαν αργά το απόγευμα. Στις διπλοβάρδιες, την επομένη το πρωί.

Η μητέρα μου μόλις επέστρεφε, πάντα έκανε την ίδια ερώτηση: Διαβάσατε;

Ήταν αγράμματη, οπότε δεν μπορούσε και να μας ελέγξει. Αν απαντούσαμε καταφατικά, μας άφηνε να παίξουμε τον υπόλοιπο χρόνο που έμενε μέχρι να πάμε για ύπνο. Αν καταλάβαινε ότι δεν είχαμε ακριβώς τελειώσει τα μαθήματα, έλεγε την φράση που έμεινε παροιμιώδης στην οικογένεια: «Να καθήσετε να τελειώσετε το διάβασμα, εκτός αν θέλετε να πάω να πλύνω τα κατσαρόλια».

Ο μύθος, που εμείς ως παιδιά είχαμε πιστέψει, ήταν πως μας είχαν αγοράσει από ένα κατσαρόλι. Το κατσαρόλι ήταν ένα μεταλλικό σκεύος, στο οποίο έβαζαν το φαγητό τους για να φάνε το μεσημέρι στο εργοστάσιο. Γιατί βέβαια δεν ξόδευαν δεκάρα για να αγοράσουν οτιδήποτε από τις καντίνες. Μας είχαν πει λοιπόν, πως αν κάποια στιγμή καταλάβαιναν πως «δεν παίρνουμε τα γράμματα», θα μας έπλεναν το ωραίο μας κατσαρόλι και θα πηγαίναμε την επόμενη μέρα για μεροκάματο. Μπορεί να μην ήξερα τι διαφορά θα είχε η δουλειά που θα έκανα τελειώνοντας το σχολείο από αυτή που έκαναν οι δικοί μου στο εργοστάσιο, αλλά ήξερα πως ο πατέρας μου όταν ήταν στο σπίτι, δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτ’άλλο εκτός από το να πέσει για ύπνο. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τα νεύρα του ήταν σε τέτοιο χάλι που κρατούσαμε την αναπνοή μας για να μην ακούει ήχους (άλλη φορά θα σας πω τι συνέβαινε, αν γινόταν το λάθος και τους άκουγε). Ήξερα ακόμα πως τα παπούτσια του ήταν γεμάτα μεταλλικά ρινίσματα (γρέζια τα έλεγε) και μαζί με τη μητέρα μου τα βγάζαμε ένα-ένα για να σώσουμε τα παπούτσια. Ήξερα ότι τα χέρια της μάνας μου είχαν ρόζους και έτριβε κάθε βράδυ τα μπράτσα και τα δάχτυλά της βογκώντας. Και κάθε φορά που άκουγα την απειλή για το κατσαρόλι, μολονότι ...

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki