Monday 31 December 2018

Ο δικός μου «κυρ Βασίλης»

Σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε γειτονιά και ρούγα, υπάρχει πάντα ένας «κυρ Βασίλης»! Ακόμα και αν δεν τον λένε «Βασίλη»... πάντα υπάρχει ένας «κυρ Βασίλης»! Σας ακούγεται λίγο παράξενο αυτό... αλλά είναι αλήθεια, παντού και πάντα υπάρχει ένας «κύριος Βασίλης»... ή για να ήμαστε πιο ακριβείς... παντού και πάντα μπορεί να υπάρξει ένας «κυρ Βασίλης»!

Τώρα, θα σας παρακαλέσω να κάνετε για λίγο ησυχία και να δώσετε προσοχή στην ιστορία που θα σας διηγηθώ... Θα σας μιλήσω για το δικό μου «κυρ Βασίλη».

Και ο δικός μου «κυρ Βασίλης», όπως άλλωστε όλοι οι «κυρ Βασίληδες», κάποτε ήταν μικρό παιδί σαν και εσάς. Βέβαια αυτό συνέβαινε πριν πολλά - πολλά χρόνια...
Αυτός ο «κυρ Βασίλης», όταν ήταν παιδί, δεν πίστευε καθόλου στο συνονόματό του... Ξέρετε ποιόν εννοώ... Το γνωστό μας τον «Aϊ Βασίλη».
Όταν άκουγε τους συνομηλίκους του να μιλούν για τον «Aϊ Βασίλη», αυτός κρυφογελούσε και μάλιστα, θεωρούσε τουλάχιστον ανόητους, όσους πίστευαν ότι υπάρχει «Άγιος» που φέρνει δώρα στα παιδιά. Και όταν κάποιος μεγαλύτερος τον ρωτούσε... «Τι θέλεις Βασιλάκη να σου φέρει ο Aϊ Βασίλης την Πρωτοχρονιά;» ... αυτός εκνευρίζονταν, γιατί καταλάβαινε πως του έλεγαν ψέματα για την ύπαρξη ενός τέτοιου «Αγίου».
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» γνώριζε ότι, όλα τα δώρα την Πρωτοχρονιά, τα φέρνουν οι γονείς στα παιδιά τους, ή κάποιοι κοντινοί συγγενείς.
Γι' αυτόν, δεν υπήρχαν εκκεντρικοί χοντροί άγιοι, ντυμένοι στα κόκκινα, με λευκές γενειάδες... ούτε έλκηθρα, ούτε τάρανδοι. Ήξερε πολύ καλά ότι, στα κεραμίδια των σπιτιών και στις καπνοδόχους, δεν ανέβαινε κανείς το χειμώνα, με τέτοιο κρύο... ούτε καν οι κεραμιδόγατοι. Αλλά δεν έλεγε και πολλά γιατί όλοι οι συνομήλικοι του... (είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα) ... πίστευαν στον «άγιο των δώρων». Δεν ήθελε λοιπόν, να τους χαλάσει το όνειρο.

Ο «μικρός κυρ Βασίλης» μας, μπορεί να μην πίστευε στην ύπαρξη του «Aϊ Βασίλη»... όμως ήταν παιδί με ευαισθησίες και με καλή καρδιά.
Αυτός ήταν τυχερός, γιατί... (ξέχασα να σας το πω) ... ο πατέρας του ήταν κάτι σαν... Δήμαρχος στο χωριό... και σαν «κεφαλή» που ήταν, είχε έναν πολύ καλό μισθό, πρόσφερε τα πάντα στην οικογένεια του ... και φυσικά ποτέ δεν έλειπαν από τον «μικρό κυρ Βασίλη» τα δώρα. Κάθε Πρωτοχρονιά (και όχι μόνο) ο πατέρας του, του χάριζε ένα σορό παιχνίδια... και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά από που έρχονταν όλα αυτά.
Τέρμα λοιπόν, τα παραμύθια για τον «άγιο των δώρων».
Όπως είπαμε όμως, ο «μικρός κυρ Βασίλης» είχε καλή καρδιά... και ήξερε πολύ καλά πως... όλοι οι συνομήλικοι του δεν ήταν το ίδιο τυχεροί με αυτόν. Κάποιοι μάλιστα (και δεν ήταν λίγοι αυτοί) περνούσαν στο σπίτι τους πολύ φτωχικά... και γνώριζε πως έρχονταν ημέρες που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Σε αυτά τα παιδιά οι φτωχοί γονείς τους φυσικά, δεν μπορούσαν να αγοράσουν δώρα... πολύ περισσότερο, κανένας ασπρογένης κοκκινοντυμένος «Aϊ Βασίλης» δεν τα θυμόταν.
Παρ' όλα αυτά, πάντα τα φτωχά παιδιά, (όπως όλα τα φτωχά παιδιά του κόσμου), πίστευαν (άδικα) και ήλπιζαν (μάταια) πως... ο «άγιος των δώρων», αυτή τη φορά θα τα θυμόταν και αυτά... και πως θα τα επισκέπτονταν, φέρνοντας τους κάτι όμορφο...
Αυτή η αδικία στενοχωρούσε πολύ το «μικρό κυρ Βασίλη».
Από τι μία, αυτός είχε τόσα πολλά παιχνίδια... αλλά δεν πίστευε καθόλου - μα καθόλου στην ύπαρξη του «Αγίου των δώρων»... και από την άλλη, οι φίλοι του -τα φτωχά παιδιά του χωριού- παρ' όλο που πίστευαν στο Aϊ Βασίλη ... σχεδόν ποτέ τους δεν έπαιρναν δώρα.

Κάποια Πρωτοχρονιά λοιπόν, κάτι του πέρασε από το μυαλό. Υπήρχαν τόσα παιχνίδια στο πατάρι του! Δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μοιράσει μερικά από αυτά! Πίρε γρήγορα την απόφασή του. Θα χάριζε, στα φτωχά παιδιά του χωριού, μερικά από τα παιχνίδια του!
Νωρίς την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ανέβηκε στο πατάρι του και ξεχώρισε μερικά παιχνίδια, που από καιρό βρίσκονταν ξεχασμένα εκεί. Ανάμεσα σε αυτά ... και ένα πανέμορφο μικρό, σκαλισμένο σε ξύλο, αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Ήταν τόσο όμορφο που, για κάποια στιγμή, σκέφτηκε αυτό να μην το χαρίσει... όμως η καλή του καρδιά, του είπε ότι... δεν είναι σωστό να κρατά για τον εαυτό του τα καλά παιχνίδια... και να χαρίζει μόνο αυτά που δεν του αρέσουν... Έτσι λοιπόν πήρε και το όμορφο ξύλινο κίτρινο αλογάκι, μαζί με τα άλλα παιχνίδια που διάλεξε και τα έβαλε σε ένα κόκκινο σακούλι που βρήκε παρά πεταμένο... Μια χαρά έκανε αυτό το σακούλι για τη δουλειά που το χρειάζονταν.

Το βράδυ, μετά το εορταστικό δείπνο, φίλησε τους γονείς του και τους είπε ότι θα ήθελε να πάει να κοιμηθεί νωρίς. Περίμενε στο δωμάτιο του και όταν μετά από ώρα κατάλαβε πως και οι γονείς του κοιμήθηκαν... αυτός πήδηξε, με το σακούλι του, από το παράθυρό του, έξω. Ευτυχώς η ώρα ήταν προχωρημένη και έκανε τόσο κρύο... που ακόμα και τα σκυλιά του χωριού δεν είχαν καμία διάθεση να βγουν από την τρύπα τους για να το γαβγίσουν.
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» έφτασε έξω από το πρώτο σπίτι, όπου έμενε το πιο φτωχό παιδί του χωριού... Γλίστρησε σαν σκιά και στάθηκε εμπρός στην ξύλινη πόρτα, έχωσε το χέρι του στο κόκκινο σακούλι, έβγαλε το μικρό σκαλιστό κίτρινο αλογάκι και το ακούμπησε στο σκαλοπάτι... ύστερα, κτύπησε με δύναμη το μάνταλο και προτού οι αγουροξυπνημένοι ένοικοι ανοίξουν... εξαφανίσθηκε τρέχοντας!
Αυτό το έκανε μερικές φορές ακόμα, σε διαφορετικά σπίτια... και όταν ο σάκος του άδειασε από τα δώρα που είχε διαλέξει για να μοιράσει... γύρισε ήσυχα στο σπίτι του. Ευτυχώς κανείς από τους γονείς του δεν κατάλαβε τίποτα από τη βραδινή εξόρμησή του!
Η άλλη ημέρα στο χωριό ήταν κάπως διαφορετική από τις προηγούμενες.
Οι φτωχοί χωριανοί χαιρετούσαν ο ένας τον άλλων, αντάλλαζαν ευχές και αλληλοκοιτάζονταν με κάποια απορία... Τα φτωχά παιδιά ήταν ιδιαίτερα χαρούμενα... και όλοι (οι καθώς πρέπει νοικοκύρηδες) παραξενεύονταν να τα βλέπουν να επιδεικνύουν τα δώρα, που έλεγαν... ότι τους έφερε ο Aϊ Βασίλης!!!
Μάλιστα, όσο περνούσε η ημέρα άρχισαν και συζητήσεις... ακούγονταν αφηγήσεις και γίνονταν και περιγραφές για το παράδοξο που είχε συμβεί στο χωριό τους.
Το περίεργο είναι ότι, όλοι όσοι δέχτηκαν «επίσκεψη» από τον «άγιο των δώρων» στο σπίτι τους... συμφωνούσαν!
Όλοι τους μιλούσαν για έναν ψιλό, παχουλό, ασπρογένη, καλόκαρδο γέροντα, που έκανε πολλά χαρωπά «χωπ - χωπ - χωπ»... που κρατούσε στους ώμους του ένα μεγάλο κόκκινο σακούλι γεμάτο με δώρα... και που οδηγούσε ένα ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν τάρανδοι. Αυτός ο κοκκινοντυμένος ροδαλός χοντρούλης, σταμάτησε (όπως αφηγούνταν) στην αυλή τους, άφησε τα δώρα του, κτύπησε την πόρτα και ... εξαφανίσθηκε! Όμως (και εδώ είναι το περίεργο) όλοι όταν άνοιξαν την πόρτα τους... πρόλαβαν και τον είδαν! ... και όλοι βεβαίωναν ότι είδαν ακριβός την ίδια φιγούρα που περιέγραφαν!

Φυσικά, ο «μικρός κυρ Βασίλης» πολύ ευχαριστήθηκε με όλα αυτά.
Διασκέδασε... αλλά και καμάρωσε που ήταν υπαίτιος για να λέγονται αυτές η ιστορίες! Ένιωσε ευτυχισμένος γιατί μοιράσθηκε με τους φτωχούς συνομήλικους του, τα παιχνίδια του! Μια απεριόριστη ικανοποίηση τον πλημμύρισε όταν είδε τα «δώρα» του, στα χέρια των φίλων του! Τα φτωχά παιδιά του χωριού ήταν ίσως για πρώτη φορά, (τόσο μα τόσο) ευτυχισμένα, γιατί επιτέλους (όπως πίστευαν) τα θυμήθηκε και αυτά ο «άγιος των παιχνιδιών»!
Και την επόμενη χρονιά ο «μικρός κυρ Βασίλης» εφάρμοσε το ίδιο σχέδιο... μόνο που το προγραμμάτισε καλλίτερα. Διάλεξε νωρίτερα τα παιχνίδια που θα χάριζε, τα έβαλε σε ξεχωριστά κουτιά, τα τύλιξε με εορταστικό χαρτί περιτυλίγματος, τα έδεσε με όμορφους φανταχτερούς φιόγκους και έγραψε, έξω από κάθε κουτί, το όνομα του κάθε παιδιού - παραλήπτη!
Και πάλι τα μοίρασε κρυφά ... και πάλι την επόμενη ημέρα οι φτωχοί συγχωριανοί του έλεγαν παρόμοιες ιστορίες, για την επίσκεψη που δέχτηκαν από τον ίδιο καλοκάγαθο κόκκινο ντυμένο χοντρομπαλά «άγιο των δώρων»!
Και την επόμενη χρονιά, πάλι ο «μικρός κυρ Βασίλης» έκαμε το ίδιο... Και την επόμενη.... Και την επόμενη... Και πάντα ένιωθε την ίδια ικανοποίηση και έπαιρνε πάντα την ίδια χαρά! Ο φίλος μας είχε βρει το νόημα της ζωής του. Ένιωθε πως, ο λόγος που είχε έρθει σε αυτό το κόσμο, ήταν για να προσφέρει χαρά στα παιδιά!
Αυτή η γιορταστική μυστική αποστολή, που οικειοθελώς είχε αποδεχτεί, του διαμόρφωσε κατάλληλα σταδιακά και τον χαρακτήρα του. Ο «μικρός κυρ Βασίλης», χρόνο με το χρόνο, συνειδητοποιούσε ότι, εκτός από παιχνίδια... είχε και άλλα πράγματα να μοιρασθεί με τους συγχωριανούς του! Έτσι, πάντα έβρισκε τρόπο να μοιράζει (π.χ.) τα ρούχα που του περίσσευαν, σε αυτούς που δεν είχαν να ντυθούν... να μοιράσει τα βιβλία του, σε όσους που δεν είχαν να αγοράσουν... να μοιράσει τα φρούτα που του περίσσευαν, από τα δέντρα του κήπου του... Ο «μικρός κυρ Βασίλης», έδινε κάθε τί, που αυτός είχε σε αφθονία... και η άλλοι δεν είχαν.

Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά, τα χρόνια περνούσαν και ο «μικρός κυρ Βασίλης»... όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή έπαυσε να είναι «μικρός». Έγινε νεαρός... και μετά, πραγματικός άντρας... και μετά έγινε ώριμος μεσήλικας.
Ο «κυρ Βασίλης» ήταν πια, ένας τίμιος επαγγελματίας που εργάζονταν σκληρά για να ζήσει. Από τα χρήματα που κέρδιζε με τη δουλειά του, πάντα ένα ποσό το έβαζε στην άκρη και το προόριζε για αγορά παιχνιδιών, που τα μοίραζε πάντα (τώρα πια...) σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά του χωριού... Αλλά πάντα κρυφά, όπως και την πρώτη φορά, την Παραμονή κάθε Πρωτοχρονιάς!

... Και ήταν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος με την «μυστική αποστολή» του!
... Και ας μην πίστευε ο ίδιος, ότι υπάρχει «Aϊ Βασίλης»!
Μάλιστα είχε πληροφορηθεί, από τα ιερά βιβλία μας, ότι ο δικός μας «Άγιος Βασίλειος» ήταν πραγματικά ένας σεβάσμιος φιλάνθρωπος ιεράρχης, που πριν από πολλά πολλά χρόνια είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να βοηθά τους φτωχούς... κτίζοντας νοσοκομεία γηροκομεία και ένα σορό άλλα ιδρύματα... Γνώριζε πως, αυτός ο πραγματικά δικός μας Άγιος Βασίλειος καμία σχέση δεν είχε με τον ξενόφερτο χοντρομπαλά «άγιο» που ξεπήδησε (σαν σχεδίασμα) μέσα από την διαφήμιση ενός πολύ γνωστού αναψυκτικού. Αλλά τί σημασία είχε πια. Ο «άγιος Νικόλαος» τον Καθολικών, ο άγιος Βασίλειος των Ορθοδόξων και ο «άγιος» των... αναψυκτικών... με το πέρασμα των χρόνων, είχαν γίνει ένα... και είχε αγαπηθεί από όλα τα παιδιά του κόσμου... σαν «άγιος» των δώρων και των παιχνιδιών! «Άλλοι καιροί, άλλα πουλιά, άλλα τραγούδια»!

Ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια...) «κυρ Βασίλης», δεν έκανε ποτέ οικογένεια και δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά... γιατί δεν είχε χρόνο για τον εαυτό του... Τώρα πια, τον είχαν πάρει και τα χρόνια... και ήταν χρόνια δύσκολα... γιατί μια «οικονομική κρίση»... εμφανίσθηκε και έκανε τους πιο πολλούς ανθρώπους να χάσουν την δουλειά τους. Οι φτωχοί έγιναν ακόμα πιο φτωχοί... και ακόμα πιο πολλοί. Πρωτοχρονιά με την Πρωτοχρονιά τα φτωχά παιδιά του χωριού, πλήθαιναν... και ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια...) κυρ Βασίλης» μας, (που σημειωτέον, λόγο της οικονομικής κρίσης, γίνονταν και αυτός ολοένα και φτωχότερος) έπρεπε να βρει ακόμα περισσότερα δώρα... και πιστέψτε με, τα έβρισκε πια, πολύ δύσκολα... αλλά αυτός πάντα έβρισκε χρήματα, από το υστέρημα του, τώρα πια και εξασφάλιζε τα δώρα που έπρεπε να μοιράσει κρυφά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Σαν αποτέλεσμα της «οικονομικής κρίσης» που όλο και μεγάλωνε, ο «κυρ Βασίλης» έχασε τελικά και τη δουλειά του... αναγκάσθηκε να πουλήσει το κήπο του, τις ελιές του... ακόμα και το πατρικό του σπίτι πούλησε προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα Πρωτοχρονιάτικα δώρα για τα φτωχά παιδιά του χωριού...
Ο φίλος μας, ήταν πια, παν φτωχός, ηλικιωμένος και άρρωστος.
Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα, ο «κυρ Βασίλης» μας, έγινε τόσο φτωχός που... δεν είχε χρήματα ούτε στο γιατρό να πάει ούτε τα απαραίτητα φάρμακα του να αγοράσει... (μια και ήταν άνεργος και ανασφάλιστος...).
Αυτή τη παραμονή, ο «κυρ Βασίλης» μας, κάθονταν, ανήμπορος να σηκωθεί, στη γωνία μιας μικρής αποθήκης που είχε πια για σπίτι... τουρτούριζε μέσα στο κρύο και την υγρασία, χωρίς φωτιά και χωρίς φαγητό... Ήταν πολύ στενοχωρημένος, όχι, γιατί αυτός είχε καταντήσει τόσο φτωχός... αλλά γιατί, μετά από πολλά πολλά χρόνια... δεν είχε τίποτα να χαρίσει στα φτωχά παιδιά του χωριού... Και ήταν και αυτός ο βήχας και αυτός ο πυρετός που τον ταλαιπωρούσε... «Δε θα έρθει ο Aϊ Βασίλης απόψε στο χωριό μας»... έλεγε και ξανά έλεγε και τα δόντια του έτριζαν καθώς έτρεμε από το κρύο. «Aχ, να ήταν αλήθεια και να υπήρχε ο άγιος των δώρων και των παιχνιδιών»... συνέχισε και έβηξε άσχημα... «και τί, δε θα έδινα για να ήταν αληθινός» ... σιγοψιθύρισε άπνοα πια.

Η νύχτα της Παραμονής πέρασε χωρίς κανείς να κτυπήσει την πόρτα των σπιτιών του χωριού... Η επόμενη ημέρα, η Πρώτη του Νέου Χρόνου χάραξε και νοικοκύρηδες σηκώθηκαν γεμάτοι περιέργεια και άνοιξαν την πόρτα τους... και... Ώ, τι θαύμα! Εκεί, στο σκαλοπάτι του κάθε σπιτιού, βρίσκονταν από ένα μεγάλο κουτί, τυλιγμένο με όμορφο εορταστικό περιτυλίγματα... και στολισμένο το κάθε ένα με ένα φανταχτερό φιόγκο! Τα παιδιά ξύπνησαν και αυτά ... και με χαρούμενε φωνές άνοιξαν το καθένα το κουτί του. Τι χαρά που ένιωσαν... τρενάκια, κουκλίτσες, μπάλες, κιθάρες, ταμπούρλα, βιβλία, επιτραπέζια ηλεκτρονικά... αλλά και γλυκά... κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα... Ακόμα και όμορφα ρούχα για τους μεγάλους υπήρχαν μέσα στα κουτιά... τί φορέματα για τις νοικοκυρές, τί κοσμήματα και αρώματα για τις κοπέλες, τί καπέλα, τι ρολόγια και τί όμορφα στολισμένα μπαστούνια για τους άντρες του κάθε σπιτιού... για όλους υπήρχε μέσα στο κουτί από κάτι! Αυτοί τη χρονιά, τα δώρα που έλαβαν όλοι, από τον Aϊ Βασίλη ήταν περισσότερα και ομορφότερα και ακριβότερα από κάθε χρονιά... Μόνο... που... αυτή τη φορά το Άγιο δεν τον είδε κανένας τους... και αυτό είναι αλήθεια πως τους φάνηκε πολύ περίεργο... όμως μέσα στην πολύ χαρά τους, δεν έδωσαν και τόση σημασία...

Η πρώτη ημέρα του χρόνου στο χωριό (αν και πολύ κρύα) κύλισε ευχάριστα...Όλοι (φτωχοί και λιγότερο φτωχοί) ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τα δώρα που έλαβαν. Είχαν αποκτήσει ξανά τη χαμένη αισιοδοξία τους και έδειχνα να πιστεύουν πως ο Νέος χρόνος θα ήταν καλλίτερος από το παλιό. Το απόγευμα μάλιστα άρχισαν και τις επισκέψεις... πήγαιναν από εδώ... πήγαιναν από εκεί... και αντάλλασσαν ευχές και φυσικά πρώτα από όλα τα παιδιά του χωριού... παρ' όλο το κρύο, με τα καινούρια παιχνίδια στο χέρια τους, το διασκέδαζαν αφάνταστα στους δρόμους του χωριού!
Αργά, λίγο προτού φύγει η πρώτη ημέρα και προτού έρθει η πρώτη νύχτα του νέου χρόνου... μια παρέα χωριανών στάθηκαν έξω από την αποθήκη όπου έμενε, τον τελευταίο καιρό, ο «κυρ Βασίλης»... τότε συνειδητοποίησαν ότι τον «κυρ Βασίλη» είχαν μέρες να τον δουν να περπατά στους δρόμους... ήξεραν ότι ήταν άρρωστο και όμως μέσα στη φασαρία των ημερών των είχαν ξεχάσει. 

Πλησιάζοντας στην πόρτα της αποθήκης διέκρινα ένα εορταστικό κουτί... «Mπα έκανε δώρο και στον κυρ Βασίλη ο Άγιος;» ... αναρωτήθηκαν και έσκυψαν να το σηκώσουν. Φώναξαν το όνομα του φίλου μας... μα, απόκριση δεν πήραν. Έσπρωξαν την πόρτα της αποθήκης και μπήκαν στο εσωτερικό της ... στο μισοσκόταδο διέκρινα ξαπλωμένο τον «κυρ Βασίλη». Είχε τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ένα τεράστιο χαμόγελο στόλιζε το γαλήνιο πρόσωπο του. ... Ένα τριμμένο άδειο κόκκινο σακούλι βρίσκονταν διπλωμένο και ακουμπισμένο προσεκτικά δίπλα του...
Ο κυρ Βασίλης είχε φύγει.

Κάποιος άνοιξε το εορταστικό κουτί και έβγαλε από μέσα το Πρωτοχρονιάτικο δώρο που προφανώς του είχε αφήσει ο «άγιος των παιχνιδιών»... Ήταν ένα πανέμορφο μικρό, σκαλιστό ξύλινο αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Το ξύλινο αλογάκι έλαμπε μυστηριακά καθώς το φώτιζε το λιγοστό φως του δειλινού, που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι χωριανοί ακούμπησαν το ξύλινο κίτρινο αλογάκι στο στήθος του «κυρ Βασίλη» και σταυροκοπήθηκα, φεύγοντας για να πράξουν τα δέοντα.

Πιστέψτε με.
Δεν ήθελα να σας στεναχωρήσω, αλλά, να... δεν έβρισκα καλλίτερο τρόπο για να σας πω ότι, Τελικά υπάρχει ο άγιος των φτωχών, ο άγιος των δώρων, των παιχνιδιών και των παιδιών! 
Υπάρχει ο Aϊ Βασίλης! ... και θα συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και αν δεν τον πιστεύουμε... 
Θα υπάρχει για πάντα... όσο υπάρχουν «στις πόλης τα χωριά και τις γειτονιές μας «κυρ Βασίληδες»... σαν αυτόν που μόλις σας διηγήθηκα την ιστορία του... όποιο όνομα και να έχουν αυτοί! 
Όλοι μας μπορούμε να είμαστε, για τους άλλους, «Aϊ Βασίληδες»! 
ΌΛΟΙ μας!

Εσείς τί λέτε; 
Υπάρχει ο Aϊ Βασίλης;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Παναγιώτης Μαυρόπουλος/Σταυριώτης, Zωγράφος – Συγγραφέας
Πηγή: corfuland.gr

Sunday 30 December 2018

Η πρώτη πρωτοχρονιά του κ. Παράξενου και της κ. Στριμμένης

Στη βίλα «Μυστήριοι», μακριά απ’ την πόλη, ζούσαν εδώ και κάτι χρόνια ο κύριος Παράξενος και η γυναίκα του, η κυρία Στριμμένη. Πραγματικά μυστήριοι άνθρωποι, απομονωμένοι απ’ όλους και αμίλητοι. Ο κύριος Παράξενος φρόντιζε το αυτοκίνητό του και το γρασίδι στον κήπο και η κυρία Στριμμένη το σπίτι, κι αυτό ήταν όλο. Όσο για παρέες; Mε τίποτα δεν τις ήθελαν. «Πολύς κόσμος, πολλή φασαρία», έλεγε ο κύριος Παράξενος και συμπλήρωνε: «Πολλές χαιρετούρες, πολλά μικρόβια, πολλά παιδιά, πολλή ακαταστασία». Και συμφωνούσε και η κυρία Στριμμένη. Aν συναντούσαν κανένα γείτονα στο δρόμο, γύριζαν αλλού το κεφάλι για να μην τον χαιρετήσουν. Aν περνούσε κανένα παιδί από την πόρτα τους, το αγριοκοίταζαν για να μην πλησιάσει και τους λερώσει τα σκαλοπάτια. Kι άλλες πολλές παραξενιές έκαναν. Nα φανταστείτε, παιδιά, ότι ποτέ, κανείς δεν τους είδε να γιορτάζουν. Oύτε ακόμη και την Πρωτοχρονιά δεν άλλαζε αυτό. Nωρίς-νωρίς έκλειναν τα παράθυρά τους για να μην αναγκαστούν να χαιρετήσουν κανένα κι έπεφταν για ύπνο. Oι άνθρωποι της πόλης απορούσαν, αλλά, για καλό και για κακό, τους απέφευγαν.
 Eκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς, η κυρία Στριμμένη ξύπνησε πολύ άρρωστη το πρωί. Bήχας, πυρετός, συνάχι... χάλια ήταν.
Φέρε μου αντιβιοτικά, είπε στον κύριο Παράξενο, που ετοιμαζόταν να πάει για ψώνια..
Δεν έχεις τίποτα, θα σου περάσει, της απάντησε αυτός κι έφυγε.
Όταν γύρισε, φάρμακα δεν είχε μαζί του...
Θύμωσε η κυρία Στριμμένη και δεν μαγείρεψε, μόνο πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. O κύριος Παράξενος πήρε την εφημερίδα του, και τη διάβασε στο φως της λάμπας, δίπλα στο παράθυρο με τα κλειστά παντζούρια.
Tο απόγευμα η κυρία Στριμμένη ήταν χειρότερα.
Δε μου έφερες αντιβιοτικό και χειροτέρεψα, είπε στον κύριο Παράξενο.
Oυφ, πια, λέει αυτός. Tι να κάνω... θα πάω τώρα.
Σηκώθηκε νευριασμένος και ξεκίνησε. Mπήκε στο αυτοκίνητό του και τράβηξε για την πόλη. Στο δρόμο... κάτι δεν πήγαινε καλά. Bγαίνει από το αυτοκίνητο και κοιτάζει... τι να δει... λάστιχο! Tο δεξί μπροστινό λάστιχο ήταν σκασμένο. Άρχισε τη μουρμούρα ο κύριος Παράξενος. Ψάχνει για τη ρεζέρβα, δεν τη βρίσκει... Tί κάνει τώρα;
Aπό το άνοιξε-κλείσε τις πόρτες, ο θόρυβος ξύπνησε το γείτονα, τον κύριο Kαλόψυχο. Bγαίνει στο παράθυρο και παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:
Σας συμβαίνει τίποτα, κύριε;
Γρρρρ, γρύλισε ο κύριος Παράξενος. Aυτό το παλιολάστιχο φταίει για όλα...
Mην ανησυχείτε, λέει ο κύριος Kαλόψυχος. Mπορώ να σας δανείσω τη δική μου ρεζέρβα. Ή και να σας πάω εκεί που θέλετε. Πού πάτε, αλήθεια;
Στο φαρμακείο, λέει ο κύριος Παράξενος.
Eίναι άρρωστη η κυρία... η γυναίκα σας; ξαναρωτάει ο κύριος Kαλόψυχος.
― Ναι, απαντάει ο κύριος Παράξενος.
Kανένα πρόβλημα, λέει ο κύριος Kαλόψυχος και στέλνει τον Xάρη, το γιο του, με το ποδήλατο στο φαρμακείο, να πάρει το φάρμακο. K ι ύστερα, ανασκουμπώνεται να βάλει τη ρεζέρβα στο αυτοκίνητο του κυρίου Παράξενου.
Aπόρησε η γειτονιά όταν είδε τον κύριο Παράξενο να μιλάει με άλλους. Bγήκαν όλοι στα παράθυρα. Ήρθε και η κυρία Kουτσομπολίδου, ρώτησε, έμαθε και, μέσα σε πέντε λεπτά, τα νέα είχαν κάνει το γύρο της πόλης. Σε λίγο εμφανίστηκε η δεσποινίς Bοηθού, που της άρεσε να κάνει καλές πράξεις, και προσφέρθηκε να πάει το φάρμακο και να κάνει μια εντριβή στην κυρία Στριμμένη. O κύριος Mαχαιροπίρουνος, ο εστιάτορας, βλέποντας τη φασαρία κι ακούγοντας τα νέα, σκέφτηκε δειλά-δειλά: «Aφού είναι άρρωστη η καημένη η κυρία Στριμμένη, δε θα μπόρεσε να μαγειρέψει. Aς πάρω δυο περιποιημένες μερίδες γαλοπούλα να τους πάω, χρονιάρες μέρες που είναι...». Kαι πλησιάζει κι αυτός. Kι ακόμη, ο κύριος Γλυκατζής, ο ζαχαροπλάστης, πήρε την τελευταία στιγμή μια βασιλόπιτα και την έκρυψε σε μια σακκούλα. Φοβόταν, βλέπετε, τις ζάχαρες... μη λερώσουν...
Στο μεταξύ, το αυτοκίνητο του κυρίου Παράξενου ήταν έτοιμο. Πάνω στην ώρα έρχεται ο Xάρης με το φάρμακο και το δίνει στον κύριο Παράξενο. Kόμπιασε αυτός· δεν ήξερε τι να πει...
E , ε, ευχαρ.... Δεν άντεξε να το τελειώσει.
Tίποτα, τίποτα, είπε ο Xάρης.
H δεσποινίς Bοηθού προτείνει τότε:
Θα είχατε αντίρρηση να έκανα μια εντριβή στην κυρία... στη γυναίκα σας;

Zορίστηκε ο κύριος Παράξενος.
E, όχι, είπε. Nα ρθείτε. Kαι... και... κι εσείς, είπε αμήχανα και κοίταξε τους υπόλοιπους.
«Eυκαιρία να σπάσει ο πάγος», σκέφτηκαν όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος του και ξεκίνησαν για τη βίλα «Mυστήριοι».
Mόνο που δεν έμεινε η κυρία Στριμμένη, όταν τους είδε από το παράθυρο να εμφανίζονται όλοι μαζί. Δεν πίστευε στα μάτια της.
O άντρας της ήταν αυτός που έκανε τέτοια πράγματα; Σκόνες, μικρόβια, φασαρία, γύριζαν ασταμάτητα στο μυαλό της κι ανέβαζαν τον πυρετό της.
H δεσποινίς Bοηθού δεν έχασε καιρό.

Nα σας περιποιηθώ λιγάκι. Mια εντριβή, ένα αντιβιοτικό, ένα ζεστό να σας κάνω.
Τι να κάνει κι αυτή, υποχώρησε, κοίταξε όμως άγρια τον κύριο Παράξενο. Eκείνος, έχασε το χρώμα του αλλά δε μίλησε.
Mέσα σε μισή ώρα, τα πάντα μέσα στη βίλα «Mυστήριοι» είχαν αλλάξει. O κύριος Kαλόψυχος είχε ανάψει όλα τα φώτα, ο κύριος Mαχαιροπίρουνος έστρωνε το τραπέζι για τη γαλοπούλα, ο κύριος Γλυκατζής στόλιζε τη βασιλόπιτα –με προσοχή στις ζάχαρες, …μη λερώσουν. H δεσποινίς Bοηθού έτριβε την κυρία Στριμμένη και ο Xάρης περιφερόταν, με προσοχή κι αυτός, κι έκανε τα διάφορα θελήματα. Ο κ. Παράξενος, μάλλον σαστισμένος, κοίταζε μια τον ένα και μια τον άλλο και δεν το πίστευε. Τελικά, δεν ήταν κι άσχημα· δηλαδή, μια χαρά ήταν, ωραία ήταν, πολύ ωραία ήταν. Καλό πράγμα η παρέα, και τα φώτα, το μυρωδάτο φαγητό και το ζηλευτό γλυκό. Και η κ. Στριμμένη, αμίλητη, προσπαθούσε να καταλάβει: Της αρέσει; Δεν της αρέσει; Μπα, καλούτσικα είναι, μάλλον... κα-τα-πλη-κτι-κά είναι! Όλα έτοιμα και τόσο ωραία. Ξέχασε το βήχα και τον πυρετό, ας είναι καλά η δ. Βοηθού.
Όλα έτοιμα και η ώρα κοντεύει 12.00 τα μεσάνυχτα. Οι επισκέπτες της βίλας «Μυστήριοι» ετοιμάζονται να φύγουν. Αλλά ο κ. Παράξενος και η κ. Στριμμένη, που τώρα είναι ακόμα καλύτερα, έχουν άλλη γνώμη.
Δεν μένετε λίγο ακόμη, να υποδεχτούμε τον νέο χρόνο όλοι μαζί; Τολμάει να πει ο κ. Παράξενος.
Ναι, χαιρόμαστε πολύ με την παρέα σας, αν και υπάρχει κίνδυνος... να σας κολλήσω κανένα μικρόβιο, λέει και η κ. Στριμμένη.
Δεν πιστεύουν αυτά που ακούνε οι γείτονες.
– Ωραία, λοιπόν, η ώρα είναι κοντά, ας μείνουμε, λένε όλοι με ένα στόμα.
Με την πρώτη κανονιά για την υποδοχή του καινούργιου χρόνου, σηκώνεται ο κ. Παράξενος και λέει με ύφος σοβαρό:
Καλοί μου φίλοι, έχω να κάνω μια πρόποση. Στην υγεία όλων σας, που μας χαρίσατε την πρώτη και πιο ωραία, όπως πιστεύω, πρωτοχρονιά της ζωής μας. Ευχαριστούμε! Καλή χρονιά!
Καλή Χρονιά! Με αγάπη και χαρά! Με ειρήνη και ευτυχία, είπαν όλοι με μια φωνή.

Κείμενο-Εικονογράφηση: Ελένη Τσαλίκη ©
Από τη συλλογή: Κάθε μέρα, κάθε μήνα, μια ολόκληρη χρονιά

Έτσι η ελιά είναι πάντα ευλογημένη!

Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο. Η σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα. Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα. Ξαναμπαίνει πάλι μέσα, παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά. Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.
Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν. Η σπηλιά ξαναπάγωσε. Βγήκε πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σ’ ένα ξερό κλαδί. Ήταν δεντρολίβανο. Ο Ιωσήφ το άναψε και η Παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων. Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.
Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του φωνές που του έλεγαν: Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά, πάνω απ’ τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστός. Θα στενοχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα. Ήταν μια χούφτα ελιές που τις είχε φυλάξει μαζί με λίγο ψωμί για ώρα ανάγκης.
Ο Ιωσήφ πήγε στην ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμό της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς. Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.
Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας. Όταν το είδε η Παναγία δάκρυσε, έσκυψε, το χάιδεψε και είπε. Την ευχή μου να ’χεις και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους. Το βράδυ να φωτίζεις το καντήλι του Χριστού. Έτσι κι έγινε. Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη όπως ήταν πριν. Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και ξανανιώνει.
Χρόνια πολλά,

Αναρτήθηκε από skouliki
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki