Sunday 17 December 2023

Πώς πρέπει να ντύνουμε τα παιδιά μας τον χειμώνα;

Ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά, βρισκόμαστε ακριβώς στο μέσον του και πολλοί γονείς αναρωτιούνται ποιο είναι το ιδανικό ντύσιμο για τα παιδιά τους. Ειδικά όταν την μια ημέρα έχει κρύο, την άλλη βρέχει και την επόμενη έχει ήλιο. 
Διαβάστε στο επιστημονικό άρθρο που ακολουθεί τι ρούχα πρέπει να φοράμε στα παιδιά μας, τόσο μέσα στο σπίτι, όσο και έξω στο σχολείο ή στην παιδική χαρά, προκειμένου να μην αρρωστήσουν…
Χειμώνας, κρύο και μία συχνή ερώτηση των γονιών είναι: «γιατρέ , πώς να ντύνω το παιδί μου;»
Ας ξεκινήσω από το ντύσιμο στο σπίτι.
Η σωστή θερμοκρασία στο σπίτι είναι 20-22 βαθμούς Κελσίου. 
Η υγιεινότερη θέρμανση επιτυγχάνεται με καλοριφέρ αφού η θέρμανση με κλιματιστικά ξηραίνει τον αέρα και είναι υπεύθυνη για εκδήλωση αλλεργιών και λοιμώξεων του αναπνευστικού. 
..........
Μέσα στο σπίτι το ντύσιμο των παιδιών δεν πρέπει να είναι υπερβολικό. 
Ντύνουμε τα παιδιά μας όπως ντυνόμαστε και εμείς.
Αν διαπιστώσουμε ότι το μικρό μας είναι ιδρωμένο, ίσως να έχουμε υπερβάλλει στο ντύσιμό του. Στην περίπτωση που έχουμε νεογέννητο στο σπίτι και μόνο τότε δικαιολογούμαστε να του φορέσουμε ένα ρουχαλάκι παραπάνω, αφού τα νεογέννητα δεν έχουν καλό θερμορρυθμιστικό σύστημα, δεν προστατεύονται από επαρκές σωματικό λίπος και είναι πιο ευαίσθητα στο κρύο. 
    Προσοχή όμως, γιατί κάποιοι γονείς το παρακάνουν ντύνοντας και σκεπάζοντας τα νεογνά με υπερβολικά ρούχα και σκεπάσματα, με αποτέλεσμα αυτά να κοιμούνται διαρκώς, να είναι νωθρά και να μη θηλάζουν.
    Ο νόμος του μέτρου και της ισορροπίας πρέπει να εφαρμόζεται στο ντύσιμο, όταν θα βγούμε εκτός σπιτιού. Τις κρύες μέρες του χειμώνα φροντίζουμε να κρατάμε ζεστά χέρια, πόδια και κεφάλι φορώντας στο παιδί μάλλινα γαντάκια, ζεστές κάλτσες με άνετες μπότες, κασκόλ και σκούφο που να καλύπτει τα αυτάκια του. 
    Τα μωρά που μεταφέρονται με καρότσι πρέπει να είναι σκεπασμένα με ζεστή κουβερτούλα και ίσως και προστατευτική τέντα που να καλύπτει ολόκληρο το σώμα τους. 
Να μη ξεχνάμε ότι αυτά τα μωρά που δεν κινούνται είναι πιο πιθανό να κρυώνουν οπότε κατά διαστήματα τσεκάρουμε την διάθεσή τους βλέποντας το προσωπάκι τους, πρέπει να δείχνουν χαλαρά και ευχαριστημένα. Το σώμα του παιδιού προστατεύεται με βαμβακερό εσώρουχο. 
Μπορούμε να του φορέσουμε ένα έως δύο ενισχυμένα μπλουζάκια και επανωφόρι, ανάλογα με το πώς νιώθουμε εμείς. 
    Εάν στη διάρκεια της βόλτας ζεσταθεί, αρχίζει να ιδρώνει ή δείχνει δυσφορία και έξαψη μπορούμε να απομακρύνουμε κάποιο από τα ρούχα του.
    Ευτυχώς ζούμε σε μία χώρα με ήπιο χειμώνα. Ο ζωοδότης ήλιος μας χαρίζει τη ζεστασιά του ακόμη και τις ημέρες του καταχείμωνου και θα συμβούλευα τους γονείς να μη διστάζουν να βγάζουν τα παιδιά τους έξω, σε πάρκα, πλατείες, ακροθαλασσιές αφού δεν υπάρχει πιθανότητα να αρρωστήσουν από την έξοδό τους αυτή. 
    Αρρωσταίνουν τα παιδιά, όταν συνευρίσκονται με άλλα παιδιά ή με μεγάλους σε κλειστά μέρη γιατί κολλάνε ιούς και δεν αρρωσταίνουν επειδή κάνει κρύο.

Χρυσάνθη Λαθήρα, παιδίατρος
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

«Έλα, έλα, αγοράκι έλα, έλα κοριτσάκι. Δε μ’ ακούς; Είμαι ο Χειμώνας»

 
Ο χειμώνας (Μάρω Λοϊζου)

Δε μ’ακούς; Έρχομαι μέσα από τους έρημους ασφαλτόδρομους. Έλα, έλα, κοριτσάκι μυρίζω φασουλάδα, πορτοκάλι και τραγανιστό τσουρέκι.
 
Έλα, έλα, αγοράκι φόρεσε το σκούφο σου βάλε τα μάλλινα γάντια σου άνοιξε το στόμα σου, να ξεδιψάσεις με το χιόνι γέμισε τις τσέπες σου σταφίδες, καρύδια και ξεραμένα σύκα τάισε με ψίχουλα τα πεινασμένα σπουργίτια.
 
Έρχομαι μέσα από τις παγωμένες λίμνες και τα ποτάμια τα γυμνά κλαδιά και το μολυβένιο ουρανό άσ’ το μόνο του στη γωνιά του το πατίνι κάνε το φίλο σου να δακρύσει με μια φέτα μανταρίνι.
 
Τι κάνει η γιαγιά σου; Πλέκει ακόμη πλάι στο περβάζι; Για κοίτα πώς μελάνιασε η μύτη σου….την πάγωσε τ’ αγιάζι…

Έλα, έλα, αγοράκι έλα, έλα κοριτσάκι. Δε μ’ ακούς; Είμαι ο Χειμώνας.
 

«Ο Χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει» (και σε ψηφιακό βιβλίο)

Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος. Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του -μια φούντα θυμαριού- το είχε χάσει.
Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στο χιονάνθρωπο. Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ‘ρχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα ‘λιωνε.

«Πού να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό.

Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους.

«Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα. «Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Στέφανος.

Κι ο Κωστής τού κόλλησε ένα καπάκι από κόκα κόλα για στόμα. Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σαν νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.

«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο. «Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τ’ αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά.

«Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε», τον απογοήτεψαν τα καράβια.

«Και τώρα, τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της κόκα κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα - ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ τη λέγανε.

«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!», ράγισε το σκαρί.

Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας π’ όρμηξε και, «χαπ!» έκοψε ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου.

Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το 'βαλε στα πόδια ο καρχαρίας. Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει.

«Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί.

Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει, κι εκεί το σύννεφο έπεσε σαν χιόνι πάνω στην κορυφή.

Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν το χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.

Μα αυτό δε στεναχώρησε το χιονάνθρωπο. Ήταν τόσο χαρούμενος που δε χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.

ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Ακούστε το παραπάνω παραμύθι 
και ταυτόχρονα, διαβάστε το, 
γυρνώντας τις σελίδες του ψηφιακού βιβλίου,
πατώντας εδώ!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ"
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki