Saturday 3 September 2022

«Χαχα, Γιωργάκη κάνε πώς μουτζώνουμε!»

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι κάποια χαρακτηριστικά είναι εγγενή, σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να βάλουμε σ’ αυτήν την κατηγορία την αγένεια. 
Κανείς άνθρωπος δεν γεννιέται με τη διάθεση να είναι προσβλητικός κι αντιπαθής, επομένως κανένα παιδί που χαρακτηρίζεται απ’ τον κοινωνικό του περίγυρο, ή και τους δικούς του, «αγενές» δεν το έχει επιλέξει. 
Μπορεί να παπαγαλίζει τη συμπεριφορά που βλέπει, να φωνάζει έτσι άρρητα «προσέξτε με» ή να ενθαρρύνεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απ’ το περιβάλλον του να συμπεριφέρεται χοντροκομμένα.
«Χαχα, Γιωργάκη κάνε πώς μουτζώνουμε!»
    Ίσως έχετε ήδη συναναστραφεί με τέτοιους γονείς: είναι εκείνοι οι άνθρωποι που θεωρούν φοβερά χαριτωμένο να βλέπουν το ροδαλό τους τρίχρονο να ξεστομίζει βρισιές και, αντί να αγνοήσουν, να κατακρίνουν, να διαχειριστούν αυτήν του τη συμπεριφορά, γελούν ευχαριστημένοι. 
    Και όπως είναι φυσικό, ένα παιδί που νιώθει ότι χειροκροτείται από το κοινό του επιδεικνύοντας μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, θα την επανάλαβει για να ξαναχειροκροτηθεί.

Καθ΄ ομοίωση
    Υπάρχει, άραγε, σιγουρότερος τρόπος να γίνει ένα παιδί αγενές απ’ το να έχει αγενείς γονείς; 
Η μίμηση είναι ένα απ’ τα βασικότερα χαρακτηριστικά της παιδικής συμπεριφοράς κι ανάπτυξης. 
Αν θες να κάνει ή να μην κάνει κάτι το παιδί σου, κάνε το ή μην το κάνεις, νόμος.
    Εάν, λοιπόν, είσαι το είδος του ανθρώπου 
που βρίζει στα φανάρια τους οδηγούς, επειδή άργησαν δύο νανοσεκόντ να ξεκινήσουν, 
που μιλάει με αγένεια στους σερβιτόρους και τους υπαλλήλους των μαγαζιών, 
που πετάει το σκουπίδι του όπου βρει, 
που διακόπτει, φωνάζει, αρνείται να ακούσει άλλη άποψη, 
που διαολοστέλνει τους διαφωνούντες και θεωρεί ότι κάθε μέρος είναι τσιφλίκι του, 
τότε... 
πώς, από πού, γιατί να γίνει το παιδί σου άνθρωπος γλυκομίλητος κι ευγενικός; 

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Όταν το πλύσιμο των ρούχων έβλαπτε σοβαρά... την υγεία!

Ρέματα, ποτάμια, λίμνες: Τα… πλυντήρια μιας άλλης εποχής!

«Είμαι πτώμα σήμερα! Έβαλα τέσσερα πλυντήρια…»
(...)
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο αποτέλεσε κάτι που άκουσα στα τέλη Αυγούστου. «Μη μου μιλάτε καθόλου σήμερα… Είμαι πτώμα στην κούραση! Χθες ήρθαν τα παιδιά απ’ τις διακοπές κι έβαλα τέσσερα πλυντήρια… Μέχρι να ξεχωρίσω τα ρούχα, να τα βάλω στο πλυντήριο, να τα απλώσω… Πάει, πέρασε η μέρα…».
Πλύσιμο στο ρέμα: Η εκδρομή δεν ήταν για όλους ευχάριστη…
    Επειδή τα παλιά χρόνια τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, κάθε μέρα στις βρύσες του χωριού και στα ρέματα πήγαιναν πολλές γυναίκες με τα παιδιά τους. Οι ρεματιές αντηχούσαν από φωνές και γέλια, αλλά και τον τόσο χαρακτηριστικό ήχο του κόπανου στα ρούχα… Γκουπ! Γκουπ!
    Για εμάς, πιτσιρίκια τότε, το πλύσιμο στο ρέμα ή στο ποτάμι ήταν μια πολύ ωραία εκδρομή! Είχαμε την ευκαιρία να παίζουμε, να πλατσουρίζουμε όλη μέρα στο νερό με τα αδέρφια και τους φίλους μας, να φτιάχνουμε σπιτάκια με πέτρες, να λερωνόμαστε με τις λάσπες, να ψάχνουμε για καβούρια, να παρατηρούμε τα εντυπωσιακά άλματα των βατράχων, ένα πραγματικά υπέροχο και αξέχαστο ταξίδι ανεμελιάς και διασκέδασης.

    Δεν ήταν όμως αυτή η εκδρομή ευχάριστη για όλους. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά τη μητέρα μου, Γεωργία, όπως και πολλές άλλες γυναίκες του χωριού που ήταν όλη μέρα σκυμμένες πάνω στη σκάφη πλένοντας, ή μέσα στα τρεχούμενα νερά για να ξεβγάλουν τα ρούχα. Παρότι δεν υπήρχε χρόνος και διάθεση για να απολαύσουν το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, δεν έχαναν το χαμόγελό τους. 
Το πλύσιμο στο ρέμα ή στο ποτάμι ήταν μια σπάνια ευκαιρία να περάσουν μια ολόκληρη μέρα με τα μικρά παιδιά τους αλλά και τις φίλες τους, να μάθει η μία τα νέα της άλλης, να μοιραστούν τα όνειρα αλλά και τις ανησυχίες τους για τη ζωή.

Φυσικά, στο τέλος της μέρας, πρωτίστως για τα παιδιά αλλά και για τις μητέρες τους ήταν απαραίτητο το λούσιμο με το μοναδικό σαμπουάν… αλισίβα με άρωμα δάφνης! Κατάκοποι αλλά πεντακάθαροι επέστρεφαν όλοι το βράδυ στα σπίτια τους.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά…
Βασικό πρόβλημα, η έλλειψη νερού
    Τις περασμένες δεκαετίες ένα πολύ βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη παροχής ύδρευσης στα νοικοκυριά. Το νερό ήταν υπερπολύτιμο αγαθό, τόσο για «πιει» (πόσιμο) όσο και για «σκέρεμα», δηλ. χρήση του για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών.

Αν δεν υπήρχε πηγάδι ή στέρνα (δεξαμενή), που ήταν και το συνηθέστερο, τότε οι λύσεις ήταν οι βρύσες του χωριού, τα ρέματα, τα ποτάμια και οι λίμνες (π.χ. στα Γιάννενα).

Τον χειμώνα ήταν πιο απλά τα πράγματα, καθώς οι προνοητικές νοικοκυρές συγκέντρωναν το βρόχινο νερό σε βαρέλια, λεκάνες, κουβάδες. Μάλιστα, για να είναι απολύτως καθαρό το νερό της βροχής, το συνέλεγαν… απευθείας απ’ τον ουρανό, δηλ. χωρίς αυτό να συγκεντρώνεται απ’ τις υδρορροές, καθώς οι πλάκες και τα κεραμίδια μπορεί να είχαν σκόνη ή κάπνα απ’ το τζάκι.
Το πολυτιμότατο αγαθό του νερού λοιπόν το εξασφάλιζαν «άνωθεν» μέχρι και τις αρχές ή τα μέσα της άνοιξης, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις.
«Αφού δεν είχαμαν νιρό στα σπίτια, πάιναμαν για πλύσιμου στου ρέμα ή στου πουτάμι, μια φουρά τ’ βδουμάδα… Του χειμώνα έπιαναμαν (συγκεντρώναμε) νιρό, σταλάματα απ’ τ’ βρουχή… Αλλά του καλουκαίρι, κάθι ουχτώ μέρις, πάιναμαν στου ρέμα, γιατί δεν είχαμαν δραγκιά (σταγόνα) νερό».

Μετά άρχιζαν τα δύσκολα για τις γυναίκες…
    Αφήνω τα πολλά λόγια, για να ακούσουμε τι σήμαινε παλιά το πλύσιμο των ρούχων (εκτός από τη μητέρα μου, πληροφορήτριες ήταν και άλλες ηλικιωμένες Ηπειρώτισσες):

«Πάιναμαν ζαλιγκουμένις (φορτωμένες στην πλάτη) τα ρούχα, του καζάνι κι ξύλα, μία φουρά ούλα μαζί! Άναφταμαν φουτιά για να ζιστάνουμι του καζάνι… Πού ν’ ανάψει φουτιά, αφού του χειμώνα ήταν κρούσταλλου καταή… Άναβι η φουτιά, γένουνταν του καζάνι (ζεσταινόταν το νερό) κι έφκιαναμαν αλισίβα… Κι του καλουκαίρι πουλλές φουρές έπιανι βρουχή κι ζήβαγι τ’ φουτιά κι βρέχουντα τ’ απόπλενα τα ρούχα…».

Σκαφίδα: Από τον πλάτανο… στο πλαστικό!
    Σε ορισμένα χωριά υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση για πλύσιμο, τα πλυσταρειά ή κοπάνες (χρησίμευαν και ως ποτίστρες των υποζυγίων), στις βρύσες των χωριών, εντός ή εκτός των οικισμών.

Όμως επειδή αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν μια πολυτέλεια της εποχής, υπήρχε μια… φορητή λύση: η σκαφίδα ή σκαφίδι. 
Πρόκειται για τη γνωστή σε όλους σκάφη, το βασικότερο μέσο για το πλύσιμο των ρούχων. Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν ξύλινη, μονοκόμματη, κατασκευασμένη από κορμό πλατάνου με φυσική κοιλότητα (κουφάλα), έτσι ώστε να τοποθετούνται τα ρούχα για πλύσιμο.

Αργότερα κατασκευάζονταν ξύλινες σκάφες από σανίδες.
Λόγω της συχνής χρήσης, ήταν φυσικό να υφίστανται φθορά και να εμφανίζονται ρωγμές. Η ευρηματικότητα της λύσης για να εξασφαλίζουν στεγανοποίηση είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Τι έκαναν; Έκοβαν ένα πλαστικό τσουβάλι και με μικρές πρόκες το χρησιμοποιούσαν σαν επένδυση στο σκαφίδι, δηλ. με αυτό «έντυναν» τη σκάφη. «Άμα τρύπαγαν οι σκαφίδις, έβαναμαν νάιλου απού μέσα, για να κρατάει του νιρό… Αυτό π’ σου μουλουγάου το ‘καμα κι ιγώ… Δεν είχαμαν λιπτά για ν’ αγουράσουμι κινούργια σκαφίδα…».

Επόμενος διάδοχος της σκάφης ήταν οι τσίγκινες, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα ότι ήταν βολικές αλλά και πιο ελαφριές.

Στα νεότερα χρόνια, το πλαστικό, που ήδη σάρωνε τα πάντα, έκανε κι εδώ την εμφάνισή του με πλαστικές σκάφες και λεκάνες, οι οποίες θεωρούνταν η ιδανική λύση, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι, αν εκτεθούν στον ήλιο, σπάνε.

Αλισίβα: Το φυσικό απορρυπαντικό, αρωματισμένο με δάφνη
    Η αλισίβα είναι το γνωστό σταχτόνερο, δηλ. στάχτη η οποία βράζει μέσα σε νερό και η ουσία που παράγεται έχει καθαριστική δράση. Μπορεί να ακούγεται απλό πράγμα το να φτιάξεις αλισίβα, όμως καθόλου εύκολο δεν είναι, αφού παίζει ρόλο μέχρι και η επιλογή των ξύλων απ’ τα οποία προέρχεται η στάχτη: «Για να φκιάσεις αλισίβα, έπριπι να ξέρ’ς ακόμα κι τι στάχτη να βάλ’ς… Έπριπι να είνι απού καθαρή στάχτη… Άμα ήταν απού χλουρά φιλίκια ήταν καλύτιρη, άμα ήταν απού πλατάνια δεν ήταν καλή… Κι άμα ήταν αψιά η αλισίβα, τρύπαγαν οι ρόγις απ’ τα δάχ’λα (τα μήλα των δαχτύλων), κίναγαν αίμα! Γιατί ήμασταν ούλη μέρα στου ρέμα ή στου πουτάμι, για να πλύνουμι…».

Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την εξής εικόνα: Όταν πηγαίναμε στο ρέμα με τη μητέρα μου για πλύσιμο, μέσα στο καζάνι που έβραζε το νερό υπήρχε μια πάνινη σακούλα. Τότε, φυσικά, δεν καταλάβαινα τι ήταν, επειδή ήμουν πολύ μικρός. Η μητέρα μου όμως διαλευκαίνει τα πράγματα: «Έφκιαναμαν μια μπακούλα (σακούλα) απού παλιά μαξ’λάρα. Τ’ν έραβαμαν. Τ’ γιόμ’ζαμαν στάχτη, καθαρή, απ’ του τζιάκι. Πάιναμαν στου ρέμα. Άναβαμαν φουτιά, έβαναμαν του καζάνι μι τ’ μπακούλα κι λίγου νιρό, για να χουχλάξει, για να βγάλει η στάχτη λίγδα (τη λιπαρή ουσία που χρησιμοποιούνταν ως φυσικό απορρυπαντικό). Έβαναμαν κι μια βάντα (κλαδάκι) δάφνη, για να μουσκουβουλάει του νιρό κι τα ρούχα…

Κι όταν χόχλαζι κι έβγινι η λίγδα απ’ τ’ στάχτη, του γιόμ’ζαμαν του καζάνι νιρό. Έπλιναμαν κι ματαέβαναμαν νιρό… Έπιρπι να χουχλάξει υπουχριουτικά η αλισίβα, για να απουλύσει λίγδα. Κουντά έβαναμαν κρύου νιρό, για να κατακάτσει η στάχτη, να λαγαρίσει η αλισίβα, να βγει λαγαρή, δάκρυ!».

Ωραία λοιπόν… Η αλισίβα είναι έτοιμη, όμως πώς τη χρησιμοποιούσαν; Αφού η αλισίβα με το κρύο νερό είχε κατακάτσει και ήταν απολύτως διαυγής, άρχιζαν με μια λίτρα να παίρνουν απ’ το θαυματουργό αυτό καθαριστικό και να το χρησιμοποιούν, «απού νια λίτρα τ’ φουρά…».

Τα ρούχα βέβαια τα έπλεναν «ένα χέρι» με πράσινο σαπούνι (το συνηθέστερο αγοραστό υποτυπώδες απορρυπαντικό) και αλισίβα. Στη συνέχεια έβαζαν τα ρούχα σε μια πλεχτή καλάθα (το γνωστό μπουγαδοκόφινο), κάτω τα πιο σκούρα, αποπάνω τα λευκά (τα μαύρα και τα πολύ σκούρα τα έπλεναν χωριστά, στη σκάφη).

Συνέχεια της αφήγησης: «Τα σκούρα τα ρούχα τά ‘πλιναμαν στου σκαφίδι, ξύλινου σκαφίδι… Όσου να πλύνουμι τα σκούρα, είχαμαν τ’ ασπρόρουχα μι τ’ν αλισίβα…

Σε ένα κουφίνι έβαναμαν τα ρούχα του ένα απάν’ τ’ άλλου, διπλουμένα, ούλου άσπρα, ασπρόρουχα… Γιόμιζι του κουφίνι, έβαναμαν αχπάνου ένα σταχτουπάνι, για να μην περάει η θελούρα απ’ τ’ν αλισίβα… Του σταχτουπάνι τό ‘βαναμαν απλουτά, κι έκαναμαν μια γούβα (λακκάκι) στ’ μέση, για να ρίξουμι τ’ν αλισίβα… Κι αρχίναγαμαν… Απού μία λίτρα καυτή αλισίβα έρ’χναμαν στα ασπρόρουχα… Τ’ν έπ’ναν (απορροφούσαν) τ’ν αλισίβα κάτου κι κάτου… Κι κουντά ξανάρ’χναμαν… Πέντ-έξι φουρές, μέχρι να τ’ν πιουν τ’ν αλισίβα, τ’ν έπ’νι του σταχτουπάνι, αλλά πότ’ζαν κάτου κι κάτου τα ρούχα τ’ άσπρα… Κι έβγιναν τα ρούχα, ιδίους τ’ άσπρα… τσιόφλιου (κάτασπρα σαν το τσόφλι), σα να ‘χαμαν ρίξει χλουρίνη!».

Άρα τελείωσε το πλύσιμο; Όχι βέβαια! «Κουντά έβγαναμαν του σταχτουπάνι κι έβαναμαν τα ρούχα απού ένα, απού δυο, στ’ σκαφίδα, για να τα πλύνουμι μι σαπούνι κι αλισίβα κι άμα τιλείουναν μέχρι τουν πάτου, τότι τα ξέβγαναμαν μι κρύου νιρό στ’ν πλακανίδα…».

Πλακανίδα: η πέτρινη μπανιέρα
    Η πλακανίδα (ή πλακανήθρα) είναι μια μικρή φυσική πέτρινη κοιλότητα, στην οποία συγκεντρώνεται σχετικά μεγάλη ποσότητα νερού. «Η πλακανίδα ήταν μ’κρή, μ’κρή κι η γκούρα (ροή νερού). Όταν μολεύονταν (λερωνόταν) του νιρό απ’ τα ρούχα (ξέβγαλμα), τ’ άδειαζαμαν μ’ ένα μπακράτσι (μικρός μεταλλικός κουβάς)… Κι πάλι γιόμ’ζι η πλακανίδα λαγαρό νιρό απ’ τ’ γκούρα…. Οι πλακανίδις ήταν καθαρές… Πλάκα καταή… Έπιανι (συγκέντρωνε) νιρό… Δεν είχι χώμα… Τώρα π' μι θύμ'σις, πάει ου νους μ' ικεί… Πάιναμαν του προυί στου ρέμα, έβαναμαν αλισίβα κι δάφνη να βράζουν στου καζάνι κι κουντά σκούπαγαμαν μι μία τούφα απού σκίντα (κλαδί σχίνου) τ'ν πλακανίδα, να είνι ντιπ καθαρή καταή... Γυαλί! Κι τα ρούχα όταν τα 'πλενα ήταν κάτασπρα, σα να τα 'χα πλύνει στου πλυντήριου…».

Ο… πολύ χρήσιμος κόπανος!
Τη λέξη κόπανος οι περισσότεροι τη χρησιμοποιούν με μειωτική σημασία, για να δηλώσουν τον τεμπέλη, τον άχρηστο.
Μόνο οι παλιές νοικοκυρές ξέρουν τι είναι κατά κυριολεξία ο κόπανος, αυτό το ξύλινο ρόπαλο: «Για τα χουντρόρουχα είχαμαν τουν κόπανου στ’ν πλακανίδα. Ου κόπανους ήταν φκιασμένους απού πλάτανου, όπους ήταν κι η σκαφίδα. Μι τουν κόπανου κουπάναγαμαν τα ρούχα για να βγει η λέρα…».

Ξέβγαλμα: Κι εδώ κόπος…
Όταν βάζουμε τα ρούχα στο πλυντήριο, τα ξεχνάμε μέχρι να πλυθούν και σχεδόν να στεγνώσουν. Τα κάνει όλα η τεχνολογία!

Στη διαδικασία του πλυσίματος ρούχων στο ρέμα όμως, ακόμη και το ξέβγαλμα γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο: «Ξέπλιναμαν τα σκούρα τα ρούχα πρώτα. Κι κουντά έπιρναμαν τ’ άσπρα, τά ’βγαναμαν ένα-ένα, τά ’πλιναμαν μι σαπούνι μες στου σκαφίδι, τα ξέβγαζαμαν κι κουντά τά ‘βαναμαν στου σκαφίδι, απ’ κάτου τα σκούρα κι απάν’ τ’ άσπρα, για να μην ξιβάφουν… Απουπάνου απ’ τ’ άσπρα, έβαναμαν κι ένα σκούρου πανί, για να μην ξιβάψει η τριχιά π’ ζαλιγκώνουμασταν του σκαφίδι…

Του σκαφίδι μι τα ρούχα τού ζαλιγκώνουμασταν, μαζί μι του καζάνι, να πάμι στου σπίτι, για να τ’ απλώσουμι… Κι τ’ς κουπέλις γύρα στα 15 αρχίναγαμαν να τ’ς ζαλιγκώνουμι… Για να έχουμι ένα βόηθειου στου κουβάλημα…».

Το πλύσιμο… έβλαπτε σοβαρά την υγεία!
    Εκτός από πολύ κοπιαστική δουλειά, το πλύσιμο των ρούχων έκρυβε και πολλούς κινδύνους για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των γυναικών: «Νιρό δεν είχαμαν τότι στα σπίτια… Στου σπίτι δεν είχαμαν ούτι στέρνα ούτι π’γάδι… Ιμείς πάιναμαν στου ρέμα για πλύσιμου, χειμώνα-καλουκαίρι, ας έκανι κι κρύου… Θ’μάμι είχα πάει νιόνυφη μες στα κρούσταλλα (πάγος), ξυπόλυτη… Ήταν κρουσταλλιασμένη η λάσπη στου ρέμα… Ξυπόλυτη… Για να πλύνου χειμώνα-καιρό, Πέμπτη ήταν… Τ’ς Πέμπτις πάιναμαν οι νυόνιφις για πλύσιμου… Δικέμβριου μήνα…

Θ’μάμι απ’ αυτήνη τ’ φουρά που ‘χα πλύνει χειμώνα (σαν κι ήξιραμαν γιατρό τότι…) ώς τ’ν άνοιξη ήμαν άρρουστη απ’ του κρυολόγημα ικειό… Άρπαξα πούντα! Κόντιψα να πιθάνου!».

«Ήμασταν ούλη μέρα μες στου νιρό, ξυπόλητις, για να πλύνουμι τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα). Γι’ αυτό τώρα π’ γέρασαμαν, μας πουνούν χέρια, πουδάρια, απ’ τα πλυσίματα αυτά!».

«Τα χουντρουσκούτια (χοντρόρουχα) τά ’πλιναμαν μια φουρά τού χρόνου, κάθι καλουκαίρι, Θιρτή (Θεριστή: Ιούνιο). Κουντά έστυβι του νιρό, λιγόστιβι… Θ’μάμι κάπουτι ήμαν ζαλιγκουμένη, κ’βάλαγα τα ρούχα για να τα πλύνου στου ρέμα… Όπους πιρπάταγα σι μία κατηφόρα, ξαγκλίστρησα κι ξικόμπ’σα του πουδάρι μ’, στουν κόμπου (έπαθα διάστρεμμα). Ικείνη τ’ν ώρα δε μι πόνισι, ζαλιγκώθ’κα πάλι κι πήγα στου ρέμα…

Ωχ κι σα μ’ αρχίν’σαν οι πόνοι... Ίσια π’ τα νιρουδιάβασα (τα έβαλα για πολύ λίγο στο νερό), τ’ άπλουσα στ’ς σκίντις κι έφ’γα… Μόλις γύρ’σα στου κατ’κιό μ’ (κατοικιό: σπίτι), αχ, μανούλα μ’, είχα πόν’ς ανυπούφιρτους…».

Αυτά π’ σ’ μουλουγάου να τα γράψεις, για να τ’ διαβάσουν οι νέες οι γ’ναίκις, π’ λέν’ ‘έβαλα δυο πλυντήρια κι απόστασα’… Τι κάνουν… Ίσια π’ πατάν’ του κουμπί…».

Τι σημαίνει το ρήμα «λουλακώνω»;
    Σήμερα στο εμπόριο κυκλοφορούν τα πιο ευφάνταστα προϊόντα που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων. Από… άρωμα «Ανοιξιάτικο πρωινό» και «Θαλάσσια αύρα» για το πλύσιμο των μάλλινων, μέχρι ειδικό μαλακτικό για τα μαύρα μεταξωτά (για τα λευκά είναι άλλο!), αλλά και… απορρυπαντικό με βαθμιαία ένταση αρώματος μαύρης ορχιδέας του Αμαζονίου!

Οι παλιές νοικοκυρές εννοείται ότι είχαν ελάχιστα μέσα στη διάθεσή τους: την αλισίβα, το πράσινο σαπούνι, το λουλάκι. Πρόκειται για μια μπλε ουσία, στο διάλυμα της οποίας εμβάπτιζαν τα λευκά ρούχα για να αποκτήσουν ένα όμορφο χρώμα.

Ας αφήσουμε μια παλιά νοικοκυρά να μας το περιγράψει: «Του λουλάκι τού ‘χαμαν για τ’ ασπρόρουχα, σιντόνια, φανέλις, ούλα… Για να είνι άσπρα τα ρούχα, αλλά να βαρούν (τείνουν) κι λίγου στου μπλε…

Ιμείς τότι δεν είχαμαν φάρμακα (απορρυπαντικά)… Πλάκις σαπούνι αγόραζαμαν, πουτάσια (ποτάσα: υδροξείδιο του καλίου, όπως και η αλισίβα) κι λουλάκι… Στα μπακάλικα τ’ αγόραζαμαν αυτά τα πράματα… Τα άσπρα τα ρούχα τα λουλάκουναμαν… Του λουλάκι ήταν πλακούλις, όπους είνι του σπιρτουκούτι… Έκουβαμαν λίγου μι τα χέρια… Έσπαγι έτσι (δείχνει) κι το ‘βαναμαν στου νιρό, σι σκαφίδα ή σι λικάνη, ό,τι είχαμαν… Ξιβγαλιμένα τα ρούχα… Σ’ αυτό τού κρύου τού νιρό, μι του λουλάκι, έβαναμαν τα ρούχα κι τα κούναγαμαν λίγου… Τά ‘στιβαμαν, τά ’βαναμαν στου σκαφίδι, απουκάτου τα σκούρα κι αχ’πάνου τα άσπρα, τα ζαλιγκώνουμασταν κι έρθουμασταν στου σπίτι, να τ’ απλώσουμι…

Α! Ξαστόησα (ξέχασα) να σ’ που… Ιπειδής τότι δεν ύπαρχαν χρώματα για να βάψουμι, είχαμαν ασβέστη για ν’ ασβιστώνουμι… Κάπουτι έβαναμαν κι λίγου λουλάκι στουν ασβέστη, να βαρεί στου μπλε, να γένιτι όμουρφου του δουμάτιου…».

Και η καυστική ποτάσα… στο οπλοστάσιο της νοικοκυράς!
    Όταν δεν είχαν αλισίβα, ιδίως στις πόλεις, χρησιμοποιούσαν ποτάσα (υδροξείδιο του καλίου, όπως και η αλισίβα) για να καθαρίσουν αλλά και για να λευκάνουν τα ρούχα.

Μια καλονοικοκυρά μού είχε αφηγηθεί: «Τ’ν πουτάσια τ’ν είχαν στ’ς πόλεις, π’ δεν είχαν στάχτη για να φκιάσουν αλισίβα, αγόραζαν πουτάσια για να πλύνουν τα ρούχα… Η πουτάσια είνι σα σκόνη σαπούνι, τ’ν αγόραζι ου κόσμους απ’ τα μπακάλικα… Ήταν αψιά η πουτάσια… Άμα έπιφτι έτσι στα ρούχα, θα τα τρύπαγι… Στου καζάνι πο’ βραζι του νιρό, έρ’χναν κανιά χούφτα πουτάσια κι έβραζι μαζί μι του νιρό… Λίγδουνι του νιρό, όπους μι τ’ν αλισίβα κι έβγιναν τα ρούχα… Αλλά έβαναμαν κι σαπούνι πράσινου… Πλάκις ήταν… Τα τρόχαγαμαν (τρίβαμε) στ’ σκαφίδα μι του σαπούνι… Κι άμα είχαν πουλλή λέρα, τα τρόχαγαμαν πουλύ, τά πλιναμαν 2-3 φουρές, για να βγουν καθαρά… Λιρώνουνταν πουλύ τα σκ’τιά μας τότι, γιατί τα ‘χαν μονοφόρι ου κόσμους, ουλουένα τα ίδια φόραγαν… Δεν είνι όπους τώρα π’ πατάν’ του κουμπί οι γ’ναίκις κι πλένει του πλυντήριου… Κι εμείς τώρα έχουμι πλυντήριου, αλλά ιμείς πέρασαν δύσκουλη ζουή τα παλιά τα χρόνια, κι τα τιμάμι τα καλά πό’ ’χουμι τώρα… Όπουτι πλένου, ιγώ λέου, Θιός σχουρέστ’ς αυτ’νούς πο’ ‘βγαλαν τα πλυντήρια (τους εφευρέτες και κατασκευαστές). Έσουσαν τ’ς γ’ναίκις…».
(...)

Πλύστρες: Μια ζωή στις μπουγάδες!
    Μπορεί στα χωριά το πλύσιμο των ρούχων να ήταν μια βασανιστική διαδικασία, όμως και στις πόλεις ήταν δύσκολα τα πράγματα. Βέβαια εκεί υπήρχε παροχή νερού σε κάθε σπίτι, όμως το πλύσιμο γινόταν στα πλυσταριά, δηλ. σε ειδικούς χώρους, συνήθως σε υπόστεγα.
    Όμως υπήρχε και μια άλλη λύση στις πόλεις. Ποια; Οι πλύστρες, δηλαδή οι γυναίκες που επ’ αμοιβή έπλεναν τα ρούχα μιας οικογένειας (την καλούσαν στο σπίτι για το πλύσιμο), δουλειά πραγματικά εξαντλητική και με χρήματα πολύ λίγα. Πληροφορήτρια μού είχε πει: «Αυτές τ'ς πλύστρις τ'ς παίρναμαν για πλύμα, για τα ρούχα, όχι για να καθαρίσουν του σπίτι... Αυτό τού καθάρ'ζι η νοικουκυρά τ' κάθι σπιτιού. Οι πλούσιοι είχαν δούλις (υπηρέτριες) για να καθαρίζουν.

Ιδώ στα Γιάννινα αυτές τ'ς πλύστρις τ'ς είχαμαν για να πλένουν τα χουντρά τα ρούχα στ' λίμνη, τ'ς στρώσις, τ'ς φλουκουτές, τ'ς κουριλούδις, τ'ς καρπέτις (λεπτά χαλιά), κι τα κιλίμια, π’ τα ‘λιγαν κι σιτζιαντέδις...

Τέλη Αυγούστου σάπ’ζαν τα νέρατα (υδρόβια φυτά με πολύ ισχυρό ριζικό σύστημα και μεγάλο ύψος) κι βρόμαγαν τα νιρά… Τότι δεν έπλιναν στ’ λίμνη…

Οι πλύστρις δούλιβαν σκαφίδι στ’ς χουρουφυλάκους, σι κάνα μπεκιάρη (ανύπαντρο), στ’ς αξιουματικούς τ’ στρατού… (σημ.: τα παλιά χρόνια υπήρχε όριο ηλικίας για τον γάμο των ενστόλων)

Πουλλές πλύστρις δούλιβαν για ένα πιάτου φαΐ… Για του καρβέλι… Φτουχές γ’ναίκις… Κι αν έπιρναν κι καμιά δραχμή… Κι ξέρ’ς τι κακουπληρουτές ήταν οι αρχόντοι, οι πλούσιοι… Τσιγκούν’δις! Γρουσούζ’δις! Μέχρι κι του φαΐ τσιγκουνεύουνταν! Άμα είχαν στου σπίτι πλύστρα ή κάναν ιργάτη, τ’ς μαγείριβαν φασ’λάδα ή φακή, κι αυτοίνοι έτρουγαν χώρια… Κριάσι!».

Είχα σχεδόν τελειώσει το παρόν άρθρο, όταν το μόνο που απέμενε ήταν ο επίλογος, ο οποίος όμως μου ήρθε σαν δώρο στο μετρό της Αθήνας. Σε διπλανό κάθισμα ήταν μια περιποιημένη κυρία γύρω στα 50-55 και, απ’ ό,τι κατάλαβα, τηλεφωνούσε στον τεχνικό για να της επισκευάσει το πλυντήριο. Με διαπεραστική φωνή ωρυόταν:

-Μα τι λέτε; Ούτε σήμερα δεν θα το φτιάξετε; Είστε με τα καλά σας; Και τι σημαίνει ότι έχετε πολλή δουλειά; Δηλαδή, εγώ τι πρέπει να κάνω; Να πλύνω τα ρούχα στη σκάφη; Στον Μεσαίωνα ζούμε;!!

Η γιαγιά της σίγουρα, ενδεχομένως όμως και η μητέρα της να είχε όντως ζήσει στον Μεσαίωνα… μερικές δεκαετίες πριν!

ολόκληρο το άρθρο στην πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο τσιμπλής, τα σπαρματσέτα, οι γκαζόλαμπες και άλλα φωτιστικά

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ

Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020

Ο άνθρωπος για τον φωτισμό του κατά την νύκτα και σε σκοτεινά σημεία όπως δαιδαλώδη κτίρια με υπόγεια, κάστρα, σπηλιές και στοές, χρησιμοποίησε διάφορα μέσα όπως πρώτες καύσιμες ύλες και εργαλεία.
    Ο πρώτος τεχνικός φωτισμός, όπως είναι φυσικό πρέπει να ήταν, η φωτιά. Πριν κατασκευάσουν διάφορα εργαλεία φωτισμού οι άνθρωποι, συνήθιζαν τις νύκτες ν’ ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω για να ζεσταίνονται, αλλά και να βλέπουν. 
Επίσης για να μεταβούν σε πολύ κοντινά σημεία, έκαιγαν κλάρες από διάφορα δένδρα που έβγαζαν αρκετή φλόγα ή κράταγαν στα χέρια τους διάφορα αναμμένα ξύλα (δαυλιά), από ρητινώδη δένδρα. Ήταν οι πρώτες δάδες φωτισμού. Αυτή η τεχνική τους επέτρεπε να βλέπουν μόνον για πολύ κοντινές αποστάσεις.
    Συν τον χρόνο ο άνθρωπος για να αντικαταστήσει τις δάδες εκμεταλλεύτηκε την φωτιά για τον φωτισμό του, με διάφορους τρόπους ώστε να είναι πιο εύχρηστη και να μην χρειάζεται αρκετή καύσιμη ύλη. Με την πάροδο όμως του χρόνου, προσπάθησαν και κατασκεύασαν διάφορα εργαλεία φωτισμού. 

Πρώτοι οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν λάμπες από πηλό γύρω στον 7ο π.Χ αιώνα. Γι αυτό και η λέξη λάμπα, που χρησιμοποιείται διεθνώς (lamp) έχει ελληνική ρίζα.

    Στην Πελοπόννησο, απ’ όπου προέρχεται η παρούσα καταγραφή των παραδοσιακών φωτιστικών μέσων, έχουν χρησιμοποιήσει φωτιστικά εργαλεία με πρώτη ύλη το ξύλο, το πετρέλαιο, το λίπος, το λάδι, την ασετιλίνη, την βενζίνα και τέλος τον ηλεκτρισμό. Κάποια από αυτά τα εργαλεία ήσαν για σταθερά σημεία, εντός των οικιών, αιθουσών κ.λπ. και κάποια άλλα ήταν μεταφερόμενα, για τις νυκτερινές μετακινήσεις τους, και για τον φωτισμό διαφόρων χώρων εκτός της οικίας.

ΦΩΤΟΣΤΑΤΗΣ
    Ο φωτοστάτης ήταν ένα μεταλλικό εργαλείο φωτισμού, που αποτελούταν από ένα πιάτο στηριζόμενο στον τοίχο ή σε κάποιο ξύλινο ή μεταλλικό τρίποδα. Το πιάτο στο κέντρο του είχε μια εισδοχή, όπου εκεί στερεώνονταν ένα δαδί (πυρσός), ανάλογων διαστάσεων. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν πυρσούς από καλάμια που τα βούταγαν σε λίπος. 
Το βράδυ άναβαν το δαδί και έτσι φωτιζόταν ο χώρος. Για παρατεταμένη ώρα φωτισμού, φρόντιζαν μόλις καιγόταν να αλλάζουν το καμένο δαδί. Όταν το έσβηναν το έβαζαν σ’ ένα δοχείο με νερό για ασφάλεια, μέχρι να σβήσει και να σταματήσει να καπνίζει, το λεγόμενο δαυλοφάϊ.

ΛΥΧΝΟΣ
    Ο λύχνος, ήταν ένα μικρό πήλινο εργαλείο, μ’ ένα μικρό άνοιγμα στο κέντρο του σαν ένα είδος μικρού καταβρεχτηριού με μακριά κωνοειδής και κούφια μύτη, προσαρμοσμένη σε μια άκρη, απ’ όπου μέσα περνούσε το φυτίλι. Στην αντίθετη άκρη υπήρχε ένα χερούλι για να το πιάνουν. Το καύσιμο υλικό ήταν λάδι, ή λίπος σε υγρή μορφή. Το φυτίλι μετέφερε το καύσιμο στην φλόγα, όπου η μία άκρη του ήταν βουτημένη μέσα στο καύσιμο. Πριν το ανάψουν, ξεφτίλιζαν λίγο το σωληνοειδές φυτίλι και το άναβαν. Η φωτιά κρατούσε, όσο υπήρχε καύσιμη ύλη εντός του λυχναριού.

    Ξεφτίλισμα, λέγεται το τράβηγμα προς τα έξω και το καθάρισμα του καμένου φυτιλιού. Ξεφτιλίζω, = έλκω προς τα έξω και καθαρίζω το φυτίλι, την θρυαλλίδα του λύχνου, (μετφ.) ντροπιάζω, προβαίνω σε άνομες πράξεις, ή λόγια. Βασικά λέγεται ξεφυτίλισμα αλλά η ντοπιολαλιά έχει αφαιρέσει και συρρικνώσει την λέξη.

ΛΥΧΝΑΡΑΚΙ
Το λυχναράκι ήταν ένα ολόιδιο εργαλείο με τον λύχνο πήλινο ή τσίγκινο σε μικρότερες διαστάσεις, όπου το άναβαν και το τοποθετούσαν επάνω στο τζάκι ή και το κρεμούσαν από κάποιο καρφί.

ΤΣΙΜΠΛΗΣ
    Ο τσιμπλής ή και πετρολύχναρο είναι μια μεταλική κατασκευή από τους φαναράδες (τεχνίτες που επεξεργάζονταν την γαλβανιζμένη λαμαρίνα ή τσίγκο και κατασκεύαζαν διάφορα εργαλεία οικιακής και επαγγελματικής χρήσης). Αποτελείτο από ένα ανάποδο χωνί (με την μύτη προς τα άνω) που στο στενό μέρος επάνω βίδωνε το εξάρτημα που συγκρατούσε το φιτίλι. 
Από την βάση του χωνιού ξεκίναγε ένα χερούλι, λίγο μακρύτερο από την όλη κατασκευή με μια τρύπα στο άνω μέρος του για να το κρεμάνε. Σ’ αυτό το εργαλείο έβαζαν μέσα ένα σωληνοειδές φυτίλι, με αρκετό μήκος για να επικοινωνεί με το πετρέλαιο ώστε να διοχετεύεται μέσα στο σωληνάκι του χωνιού και να προεξέχει λίγο εκτός του σωλήνα για να βγαίνει η φλόγα. 
Γέμιζε με πετρέλαιο η λάμπα και αφού πρώτα ξεφτίλιζαν στην άκρη το φυτίλι, το άναβαν και αυτό τραβούσε (ρουφούσε) πετρέλαιο και καιγόταν και φώτιζε χωρίς να καίγεται το φυτίλι.

    Το φυτίλι του τσιμπλή έπρεπε να το ξεφτιλίζουν διότι έπιανε επάνω κάφτρα και δεν φώτιζε αρκετά. Αυτό γινόταν σ’ όλες τις λάμπες πετρελαίου με φυτίλι. Μια τέτοια λάμπα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπου και η φωτογραφία.

ΛΑΜΠΑ ΜΕ ΛΑΜΠΟΓΥΑΛΟ
“Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω
γιατ΄είμαι ξενοχωργιανός, το δρόμο να μη χάσω”

    Η λάμπα με το λαμπόγυαλο είναι μια κατασκευή με γυάλινο δοχείο καυσίμου που καίει πετρέλαιο και είναι πιο σύγχρονη από τον τσιμπλή. Επάνω στο γυάλινο σώμα της προσαρμόζεται βιδωτά ένας απλός μηχανισμός (η φυτιλιέρα) με ένα χειροκίνητο ρεγουλατόρο (οδηγό) για να προωθεί το φυτίλι προς τα άνω ή προς τα κάτω. Στο επάνω μέρος της φυτιλιέρας υπάρχει μια υποδοχή που προσαρμόζεται και κρατάει σταθερά το λαμπόγυαλο. Στο μέσο του γυάλινου δοχείου καυσίμου υπάρχει εκ κατασκευής ο λαιμός. Εκεί προσαρμόζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που συνδέεται με στρογγυλή μεταλλική πλάτη και γάντζο στο πάνω μέρος για να κρεμιέται η λάμπα στον τοίχο. Η στρογγυλή λαμαρίνα της πλάτης προστατεύει τον τοίχο από την θερμοκρασία που παράγει η φλόγα κατά την καύση. Το φυτίλι αυτής της λάμπας δεν ήταν σωληνοειδές, αλλά σε σχήμα λωρίδας.

Την λάμπα την τοποθετούσαν επάνω στο τραπέζι κατά την ώρα του φαγητού ή του διαβάσματος και μετά το πέρας αυτών την ακουμπούσαν επάνω στο τζάκι ή την κρεμούσαν από κάποιο καρφί που ήταν προσαρμοσμένο στον τοίχο σε σημείο που δύναται να φωτίζει περισσότερο το δωμάτιο ή τη κουζίνα.

Μόλις τελείωναν το φαγητό ή οποιαδήποτε εργασία για να μην καταναλώνουν πετρέλαιο, χαμήλωναν τον φωτισμό της λάμπας ή την έσβηναν και χρησιμοποιούσαν για φωτισμό το λιγοστό φως του τζακιού.

Για να ανάψουν την λάμπα έπρεπε πριν να καθαριστεί προσεχτικά το εύθραυστο γυαλί της και να είναι στεγνό για να μην σπάσει από την θερμοκρασία.Το καλύτερο καθάρισμα γινόταν με βρεγμένη εφημερίδα και το αδράχτυ για να βγεί η γάνα και η καπνιά.

Τα μαγαζιά στα χωριά είχαν αρκετά αποθέματα γυαλιών λάμπας. Η λάμπα με λαμπόγυαλο καταγράφηκε ως μια μεγάλη διαφορά και εξέλιξη από τον τσιμπλή. Θεωρούσαν τότε νοικοκυραίους όσους χρησιμοποιούσαν την λάμπα με λαμπόγυαλο. Μια τέτοια λάμπα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπου και η φωτογραφία.

ΦΑΝΑΡΙ ή ΚΛΕΦΤΟΦΑΝΑΡΟ
    Το φανάρι ήταν μια λάμπα που λειτουργούσε ακριβώς όπως η λάμπα του σπιτιού. Ήταν διαφορετικής κατασκευής για να χρησιμοποιείται την νύκτα ώστε να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, για να βλέπουν στον στάβλο, στ’ αλώνια και οπουδήποτε χρειάζονταν φορητό φωτισμό.

Ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, με μεταλλικό πλαίσιο με τέσσερα εσωτερικά τζάμια. Η βάση του ήταν ένα μεταλλικό δοχείο με μια τρυπούλα στην μέση του άνω μέρους για να εισέρχεται το φυτίλι και να το γεμίζουν με καύσιμο.

Στο επάνω μέρος του φαναριού ο κατασκευαστής είχε προσαρμόσει ένα συρμάτινο χερούλι για την μεταφορά και το κρέμασμα αυτού από κάποια βάση.

Τα τζαμάκια που είχε γύρω από εκεί που καιγόταν χρησίμευαν για να μην το σβήνει ο αέρας και να μην προκληθεί πυρκαγιά.

Αργότερα τα φανάρια τα κατασκεύαζαν στρογγυλά μ’ ενιαίο τζάμι που προστατεύεται από μια ελαφρά συρμάτινη κατασκευή.

ΚΑΝΤΗΛΙ

"Nτίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντήλι..."

Το καντήλι είναι κι αυτό ένα απλούστατο εργαλείο φωτισμού που αποτελείται από ένα ποτήρι με χείλος στο επάνω μέρος ή και απλό, που το κρεμούσανε με σύρμα μπροστά από το εικονοστάσι του σπιτιού ή στις εκκλησίες μπροστά από τις εικόνες ή το τοποθετούσαν επάνω σε κάποια κατασκευή.

Το ποτήρι το γέμιζαν με λάδι και έπαιρναν κι ένα τσιγκάκι μικρό ελαφρύ και λεπτό τυλιγμένο σε φελλό και το τρυπούσαν στην μέση και περνούσαν το φυτίλι ή βαμβάκι και το άναβαν. Αυτό διατηρούταν αναμμένο όσο είχε λάδι το ποτήρι. Συνήθως κανόνιζαν πόσο χρόνο ήθελαν να είναι αναμμένο και έριχναν και νερό στο ποτήρι.

Το λάδι όπως γνωρίζουμε είναι ελαφρύτερο το νερού και επιπλέει. Μόλις τελείωνε το λάδι, τότε έσβηνε και το καντήλι. Υπήρχαν πολλοί τύποι καντηλιών, πήλινα - κεραμικά, γυάλινα, μεταλλικά, κρεμαστά, κάποια βρίσκονται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπως στις φωτογραφίες.

ΣΠΑΡΜΑΤΣΕΤΑ, ΚΕΡΙΑ
Το σπαρματσέτο είναι το κερί το φωτιστικό, το στεατικό όπως λέγεται, όχι το μελισσοκέρι. Λέγεται και αλειμματοκέρι (άλειμμα ήταν το ζωικό λίπος).

Το σπαρματσέτο ήταν ένα είδος κεριού, το κερί που χρησιμοποιούνταν για φωτισμό πριν ανακαλυφθούν οι παραφίνες και κατασκευαστούν τα κεριά. Κυριάρχησε στην αγορά καθώς ήταν ένα βελτιωμένο είδος κεριού. Είχε την ιδιότητα να μην μαλακώνει εύκολα από τον ήλιο και τη ζέστη, σε αντίθεση με τα μελισσοκέρια ή τα κεριά λίπους που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε.

Οι Ρωμαίοι είναι αυτοί που κατασκεύασαν πρώτοι κεριά με φιτίλι τα οποία φώτιζαν τα σπίτια ή οδηγούσαν τους οδοιπόρους στο σκοτάδι. Ως πρώτη ύλη είχαν το λίπος από πρόβατα, χοιρινά και βοοειδή. Αυτό το κερί κατά την καύση έβγαζε πολύ καπνό και μύριζε άσχημα. Το χρησιμοποιούσαν ευρέως ως μέσο φωτισμού και οι Αιγύπτιοι.

Τα σημερινά κεριά που προέρχονται από το αργό πετρέλαιο αποκαλούνται κεριά παραφίνης (ή και απλά παραφίνη).

ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ
Η ασετιλίνη ήταν μια μεταλλική κατασκευή που ποικίλει από τόπο σε τόπο. Βασικά όμως δούλευε πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Αυτή αποτελούταν από ένα τσίγκινο κυλινδρικό κουτί με μια λεπτή και μακρόστενη σωλήνα που προεξείχε και ένα χερούλι στο πίσω μέρος, για να το μεταφέρουν και να μη καίγονται.

Στο κουτί μέσα τοποθετούσαν την ασετιλίνη (μια χημική ουσία) όπου μέσα έριχνα και νερό και αμέσως βίδωναν το καπάκι του κουτιού ερμητικά. Η ασετιλίνη στην επαφή της με το νερό έβγαζε ένα εύφλεκτο αέριο από την άκρη του σωλήνα.

Εκεί έβαζαν φωτιά και η φλόγα που έβγαινε φώτιζε. Μ’ αυτήν την συσκευή πήγαιναν την νύκτα για ψάρια, καβούρια, σαλιγκάρια κ.λπ.

ΒΕΝΖΙΝΟΛΑΜΠΑ – ΛΟΥΞ
Το Λουξ ή βενζινόλαμπα, λειτουργούσε με φωτιστικό πετρέλαιο που το προμήθευαν μόνον τα Μονοπώλια (κρατικά καταστήματα). Το όνομά της μας παραπέμπει σε μια πιο εξευγενισμένη κατασκευή φωτιστικού μεταλλικού εργαλείου. Αυτή δεν είχε φυτίλι όπως οι κοινές λάμπες πετρελαίου και λαδιού αλλά ήταν μια κατασκευή από αμίαντο, που προσαρμόζονταν στην κεφαλή του μηχανισμού.

Αποτελείτο από τη δεξαμενή καυσίμου όπου εκεί ήταν η χειροκίνητη αντλία αέρος και ο ρεγουλατόρος. Κοντά και λίγο παραπάνω ήταν ο διακόπτης ροής καυσίμου και η υποδοχή για το οινόπνευμα που ζέσταινε τον αμίαντο και το μπεκ. Το μπεκ βρισκόταν στο επάνω μέρος της συσκευής όπου ήταν και η απόληξη του σωλήνα προς τον αμίαντο.

Για να λειτουργήσει, έπρεπε...
..........
η συνέχεια στην πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki