Ο κύριος Κλεμέν Ματιέ πάει να εργαστεί ως επόπτης καθηγητής σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα της Γαλλίας του 1948. Στο «σχολείο» αυτό βρίσκονται «προβληματικά» παιδιά. Παιδιά που δεν μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι μιας υγιούς κοινωνίας αν δεν... σωφρονιστούν. Εκτός από τα παιδιά όμως προβληματικός είναι και ο διευθυντής του σχολείου, κύριος Ρασέν, του οποίου το μοτό είναι «δράση-αντίδραση», και που όλες οι μεθόδοι του κινούνται σε αυτό τον άξονα. Τιμωρίες στους ατίθασους, βουρδουλιές, απομονώσεις.
Ο κύριος Ματιέ όμως έχει άλλες ιδέες. Δεν εγκρίνει το «δράση-αντίδραση» και προτιμά να κάνει τα παιδιά τρόπο τινά συμμάχους του, για να τα ηρεμήσει. Και έτσι εγένετο... η σχολική χορωδία.
Η φόρμουλα είναι γνωστή, απλή, παλιά, δοκιμασμένη και επιτυχημένη. Βάζεις σε ένα χώρο το άσπρο, το μαύρο αλλά και το γκρι, ή αν προτιμάτε λίγο πιο μεταφορικά, τον καλό, τον κακό και τον άσχημο. Ο Ματιέ είναι καλός και οι προθέσεις του γεμάτες καλοσύνη. Από την άλλη ο διευθυντής απηυδησμένος που όλα τα χρόνια ασχολείται με παιδιά που δεν μπορεί να τιθασεύσει και που δεν γνωρίζουν τη λέξη «πειθαρχία» βάζει τα δυνατά του να τα τιμωρεί κάθε τόσο μπας και στρώσουν. Δράση, αντίδραση. Ο Ματιέ όμως πετάει αυτές τις δύο λέξεις και αναδεικνύει μια δική του, και παντελώς άγνωστη μέχρι και την αφιξή του εκεί. Τη μουσική.Το φιλμ τελικά αποδεικνύεται εξαιρετικό διότι βασισμένος σε αυτή τη φόρμουλα ο σκηνοθέτης, Κριστόφ Μπαρατιέ, αφηγείται υπέροχα μια απλούστατη ιστορία χωρίς να εκβιάζει σε καμμία στιγμή κανένα συναίσθημα. Το αποτέλεσμα είναι μεν συγκινητικό αλλά αυτό προκαλείται απόλυτα φυσιολογικά, χωρίς να καταφεύγει ούτε σε μία σκηνή σε κλισέ δραματουργικά τρικ για να μας συγκινήσει. Κάθε άλλο μάλιστα που κρατάει θαυμαστά τις ισορροπίες ανάμεσα στα άφθονα κωμικά στοιχεία του στόρυ και τα δραματικά. Κάτι τέτοιο για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη χρήζει πολλών συγχαρητηρίων.Όμως οι δύο σύμμαχοι που έχει ο Μπαρατιέ είναι το βαρόμετρο του φιλμ και αναφέρομαι στους ηθοποιούς και τη μουσική. Οι μεν είναι απόλυτα φυσικοί. Ο Ματιέ κερδίζει αμέσως τη συμπαθειά μας και στον αντίποδα ο Ρασέν την αποστροφή μας προς το ατομό του. Η πειστικοτητά τους, σε συνδυασμό με το ότι από το ξεκίνημα ως θεατές είμαστε πεπεισμένοι ότι βρισκόμαστε στη Γαλλία των τελών της δεκαετίας του ’40, είναι απαράμιλλη. Η δε μουσική δένει πανέμορφα με το σύνολο και αποτελεί για τον θεατή αυτό το «κάτι παραπάνω» που λέμε συχνά ότι λείπει από άλλες ταινίες για να τις απογειώσει. Και η μουσική των «Παιδιών της Χορωδίας» απογειώνει πραγματικά. Δεν ήταν άλλωστε και τυχαία υποψήφιο για Όσκαρ πρωτότυπου τραγουδιού.«Τα Παιδιά της Χορωδίας» αξίζουν την προσοχή μας. Όλα σε αυτό το φιλμ είναι όμορφα γιατί όλα είναι απλά. Όλα είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα άκρως ενδιαφέροντα προς παρακολούθηση, διότι η οπτική γωνία μέσα από την οποία βλέπουμε μια τόσο κοινότοπη ιστορία είναι όσο ευαίσθητη χρειάζεται για να μας κάνει στο τέλος να χειροκροτήσουμε. Ακριβώς επειδή ο Κριστόφ Μπαρατιέ διηγείται απλά την ιστορία του μας δίνει την ευχέρεια να απολαύσουμε κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας του και να αφεθούμε στο χιούμορ, την συγκίνηση και την ευαισθησία με την οποία αντιμετώπισε το θέμα του. Μπράβο του.
Μια λέξη έχω λοιπόν να πω για να σας προτρέψω να την δείτε: προλάβετε!
Σκηνοθεσία:Christophe Barratier
Παίζουν:Gérard Jugnot, François Berléand, Kad Merad, Jean-Paul Bonnaire, Marie Bunel, Jacques Perrin, Didier Flamand, Paul Chariéras
Διάρκεια:96 λεπτά
Παραγωγή:Galatée Films,
Novo Arturo Films,
2004
Κυκλοφορεί
No comments:
Post a Comment