Monday 3 September 2007

Emperor's new suit

Αγαπητό μου χαμομηλάκι,

βρήκα ένα παραμύθι στα Αγγλικά το οποίο θα αρέσει στα μικρά χαμομηλάκια!

In a time that is now almost forgotten there was a great land that had an Emperor.
He was a very strange Emperor indeed! He was not at all interested in conquering new lands. He was not at all interested in seeing how well his soldiers paraded up and down the street in front of his palace. He was not at all interested in music, dance or even the theater.
The only thing that interested the emperor was buying and wearing new clothes. He would spend all the money that his tax collectors collected on clothes made of fine cloth.
The King's wardrobe grew as each year passed and everyone lived merrily in the capital where the King kept his clothes.

One day two strangers came to the capital. One of them was very large and wore a stunning yellow suit and the other was very short and wore a very handsome green suit. Both of them had magnificent hats made of rare feathers from distant lands. They introduced themselves to the most important people in the capital and told them of all the incredible creations they had made for dukes and duchesses, counts and countesses, princes and princesses, Kings and Queens and all sorts of very important people around the world. They even bragged that they used magic silk that would render the clothes invisible to anyone who did not have enough intelligence, education, and wisdom to be holding the position they did in the Kingdom.

It was not long after the arrival of these two tailors that the King heard of their skills and commanded that they be brought to the palace. He thought to himself that these clothes would be the best purchase he could ever make. He thought that he might catch every individual in a job that should not have the job. He would remove everyone who was foolish from his or her office. He called the head tax collector and told him to double the taxes and to take the money to the two tailors. He sent a message to tell them to create the finest suit ever made. The Emperor even had a studio built in the most beautiful wing of the palace and had the finest looms put at their disposal. The two weavers were very demanding and asked for dozens of things. They did not sit still at all during the day. They appeared to be working on the looms that the Emperor had provided and were often seen running up and down between them turning knobs and gears and yelling quite loudly at each other that all was going well.

Barely a month had passed by and the Emperor was beginning to grow anxious. He knew that it must take a fair amount of time to produce such a wonderful suit but he wanted to know if it was getting close to being finished. The Emperor was a bit nervous as he recalled the promises of the tailors. Only very wise and intelligent people would be able to see the cloth that they were weaving on the looms. Only those people that were fit for their jobs would be able to gaze upon the cloth. The Emperor thought that he didn't have anything to worry about but thought that it would be better if he sent someone in his place to see how his suit was progressing. After a few minutes of reflection he sent a servant to find the High Minister of the palace. "He will be able to tell me how the suite looks", the Emperor spoke to himself, and "he is a very wise man and looks after all the affairs of the palace."

The High Minister went to see how the suit was progressing and entered the large room where the tailors were hard at work. He heard the looms creaking and saw them running and yelling at each other to be careful with the fabric. The High Minister rubbed his eyes and was about to say: "What have you been doing here all this time. I see nothing on your looms." Before he let the words out of his mouth he bit his tongue. He did not say a word. The two tailors had seen the High Minister enter the room. They walked over to him and invited him to inspect the cloth and the intricate designs that they had woven. They walked between the looms pointing at the air, as there was nothing on them. "Is it possible", thought he "that I am too stupid to hold my office and that I am not as wise as I thought myself to be?" he walked beside the tailors and continued to nod his head and muttered that he had never seen such wonderful work.

"It will never do", said he "that I tell anyone in the Kingdom that I couldn't even see a thread."
"The patterns and designs are superb" the High Minister began "they are so intricate and lovely that the Emperor is sure to find them to be the finest in the land. I will go directly to the Emperor and tell him that your work is astonishing and that he should not be impatient as fine cloth such as this takes time to make." "We are very happy that you appreciate our work," said the two tailors. The tailors than asked that the High Minister bring them more jewels, silk, and gold so that they could complete their designs and patters. They pointed to the empty frames and explained where each piece must be placed. The High Minister listened with great attention and tried to remember every word they said so he could repeat their words verbatim to the Emperor.

In case you want to read what happens next, follow the link: Emperor's new suit
Αγαπητό μου χαμομηλάκι,

βρήκα στο διαδύκτιο ένα site που περιέχει 35 παιδικά τραγουδάκια σε mp3 μορφή! Πιστεύω ότι αξίζει να τα κατεβάσει κάποιος και για τον ίδιο αλλά και για το παιδάκι του.

Η διεύθυνση είναι εδώ: Anatolikos

Μερικοί τίτλοι είναι οι εξής:

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Η ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΑΓΕΛΑΔΑ
ΗΤΑΝ ΈΝΑΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ
ΠΕΡΝΑ ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ
ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΣ ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ
Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑ
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
ΧΑΡΩΠΑ ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙΑ
ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ
ΤΙ ΧΑΡΑ
ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΌΛΟΙ

Στα χρόνια της «παιδαγωγικής της βέργας»

τότε που ο δάσκαλος ήταν ο φοβερός «μπαμπούλας»!
- Τρία κείμενα (αποσπάσματα):

  • Ν. Καζαντζάκης, [Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου]
  • Κ. Παλαμάς, [Θα σας λιώσω στο ξύλο, διαβόλοι]
  • Η «γάνωσις» του Κώστα Κρυστάλλη
Με την ευκαιρία του ξεκινήματος της νέας σχολικής χρονιάς, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο εκπαιδευτικό μας παρελθόν, τότε που η «παιδαγωγική της βέργας ή της βίτσας» ήταν κυρίαρχη.
Όσοι κι όσες κουβαλάμε κάποιες  δεκαετίες στις (ηλικιακές) πλάτες μας θυμόμαστε πολύ καλά το φόβο, τον τρόμο καλύτερα, που μας προξενούσε η βέργα ή η βίτσα στα χέρια του δασκάλου, τις άγριες σφαλιάρες και το τράβηγμα του αυτιού έως ξεκολλήματος!
Τότε το παιδαγωγικό «σλόγκαν» ήταν «το ξύλο κάνει τους ανθρώπους» ή «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»! Και οι τοτινοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί εφάρμοζαν χωρίς «εκπτώσεις», αυτόν τον «παράδεισο» (του ξύλου) στα μικρά τρυφερά μαθητούδια τους, να τον βιώνουν σαν την κατάμαυρη κόλασή τους.
Δεν είναι το ότι οι δάσκαλοι εκείνων των χρόνων ήσαν απάνθρωποι και σαδιστές! Ήταν η επικρατούσα παιδαγωγική λογική, η ερβαρτριανή της αντίληψη στο χειρότερο βαθμό, η τιμωρία των μαθητών δια της σωματικής βίας καθημερινότητα ενταγμένη στο πλαίσιο της κυρίαρχης παιδαγωγικής αντίληψης «με το ξύλο μαθαίνεις γράμματα και γίνεσαι άνθρωπος», μια αντίληψη που «νομιμοποιούνταν» και εκτός σχολείου, καθώς τόσο στην οικογένεια όσο και ευρύτερα στην κοινωνία η «παιδαγωγική του ξύλου» ήταν επίσης κυρίαρχη.
 
Ένα ακόμα ελαφρυντικό που πρέπει να αποδώσουμε στους εκπαιδευτικούς εκείνων των καιρών είναι το ότι ένας δάσκαλος φορές είχε στο σχολείο του και πάνω από 100 μαθητές, και τι μαθητές, εκείνα τα χρόνια, ίδια αγριοκάτσικα, ανήμερα θηριάκια! Και πώς να τα τιθασεύσει ο καψερός, αν δεν αξιοποιούσε «παιδαγωγικά» τη βέργα και τη βίτσα! Και το πιο σαδιστικό με τη βέργα ήταν το ότι καλούνταν οι ίδιοι μαθητές να φέρουν από μια  στο σχολείο κι ο δάσκαλος διάλεγε την καλύτερη, και…τρυφερά χεράκια κοκκίνιζαν (καμιά φορά και μάτωναν) απ’ τις ξυλιές, «πισινοί» γινόντουσαν κατακόκκινοι σαν της μαϊμού!
 «Ω καιροί ω (παιδαγωγικά) ήθη», που θα έλεγαν κι οι αρχαίοι Λατίνοι!…
 
Νίκος Καζαντζάκης, [Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου]…
“Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι.….
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
- Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
- Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
- Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
- Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο σου που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα….”.

Κωστής Παλαμάς, [Θα σας λιώσω στο ξύλο, διαβόλοι]…
«…Στην ψηλή δασκαλοκαθέδρα ξάνοιξα να γένει καμπουριασμένος ένας ξεραγκιανός κ’ ένας ασκημομούτρης, που άγριες έριχνε ολόγυρα ματιές…Ένας ξερόβηχας συχνά του τον έκοβε το λόγο. Με πολύ θόρυβο έφτυνε, θορυβούσε περισσότερο κάθε φορά που θύμωνε. Στεκόταν μπροστά στο δάσκαλο ορθό το φτωχό μαθητούδι και τον έβλεπε, καθώς το πουλάκι το φίδι που πετρώνει.
- “Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία! Βόα, ει τούτο σοι ήδιον, ω Χάρων”. Ποίον μέρος λόγου είναι εκείνο το “τα”;
- Αντωνυμία! τρεμοψιθύρισε ο μαθητής.
- Ούξω να χαθείς, κουρουνιασμένε! Αντωνυμία, βρε!
Και τινάχτηκε φοβερός. Το παιδί στάθηκε βουβό και ξακολούθησε να τρέμει. Τέλος πάντων θάρρεψε κι είπε!
- Όνομα!
- Όνομα! Όνομα! Όνομα! Θεομπαίχτη!
Κατέβηκε από τη δασκαλοκαθέδρα, όρμησε, άδραξε απ’ το αυτί το παιδί, του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, ξεφώνισε:
- Άρθρον, βρε, άρθρον! Μάθε, κακομοίρη, για να γίνεις άνθρωπος. Πρέπει να λιώσει το βρακί σου στην καρέκλα από το διάβασμα…Παιχνίδια, ε!
Όταν επιτέλους άφησε το αυτί του παιδιού, είδα πως τα νύχια του δασκάλου είχανε σημειώσει στο αυτί του μαθητή ματωμένα χνάρια. Μα έτσι θα γινόμαστε ως το τέλος καλοί άνθρωποι.
Έξαφνα πλησιάζει σ’ άλλο παιδί καθισμένο εκεί κοντά μου.
- Πού είναι η εξήγησίς (κάποια σχολική εργασία) σου;
- Δα…δα…σκαλε, αποκρίθηκε τραυλίζοντας ο γείτονάς μου, την…την…την …ξέχασα στο σπίτι.
- Γρήγορα γονατιστός πάνω στο θρανίο.
Και χραπ! Επικυρώνεται η δικαστική απόφαση μ’ ένα γοργό μεγαλόπρεπο φτύσιμο κατάσταυρα στο πρόσωπο του ξεχασμένο μαθητή.
Και με μια ματιά ιεροεξεταστική ριμμένη σ’ όλους μας απ’ άκρη σε άκρη διακήρυξε:
-Θα σας λιώσω στο ξύλο, διαβόλοι! Τι νομίζετε! Θα σας αφήσω να κάνετε ό,τι θέλετε! Γράμματα! Γράμματα! Να μάθετε γράμματα!…».
(από το διήγημα «Το σκολειό και το σπίτι», Κ. Παλαμά, Άπαντα, εκδ. Γκοβόστης)
 
Η «γάνωσις» του Κώστα Κρυστάλλη…
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά» (σελ. 204), μεταξύ άλλων, για τον ποιητή του «Βουνού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη:
«…Ο Κρυστάλλης τα πρώτα του σχολικά γράμματα τα έκανε στο Συρράκο, όπου «ήκμαζεν δημοτικόν και σχολαρχείον». Αφού μαθαίνανε τα παιδιά την αλφαβήτα στην άμμο, γράφοντας με το δάχτυλο, προχωρούσανε κατόπι στους πίνακες, κι ύστερα τους δίνανε βιβλία. Τα τρία πρώτα ήτανε το «Αλφαβητάριον», το «Αναγνωσματάριον καιο «Ερημίτης». Έπειτα έποντο ο «Καλός Πατήρ», ο «Χριστόφορος», η «Χρηστομάθεια» κλπ.
“Όταν έφθασα εις τον «Χριστόφορον», γράφει ο Κρυστάλλης, ήμουν όπωσούν αρκετά μεγάλος. Τιμωρίαι μας τότε ήταν εν χρήσει η φυλάκισις και η γάνωσις, καθ΄ην ο τιμωρούμενος εγανώνετο εις το πρόσωπον ποικιλοτρόπως υπό τινός των συμμαθητών του και υπό του διδασκάλου διά μελάνης και εις το τέλος του μαθήματος, διερχόμενοι έμπροσθέν του οι μαθηταί όλοι, έπτυον αυτόν. Εάν το παράπτωμα ήτο πολύ μέγα, εξήγετο εν τοιαύτη καταστάσει εις το μεσοχώρι, όπου επτύετο παρ’ όλου του κόσμου.
Εις την τάξιν αυτήν επρώτευον εγώ και μία ωραία κορασίς…Ήτο αληθώς ωραιοτέρα και κάπως την υπέβλεπον!…Εν δειλινόν εορτής την απήντησα εις την βρύσιν έξω του χωρίου. Της εζήτησα κατ’ αρχάς ύδωρ και μοι προσέφερε την υδρίαν της ευχαρίστως. Μετά τούτο ο λεβέντης θέλησα να φιλήσω τας ροδοκοκκίνους παρειάς της. Έκαμα, λοιπόν, έφοδον και απέτυχα…Πλήρης οργής απομακρυνθείσα μ’ εφοβέρισεν, ότι θα με κατήγγειλεν εις τον διδάσκαλον (όχι εις τους γονείς της)…
Την επαύριον το πρωί προσεκλήθην υπό του διδασκάλου ίνα απολογηθώ. Μη δυνάμενος ν’ αρνηθώ την πράξιν μου κατεδικάσθην εις την τιμωρίαν της γανώσεως. Και έβαλε αυτήν την ιδίαν, ο απηνής διδάσκαλος να με γανώσει.
Εις μίαν γωνίαν, λοιπόν, του σχολείου εμβάπτουσα τους ωραίους μικρούς δακτύλους της εις το μελανοδοχείον εζωγράφει το μικρόν προσωπάκι μου. Μοι εσχεδίασε μύστακα αρειμάνιον και γένειον μελανότατον, τον ήλιον και την σελήνην επί των παρειών μου, διόπτρα επί της ρινός μου…Ότε δε ετελείωσε το μάθημα και εδέχθην επί του προσώπου μου τα πτυσίματα των πλείστων μαθητών, αυτή παρελάσασα, αντί να με πτύσει, με ητένισε με βλέμμα υπόδακρυ, αλλ’ εγώ έκτοτε την εμίσησα…”».

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki