Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων…
Μέρες ατέλειωτες με θάλασσα και αλμύρα
Νύχτες γαλήνιες, υγρές με άρωμα από γιασεμί
Προτού χαράξει, ένας ήχος, σαν παλμός, με ένα ρυθμό κατευναστικό
Οι μηχανές των ψαρόβαρκων
Μπορεί και να ήταν οι μηχανές του χρόνου, που δούλευαν ακόμη κι όταν η πόλη κοιμόταν
Μέρες ατέλειωτες με θάλασσα και αλμύρα
Νύχτες γαλήνιες, υγρές με άρωμα από γιασεμί
Προτού χαράξει, ένας ήχος, σαν παλμός, με ένα ρυθμό κατευναστικό
Οι μηχανές των ψαρόβαρκων
Μπορεί και να ήταν οι μηχανές του χρόνου, που δούλευαν ακόμη κι όταν η πόλη κοιμόταν
Οι άνθρωποι, μόλις ξημέρωνε, πλημμύριζαν τους δρόμους, ακολουθώντας τον
ρυθμό μιας ακόμη εργάσιμης μέρας, με τις καθημερινές ασχολίες τους
Όταν άνοιγα τα μάτια, ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά και από την κουζίνα έβγαιναν μυρωδιές, από καφέ και φαγητά
Φωνές από πλανόδιους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, όπως σε ένα πανηγύρι
«Κουλούρκα, ταχινόπιττες, καλόν πράμαν… Παττίσιες, πατάτες έχω… Ακονίζω μασιαίρκα…»
Φωνές και από τα παιδιά της γειτονιάς που έτρεχα να συναντήσω για να αναλωθούμε μαζί στο παιχνίδι, μες στο λιοπύρι
Βουτιές στη θάλασσα και υποχρεωτική μεσημβρινή αργία
Τον Αύγουστο παραθέριζα στο χωριό των παππούδων
Μέρες γεμάτες ουρανό, νύχτες κεντημένες αστέρια
Από το δώμα παρατηρούσα το νυχτερινό στερέωμα
Για κάθε πεφταστέρι και μια ευχή
Οι ευχές αμέτρητες όπως τα άστρα και τα τριζόνια
Νυχτερίδες, κουκουβάγιες πετούσαν κάποτε, ψηλά από πάνω μας
Στο «απαλάτιν», όπου ξαπλώναμε ακούγονταν τριξίματα στα βολίτζια
Κάτι σαν σούρσιμο, του χρόνου ίσως που κυλούσε με άλλο ρυθμό εδώ στο βουνό, χωρίς ρολόγια
Ο μόνος αληθινός χρόνος της ανατολής και της δύσης
Πρωινό ξύπνημα από τα γκαρίσματα των γαϊδουριών και το κικιρίκου των πετεινών που λαλούσαν την πρώτη καλημέρα
Μαζί τα τζιτζίκια, έπιαναν το τραγούδι τους, έναν ύμνο στο καλοκαίρι και στο φως
Κουδουνίσματα από τις κατσίκες και τα πρόβατα που έβγαιναν για βοσκή
Ο ουρανός γέμιζε πουλιά, κουρούνες, περιστέρια, χελιδόνια
Κάποτε βλέπαμε γεράκια και αητούς, να υπερίπτανται των χαραδρών, της κοιλάδας του Διαρίζου
Τα πάντα έβγαιναν από το σκοτάδι, την ακινησία της νύχτας
Την ώρα που η γιαγιά ξεφούρνιζε ή τάιζε τις κότες, φωνάζοντας «πούρι-πούρι-πούρι», ακουγόταν μια παρατεταμένη πουρού
Ήταν από το «Πουλλάκι», το λεωφορείο που συνέδεε καθημερινά -εκτός Κυριακής- το απομακρυσμένο χωριό με την πόλη
Χτισμένο κάτω από το όρος Κορτυλάς, είχε τα γύρω βουνά σαν φυσικό τείχος
Αθέατο από τα μάτια των Σαρακηνών και τις συχνές επιδρομές τους στο νησί
Έφευγε το «Πουλλάκι», με τους άντρες καθισμένους μπροστά και τις γυναίκες πίσω
Οι άντρες κατέβαιναν στις δουλειές τους, κυρίως σε οικοδομές ή εργοστάσια
Οι γυναίκες επισκέπτονταν τα παιδιά τους στην πόλη
Στα πόδια τους είχαν καλάθια με αναράδες, χαλούμια, αυγά, πουρέκια, καττιμέρκα
Στο πίσω μέρος και στην οροφή, φορτωμένα σακιά από σιτάρι, αθάσια, κοφίνες σταφύλι, ή νταμιτζάνες ζιβανία, οπωρικά ακόμη και ψυγεία ή έπιπλα
Το «Πουλλάκι» εκτελούσε και ταχυδρομικά χρέη, μεταφέροντας την αλληλογραφία, επιστολές και καρτ ποστάλ, από τους απόδημους συγγενείς, τα οποία ο μουχτάρης ή ο ιερέας διάβαζαν μεγαλόφωνα στον καφενέ αφού οι χωρικοί δεν ήξεραν γράμματα
Καθισμένοι κύκλο, άκουγαν επίσης την ανάγνωση της εφημερίδας με τα νέα από το Προεδρικό, τη Χώρα και τον έξω κόσμο που δεν είχαν ποτέ επισκεφτεί
Το «Πουλλάκι» έφερνε στην πόλη τον παππού και τη γιαγιά, στις μεγάλες γιορτές,
Απόκριες, γενέθλια, εθνικές επετείους
Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, ανεβαίναμε πάντοτε εμείς
Σκύβαμε και φιλούσαμε το χέρι τους, ενώ αυτοί μας το ανταπέδιδαν με ένα φιλί στο μέτωπο
Ποτέ δεν λέγαμε «αγαπώ σε» και τέτοια περιττά λόγια
Τα συναισθήματα ήταν ιερά και θα έχαναν από την αίγλη και τη δύναμή τους αν γίνονταν λέξεις
Τα λόγια των παππούδων και των χωρικών ήταν μετρημένα όπως και η ζωή τους
Ο χρόνος έκανε κύκλους με την ιεροτελεστία των τεσσάρων εποχών, τις γιορτές, τους γάμους, τις γεννήσεις, μα και τους θανάτους και τις απώλειες
Στο κοιμητήρι, στην είσοδο του χωριού κοιμούνται εν ειρήνη ο παππούς Λεωνίδας, η γιαγιά Στασού, ο Παναής το «Πουλλάκι», συγγενείς και χωριανοί
Οι άνθρωποι είναι πια ένα με το χώμα και τη γη που αγάπησαν, την οποία καλλιέργησαν, τους έθρεψε και που τώρα πια τη θρέφουν οι ίδιοι
Οι ψυχές τους βρίσκονται στην κάθε πέτρα, στην κάθε αμυγδαλιά, στο κάθε αμπέλι του χωριού, στον αέρα που αναπνέουμε
Τέσσερις δεκαετίες πέρασαν από τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια
Σήμερα, μπαίνοντας στο χωριό, μου λέει η Νάτια, η αδελφή μου:
Κοίτα το «Πουλλάκι»
Το λεωφορείο των παιδικών μας χρόνων, καθηλωμένο στο χώμα, σαν ένα γλυπτό από σιδερικά, μισοθαμμένο έξω από το κοιμητήρι
Από τα παράθυρά του ξεπετάγονται αγριόχορτα, θάμνοι, κλαδιά δέντρων, θύμησες, συναισθήματα και απέριττη ομορφιά
Αλήθεια, πώς δεν το πρόσεξα όλα αυτά τα χρόνια που τέθηκε εκτός κυκλοφορίας και αφέθηκε εκεί, στη σκουριά του χρόνου;
Μέσα από την ακινησία του αναβλύζει μια αρχέγονη ενέργεια και μια αέναη δύναμη
Το πάθος για τη χαρά της ζωής…
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ #recalling 2018, Almyra, Πάφος, 23 Φεβρουαρίου – 17 Μαρτίου 2019
philenews.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Όταν άνοιγα τα μάτια, ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά και από την κουζίνα έβγαιναν μυρωδιές, από καφέ και φαγητά
Φωνές από πλανόδιους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, όπως σε ένα πανηγύρι
«Κουλούρκα, ταχινόπιττες, καλόν πράμαν… Παττίσιες, πατάτες έχω… Ακονίζω μασιαίρκα…»
Φωνές και από τα παιδιά της γειτονιάς που έτρεχα να συναντήσω για να αναλωθούμε μαζί στο παιχνίδι, μες στο λιοπύρι
Βουτιές στη θάλασσα και υποχρεωτική μεσημβρινή αργία
Τον Αύγουστο παραθέριζα στο χωριό των παππούδων
Μέρες γεμάτες ουρανό, νύχτες κεντημένες αστέρια
Από το δώμα παρατηρούσα το νυχτερινό στερέωμα
Για κάθε πεφταστέρι και μια ευχή
Οι ευχές αμέτρητες όπως τα άστρα και τα τριζόνια
Νυχτερίδες, κουκουβάγιες πετούσαν κάποτε, ψηλά από πάνω μας
Στο «απαλάτιν», όπου ξαπλώναμε ακούγονταν τριξίματα στα βολίτζια
Κάτι σαν σούρσιμο, του χρόνου ίσως που κυλούσε με άλλο ρυθμό εδώ στο βουνό, χωρίς ρολόγια
Ο μόνος αληθινός χρόνος της ανατολής και της δύσης
Πρωινό ξύπνημα από τα γκαρίσματα των γαϊδουριών και το κικιρίκου των πετεινών που λαλούσαν την πρώτη καλημέρα
Μαζί τα τζιτζίκια, έπιαναν το τραγούδι τους, έναν ύμνο στο καλοκαίρι και στο φως
Κουδουνίσματα από τις κατσίκες και τα πρόβατα που έβγαιναν για βοσκή
Ο ουρανός γέμιζε πουλιά, κουρούνες, περιστέρια, χελιδόνια
Κάποτε βλέπαμε γεράκια και αητούς, να υπερίπτανται των χαραδρών, της κοιλάδας του Διαρίζου
Τα πάντα έβγαιναν από το σκοτάδι, την ακινησία της νύχτας
Την ώρα που η γιαγιά ξεφούρνιζε ή τάιζε τις κότες, φωνάζοντας «πούρι-πούρι-πούρι», ακουγόταν μια παρατεταμένη πουρού
Ήταν από το «Πουλλάκι», το λεωφορείο που συνέδεε καθημερινά -εκτός Κυριακής- το απομακρυσμένο χωριό με την πόλη
Χτισμένο κάτω από το όρος Κορτυλάς, είχε τα γύρω βουνά σαν φυσικό τείχος
Αθέατο από τα μάτια των Σαρακηνών και τις συχνές επιδρομές τους στο νησί
Έφευγε το «Πουλλάκι», με τους άντρες καθισμένους μπροστά και τις γυναίκες πίσω
Οι άντρες κατέβαιναν στις δουλειές τους, κυρίως σε οικοδομές ή εργοστάσια
Οι γυναίκες επισκέπτονταν τα παιδιά τους στην πόλη
Στα πόδια τους είχαν καλάθια με αναράδες, χαλούμια, αυγά, πουρέκια, καττιμέρκα
Στο πίσω μέρος και στην οροφή, φορτωμένα σακιά από σιτάρι, αθάσια, κοφίνες σταφύλι, ή νταμιτζάνες ζιβανία, οπωρικά ακόμη και ψυγεία ή έπιπλα
Το «Πουλλάκι» εκτελούσε και ταχυδρομικά χρέη, μεταφέροντας την αλληλογραφία, επιστολές και καρτ ποστάλ, από τους απόδημους συγγενείς, τα οποία ο μουχτάρης ή ο ιερέας διάβαζαν μεγαλόφωνα στον καφενέ αφού οι χωρικοί δεν ήξεραν γράμματα
Καθισμένοι κύκλο, άκουγαν επίσης την ανάγνωση της εφημερίδας με τα νέα από το Προεδρικό, τη Χώρα και τον έξω κόσμο που δεν είχαν ποτέ επισκεφτεί
Το «Πουλλάκι» έφερνε στην πόλη τον παππού και τη γιαγιά, στις μεγάλες γιορτές,
Απόκριες, γενέθλια, εθνικές επετείους
Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, ανεβαίναμε πάντοτε εμείς
Σκύβαμε και φιλούσαμε το χέρι τους, ενώ αυτοί μας το ανταπέδιδαν με ένα φιλί στο μέτωπο
Ποτέ δεν λέγαμε «αγαπώ σε» και τέτοια περιττά λόγια
Τα συναισθήματα ήταν ιερά και θα έχαναν από την αίγλη και τη δύναμή τους αν γίνονταν λέξεις
Τα λόγια των παππούδων και των χωρικών ήταν μετρημένα όπως και η ζωή τους
Ο χρόνος έκανε κύκλους με την ιεροτελεστία των τεσσάρων εποχών, τις γιορτές, τους γάμους, τις γεννήσεις, μα και τους θανάτους και τις απώλειες
Στο κοιμητήρι, στην είσοδο του χωριού κοιμούνται εν ειρήνη ο παππούς Λεωνίδας, η γιαγιά Στασού, ο Παναής το «Πουλλάκι», συγγενείς και χωριανοί
Οι άνθρωποι είναι πια ένα με το χώμα και τη γη που αγάπησαν, την οποία καλλιέργησαν, τους έθρεψε και που τώρα πια τη θρέφουν οι ίδιοι
Οι ψυχές τους βρίσκονται στην κάθε πέτρα, στην κάθε αμυγδαλιά, στο κάθε αμπέλι του χωριού, στον αέρα που αναπνέουμε
Τέσσερις δεκαετίες πέρασαν από τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια
Σήμερα, μπαίνοντας στο χωριό, μου λέει η Νάτια, η αδελφή μου:
Κοίτα το «Πουλλάκι»
Το λεωφορείο των παιδικών μας χρόνων, καθηλωμένο στο χώμα, σαν ένα γλυπτό από σιδερικά, μισοθαμμένο έξω από το κοιμητήρι
Από τα παράθυρά του ξεπετάγονται αγριόχορτα, θάμνοι, κλαδιά δέντρων, θύμησες, συναισθήματα και απέριττη ομορφιά
Αλήθεια, πώς δεν το πρόσεξα όλα αυτά τα χρόνια που τέθηκε εκτός κυκλοφορίας και αφέθηκε εκεί, στη σκουριά του χρόνου;
Μέσα από την ακινησία του αναβλύζει μια αρχέγονη ενέργεια και μια αέναη δύναμη
Το πάθος για τη χαρά της ζωής…
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ #recalling 2018, Almyra, Πάφος, 23 Φεβρουαρίου – 17 Μαρτίου 2019
philenews.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment