Μια φορά κι έναν καιρό, στα βάθη της Ανατολής ζούσε ένας
άνθρωπος ξύπνιος αλλά και τυχερός, που την περνούσε όμως άσχημα
–καθότι φουκαράς– και σκεφτόταν τι να κάνει, για να λύσει το
πρόβλημά του. Πολύ βασάνισε το μυαλό του, και στο τέλος
αποφάσισε ν’ αναφερθεί στον πολυχρονεμένο Πατισάχ,* για να
ζητήσει την προστασία και βοήθειά του. Κάποιο δώρο όμως έπρεπε
απαραιτήτως να του πάει, κι αυτό βέβαια, ήταν ένα πρόβλημα
μεγάλο. Γιατί τι μπορούσε να προσφέρει ένας φουκαράς στον
πολυχρονεμένο Πατισάχ, που ζούσε μέσα στα μυθικά παλάτια, στα
χρυσάφια και στα πλούτη; Τι θα μπορούσε να μην έχει ο
παντοδύναμος αφέντης, ώστε να τον εντυπωσιάσει και να τον
ευχαριστήσει με το δώρο του; Ρώτησε από εδώ, ρώτησε από κει,
έφαγε τον κόσμο, και στο τέλος βρέθηκε κάποιος, που του είπε:
– Ξέρεις τι δεν έχει ο Πατισάχ;
– Τι δεν έχει;
– Κρεμμύδια, άνθρωπέ μου.
– Κρεμμύδια δεν έχει ο πολυχρονεμένος μας αφέντης;
– Ούτε έχει ούτε και τα ξέρει. Γιατί οι παλατιανοί του δεν τα καταδέχονται και δεν τα βάζουν στο παλάτι.
Χωρίς άλλες συζητήσεις, φορτώνει ένα κάρο κρεμμύδια ο ερίφης* και τραβά για την Πόλη. Ταξιδεύει μέρες και μέρες, και φτάνει επιτέλους στο παλάτι. Παρουσιάζεται στο Σουλτάνο, κάνει δέκα τεμενάδες,* κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει:
– Πολυχρονεμένε Πατισάχ και αφέντη της ζωής μου, άστρο του μιλετιού* και του βιλαετιού,* βαλαά, μπιλαά, σου έφερα ένα δώρο, που ούτε το είδες ποτέ σου ούτε το ξέρεις. Να το μαγειρέψεις και να το φας, βιλαΐ, μπιλαΐ, και θα σχωρνάς τα πεθαμένα μου!
Ρουφά το ναργιλέ* του ο Πατισάχ, χαϊδεύει τα μακριά του γένια και ρωτά:
– Τι είναι, ορέ; Τι δώρο είναι αυτό; Και πώς το λένε;
– Κρεμμύδια, Πατισάχ!
– Και τι θα πει αυτό;
– Φάε και θα το δεις.
Διατάζει ο Πατισάχ να μαγειρέψουν τα κρεμμύδια, τα τρώει και τρελαίνεται.
– Αμάν μουγκρίζει. Και μασουλά.
– Βάι, βάι, βάι!… Και καταπίνει.
– Αλλάχ, Αλλάχ,* τι γλύκα είναι αυτή!…
Και τρώει αχόρταγα, ευχαριστιέται, χαϊδεύει την κοιλιά του και διατάζει:
– Πάρτε από το κάρο του ανθρώπου όλα τα κρεμμύδια, γεμίστε το με χρυσάφι, για ρεγάλο,* κι ας πάει πίσω στο χωριό του, στην ευχή του Αλλάχ.
Φορτωμένος με το χρυσάφι και τρισευτυχισμένος, γυρίζει στο χωριό του ο τυχερός και χοροπηδά απ’ τη χαρά του. Τον βλέπει ο αδελφός του –ο άτυχος– αναστατώνεται κι αρχίζει ν’ αναρωτιέται μήπως ο πολυχρονεμένος Πατισάχ, που δεν ήξερε τα κρεμμύδια, δεν ξέρει και τα… σκόρδα. Χωρίς πολλές κουβέντες –για να μη χάνει πολύτιμο καιρό– φορτώνει στα κρυφά ένα κάρο σκόρδα, φτάνει στην Πόλη, παρουσιάζεται στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, κάνει είκοσι τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει για τα σκόρδα του όσα είπε ο αδελφός του για τα κρεμμύδια. Το πολυχρονεμένο άστρο του βιλαετιού –κι αφέντης του μιλετιού– δε δείχνει καθόλου αδιαφορία, παρά δοκιμάζει ένα σκόρδο και τρελαίνεται.
– Αμάν, αμάν! φωνάζει. Τ’ είναι τούτο;!
Τρώει κι άλλο:
– Βάι, βάι, βάι! μουγκρίζει.
Τρώει και τρίτο και τα χάνει απ’ τη νοστιμάδα.
– Μωρέ τούτο εδώ καψουρίζει λιγάκι και φέρνει μεγάλη χαρά στο στόμα και στο στομάχι. Μα το μεγάλο Γιαραμπή, τέτοιο νόστιμο πράμα δεν έφαγα ποτέ.
Και ενθουσιασμένος γυρίζει στους ανθρώπους του:
– Πώς να τον ανταμείψω τούτον τον ευλογημένο; λέει. Τι να του δώσω; Μα τον Αλλάχ, θα του δώσω ό,τι πιο ακριβό έχω μέσα στο παλάτι μου. Πάρτε του γρήγορα όλα τα σκόρδα και φορτώστε στο κάρο του το πιο πολύτιμο πράμα του παλατιού μου, τα… κρεμμύδια!
– Ξέρεις τι δεν έχει ο Πατισάχ;
– Τι δεν έχει;
– Κρεμμύδια, άνθρωπέ μου.
– Κρεμμύδια δεν έχει ο πολυχρονεμένος μας αφέντης;
– Ούτε έχει ούτε και τα ξέρει. Γιατί οι παλατιανοί του δεν τα καταδέχονται και δεν τα βάζουν στο παλάτι.
Χωρίς άλλες συζητήσεις, φορτώνει ένα κάρο κρεμμύδια ο ερίφης* και τραβά για την Πόλη. Ταξιδεύει μέρες και μέρες, και φτάνει επιτέλους στο παλάτι. Παρουσιάζεται στο Σουλτάνο, κάνει δέκα τεμενάδες,* κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει:
– Πολυχρονεμένε Πατισάχ και αφέντη της ζωής μου, άστρο του μιλετιού* και του βιλαετιού,* βαλαά, μπιλαά, σου έφερα ένα δώρο, που ούτε το είδες ποτέ σου ούτε το ξέρεις. Να το μαγειρέψεις και να το φας, βιλαΐ, μπιλαΐ, και θα σχωρνάς τα πεθαμένα μου!
Ρουφά το ναργιλέ* του ο Πατισάχ, χαϊδεύει τα μακριά του γένια και ρωτά:
– Τι είναι, ορέ; Τι δώρο είναι αυτό; Και πώς το λένε;
– Κρεμμύδια, Πατισάχ!
– Και τι θα πει αυτό;
– Φάε και θα το δεις.
Διατάζει ο Πατισάχ να μαγειρέψουν τα κρεμμύδια, τα τρώει και τρελαίνεται.
– Αμάν μουγκρίζει. Και μασουλά.
– Βάι, βάι, βάι!… Και καταπίνει.
– Αλλάχ, Αλλάχ,* τι γλύκα είναι αυτή!…
Και τρώει αχόρταγα, ευχαριστιέται, χαϊδεύει την κοιλιά του και διατάζει:
– Πάρτε από το κάρο του ανθρώπου όλα τα κρεμμύδια, γεμίστε το με χρυσάφι, για ρεγάλο,* κι ας πάει πίσω στο χωριό του, στην ευχή του Αλλάχ.
Φορτωμένος με το χρυσάφι και τρισευτυχισμένος, γυρίζει στο χωριό του ο τυχερός και χοροπηδά απ’ τη χαρά του. Τον βλέπει ο αδελφός του –ο άτυχος– αναστατώνεται κι αρχίζει ν’ αναρωτιέται μήπως ο πολυχρονεμένος Πατισάχ, που δεν ήξερε τα κρεμμύδια, δεν ξέρει και τα… σκόρδα. Χωρίς πολλές κουβέντες –για να μη χάνει πολύτιμο καιρό– φορτώνει στα κρυφά ένα κάρο σκόρδα, φτάνει στην Πόλη, παρουσιάζεται στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, κάνει είκοσι τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει για τα σκόρδα του όσα είπε ο αδελφός του για τα κρεμμύδια. Το πολυχρονεμένο άστρο του βιλαετιού –κι αφέντης του μιλετιού– δε δείχνει καθόλου αδιαφορία, παρά δοκιμάζει ένα σκόρδο και τρελαίνεται.
– Αμάν, αμάν! φωνάζει. Τ’ είναι τούτο;!
Τρώει κι άλλο:
– Βάι, βάι, βάι! μουγκρίζει.
Τρώει και τρίτο και τα χάνει απ’ τη νοστιμάδα.
– Μωρέ τούτο εδώ καψουρίζει λιγάκι και φέρνει μεγάλη χαρά στο στόμα και στο στομάχι. Μα το μεγάλο Γιαραμπή, τέτοιο νόστιμο πράμα δεν έφαγα ποτέ.
Και ενθουσιασμένος γυρίζει στους ανθρώπους του:
– Πώς να τον ανταμείψω τούτον τον ευλογημένο; λέει. Τι να του δώσω; Μα τον Αλλάχ, θα του δώσω ό,τι πιο ακριβό έχω μέσα στο παλάτι μου. Πάρτε του γρήγορα όλα τα σκόρδα και φορτώστε στο κάρο του το πιο πολύτιμο πράμα του παλατιού μου, τα… κρεμμύδια!
- ο Πατισάχ: ο Σουλτάνος.
- ο ερίφης: ο άνθρωπος (κοροϊδευτικά).
- ο τεμενάς: υπόκλιση.
- το μιλέτι: φυλή, έθνος.
- το βιλαέτι: διοικητική περιοχή.
- ο ναργιλές: περίπλοκη πίπα με μακρύ σωλήνα που καταλήγει σ’ ένα μπουκάλι.
- ο Αλλάχ: ο Θεός στη γλώσσα των μουσουλμάνων.
- το ρεγάλο: δώρο.
(από το βιβλίο: Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού,
μέρος δεύτερο, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1975)
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment