Τα παιδιά αδυνατώντας να ξεχωρίσουν το πραγματικό από το φανταστικό - πράγμα που δεν κατανοούν πάντα οι γονείς τους - τις περισσότερες φορές, κατηγορούνται ότι λένε ψέματα.
Τα
τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, είναι η μόνη χρονική
περίοδος -εκτός κι αν υπάρχουν προβλήματα ανάπτυξης- στην οποία το ψέμα
μπορεί να περάσει χωρίς ενοχή και φόβο.
Ή πιο απλά: δεν υπάρχουν ψέματα!
Ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, μια και το παιδί πιστεύει ότι όλα γύρω
του ζουν και έχουν ψυχή. Αυτή η μαγική φάση τελειώνει με την είσοδο του
παιδιού στο σχολείο. Γύρω στα 4, το παιδί αρχίζει να ξεχωρίζει την
πραγματικότητα από την αυταπάτη. Αν και μπορεί να περάσουν χρόνια προτού
συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είναι αληθινό και τι φανταστικό, ωστόσο,
τότε, το παιδί αρχίζει να διακρίνει καλύτερα τους δύο κόσμους.
Η
επιστήμη υποστηρίζει πως μέχρι το 7ο έτος της ηλικίας του, το παιδί
έχει αναπτύξει την αίσθηση για τη διαφορά μεταξύ ψέματος και αλήθειας. Η
διαδικασία της μετάβασης από τη μία κατάσταση στην άλλη αποτελεί στην
ουσία μια φάση προσαρμογής, μια περίοδο όπου η πραγματικότητα εκτοπίζει
τη φαντασία.
.
Τι ρόλο παίζουν τα ψέματα στη ζωή ενός παιδιού;
Κατ'
αρχάς, τα ψέματα είναι ένας χειρισμός του παιδιού για να αντιμετωπίσει
καλύτερα την πραγματικότητα. Συχνά, χρησιμοποιώντας το ψέμα σαν ένα
τρόπο για να πει μαλακά την αλήθεια, το πιτσιρίκι λέει κάτι που - για
οποιονδήποτε λόγο - δεν τολμάει να πει ευθέως.
Την ίδια στιγμή, οι ενήλικες παραβλέπουν ίσως το γεγονός ότι για να φτάσει στο σημείο να πει "συνειδητά" ψέματα, το παιδί βρίσκεται σε κάποιο αδιέξοδο.
Τις πιο πολλές φορές, πίσω από το ψέμα κρύβεται σαν βαθύτερη αιτία ο φόβος. Ο φόβος της ψυχικής ή της σωματικής τιμωρίας, της επαπειλούμενης ρήξης μιας σχέσης, ο οποιοσδήποτε φόβος.
Ως άλλοι λόγοι που οδηγούν τα παιδιά στο ψέμα αναφέρονται η επιθυμία του παιδιού για εξασφάλιση της αποδοχής ή της αγάπης των γονιών του, για απόσπαση της προσοχής των άλλων, όταν νιώθει ότι δεν την έχει, η ανάγκη του για «αυτοάμυνα» απέναντι στους άλλους, αλλά και η καθοδήγηση ή ακόμη και ο εξαναγκασμός να πει ψέματα, είτε από κάποιον συνομήλικο του είτε από κάποιον ενήλικα.
- Επιπλέον, τα παιδιά που έχουν τιμωρηθεί στο παρελθόν, κατηγορηθεί ή
ακόμη κι εκείνα που έχουν γίνει αντικείμενο κοροϊδίας έχουν πολύ
περισσότερες πιθανότητες να "επιλέξουν" τα ψέματα ως τρόπο έκφρασης.
- Αντίθετα, παιδιά που αντιμετωπίζονται με κατανόηση από τους γονείς
τους το βρίσκουν πιο εύκολο να λένε την αλήθεια, ακόμη και σε δύσκολες
καταστάσεις.
- Όπως προκύπτει, τις περισσότερες φορές, τα παιδιά λένε ψέματα γιατί
πιστεύουν ότι δεν μπορούν να εκπληρώσουν αλλιώς τις επιθυμίες και τις
ανάγκες τους.
Γιατί όμως «επιστρατεύει» το παιδί τα ψέματα για να «υπηρετήσουν» τις ανάγκες του;
Το
να βρει ένα παιδί καταφύγιο σε κάτι αναληθές σημαίνει ότι έχει
ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της εσωτερικής του λογοκρισίας. Αυτό
συμβαίνει και όταν το παιδί βρίσκεται σε ηλικία που δεν μιλάει ακόμη,
έχει όμως ήδη κατακτήσει την έννοια του νόμου, του κανόνα, άρα της
λογοκρισίας.
Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι γονείς;
- Χωρίς πανικό.
- Η αντίδραση του γονιού στο ψέμα δεν θα πρέπει να είναι νουθεσίες του τύπου "δεν είναι καλό να λες ψέματα".
- Αντίθετα, θα πρέπει να κινείται στο επίπεδο "να σου πω, αφού δεν έγινε έτσι ακριβώς, γιατί μου τα λες αυτά;", αρχίζοντας έτσι ένα παιχνίδι ερωταπαντήσεων, όπου ο γονιός θα δείξει στο παιδί ότι πιστεύει όσα λέγονται.
- Παρόμοια αντίδραση θα πρέπει να έχει ο γονιός και στις περιπτώσεις που το παιδί λέει φανταστικές ιστορίες
- συνήθως ύστερα από κάποιο σχετικό ερέθισμα, είτε σε βιβλίο είτε στην
τηλεόραση. Χωρίς να κυριεύεται από άγχος, είναι προτιμότερο να
αντιπαρέρχεται τα "παραμύθια" με σχόλια, όπως "είσαι σίγουρος ότι έγινε αυτό;". Το μικρό αποκλείεται να μην εισπράξει την "πληροφορία".
Δεν είναι, όμως, λίγες οι φορές που και οι ίδιοι οι γονείς μπαίνουν
στη διαδικασία να πουν ψέματα. Ο γονιός που διδάσκει στο παιδί του να
λέει πάντα την αλήθεια και μόλις τηλεφωνήσει κάποιος ανεπιθύμητος,
εκείνος αρχίζει τα νοήματα "δεν είμαι εδώ, δεν είμαι εδώ" θα πρέπει να
γνωρίζει πως έχει αποτύχει. Κι αυτό επειδή η ευκαιρία για να κερδίσει
την εμπιστοσύνη του παιδιού τού δίνεται πολύ νωρίτερα από το να θέσει
θεωρητικά το ίδιο θέμα.
Παιδοψυχολόγος (ΒΑ,MSc) – Ψυχοθεραπευτής