Καθόταν από την ακρούλα της, από το δικό της κόσμο και παρατηρούσε τον κόσμο τον δικό τους. Οι κόσμοι τους ήτανε δίπλα δίπλα μα ήτανε τόσο διαφορετικοί που καμιά φορά νόμιζες πως απείχαν όσο η γη από τον ήλιο. Έβγαινε που και που από τον κόσμο της και πήγαινε στο δικό τους, άλλοτε για να τους μιλήσει, άλλοτε για να τους φωνάξει και κάποιες φορές για να ουρλιάξει.
Για εκείνους όμως ήτανε πάντα η γραφική, ήταν ο θηλυκός Ιησούς που αναστήθηκε και τώρα και πάλι όλοι αυτοί σαν σύγχρονοι Ιουδαίοι απλά την χλεύαζαν μια και δεν καταλάβαιναν τις «παράλογες» και «εξωπραγματικές» ανησυχίες της.
«Δες τον ρε! Δεν καταλαβαίνει!»
«Ναι ρε έχει καεί! Που να καταλάβει με τόσα χάπια. Την άλλη φορά πέρασε από μπροστά μας δέκα φορές και δε μας κατάλαβε ο μαλάκας!»
«Ακόμη προχωράει ρε!»
«Ας τον να πηγαίνει. Για αυτόν και καθιστοί που είμαστε είναι σαν να τρέχουμε!”
«Αλήθεια αντί να τον σχολιάζετε, γιατί δεν προσπαθείτε να τον βοηθήσετε;», πετάχτηκε η Μαρίνα ξαφνικά και χώθηκε μέσα στον κόσμο τους!Για εκείνους όμως ήτανε πάντα η γραφική, ήταν ο θηλυκός Ιησούς που αναστήθηκε και τώρα και πάλι όλοι αυτοί σαν σύγχρονοι Ιουδαίοι απλά την χλεύαζαν μια και δεν καταλάβαιναν τις «παράλογες» και «εξωπραγματικές» ανησυχίες της.
Σήμερα η ακρούλα του κόσμου για τη Μαρίνα ήταν η καρέκλα μιας καφετέριας. Εκεί παρατηρούσε κάποιους φίλους απλά να μιλάνε και να γελάνε χωρίς οι λέξεις να έχουν ιδιαίτερο νόημα. Έβλεπε στόματα απλώς να ανοιγοκλείνουν, και αφού οι συζητήσεις ήταν ανούσιες και τα γέλια χωρίς λόγο, με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερε να μην τους ακούει και ας ήτανε δίπλα της, ξαφνικά όμως άκουσε! Τα γέλια τους αυτή τη φορά σταμάτησαν να της φαίνονται ανούσια είχαν αρχίσει να την εξοργίζουν…Το είχαν συνήθεια σ’αυτή τη παρέα να γελάνε με τους αδύναμους, όπως άλλωστε κάνει και η κοινωνία, τους αδύναμους τους πετάει στον δικό της Καιάδα…
«Δες τον ρε! Δεν καταλαβαίνει!»
«Ναι ρε έχει καεί! Που να καταλάβει με τόσα χάπια. Την άλλη φορά πέρασε από μπροστά μας δέκα φορές και δε μας κατάλαβε ο μαλάκας!»
«Ακόμη προχωράει ρε!»
«Ας τον να πηγαίνει. Για αυτόν και καθιστοί που είμαστε είναι σαν να τρέχουμε!”
« Τι να τον βοηθήσουμε ρε; Μας δουλεύεις; Αυτός είναι καμένη περίπτωση!»
«Προσπαθήσατε ποτέ;»
«Τι να κάνουμε εμείς; Εδώ τον στείλανε στον ψυχιατρείο και δεν έγινε τίποτα! Εμείς τι να κάνουμε;»
«Θα ‘πρέπε να προσπαθήσετε»
«Έχεις κάνει εσύ στον ΟΚΑΝΑ, τα ξέρεις και τώρα το παίζεις σοφή;»
«Από τη στιγμή που είναι φίλος σας είστε υποχρεωμένοι να τον βοηθήσετε!»
«Δεν είναι φίλος μας! Γνωστός μας είναι! Ε ρε Μιχάλη πες της και εσύ!»
«Ναι ρε Τάσο τι φίλος μας να είναι αυτός ο καμένος; Γνωστός!»
«Εγώ θα μιλούσα στους γονείς του!»
«Μόνο μάνα έχει, ο πατέρας του πέθανε.»
«Εγώ θα μιλούσα στη μάνα του, έστω!»
«Ε και τι να τον κάνει; Τον έβαλε μέσα, βγήκε, και πάλι τα ίδια. Άμα δεν θέλει ο άνθρωπος…»
«Όχι! Όλα από κάπου αρχίζουν! Από κάποιο ψυχολογικό πρόβλημά ίσως. Το θέμα είναι να βρεθεί η αιτία!»
«Μαρίνα, ο συγκεκριμένος δεν σώζεται! Είναι καμένο χαρτί!»
Έπειτα η Μαρίνα χώθηκε πάλι βαθιά μέσα στον κόσμο και στις σκέψεις της. Τους χάζευε να ρουφάνε το φραπέ τους και να χασκογελάνε στον δικό τους μακρινό κόσμο. Ήλπιζε πως ο Τάκης θα ερχότανε τελικά να καθίσει μαζί τους για να προσπαθήσει να τον πλησιάσει, να του μιλήσει και να καταλάβει με ποιο τρόπο θα μπορούσε να τον βοηθήσει, αλλά δυστυχώς δεν φάνηκε.
Δεν υπάρχουν «καμένες υποθέσεις» και αυτά τα λένε ανθρωποι που ως τώρα δεν τους έχει αγγίξει ο πόνος.
Όταν ο πόνος είναι ανυπόφορος κάποιοι άνθρωποι αρρωσταίνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και η αρρώστια τους μπορεί να λέγεται απομόνωση από τον κόσμο, ποτό, πρέζα, lsd και τα συναφή, ή μπορεί να λέγεται ακόμη και κατάθλιψη. Όπως και να λέγεται η αρρώστια, στον πόνο μάγκας δεν είναι κανείς και μονάχα το όνομα αλλάζει, αφού όλοι με τον ίδιο τρόπο πονάμε.
Όχι λοιπόν, η Μαρίνα ήτανε αποφασισμένη! Αν δεν ήθελαν να τον βοηθήσουν αυτοί, θα τον βοηθούσε εκείνη! Διαφορετικά στο θάνατό του θα ήτανε συνένοχη…
No comments:
Post a Comment