Sunday, 28 September 2014

100000 παιδιά αναγκάστηκαν να κλειστούν
σε ιδρύματα της Ελβετίας

100000 παιδιά οδηγούνται μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, σε ιδρύματα της Ελβετίας χωρίς καμία επίσημη δικαστική απόφαση.
Σήμερα, τα θύματα της υποχρεωτικής ιδρυματοποίησης ζητούν αναγνώριση και αποζημιώσεις για τις εξευτελιστικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έπρεπε να επιζήσουν.
Η κυβέρνηση υπόσχεται, τα παιδιά που έγιναν μεγάλοι περιμένουν...
Τα παιδιά που αναγκάστηκαν να κλειστούν σε ιδρύματα

Σε μία εποχή όπου ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επικαιρότητας ασχολείται με την λειτουργία και τις συνθήκες που επικρατούν στα ψυχιατρικά ιδρύματα, ένα ακόμα θέμα ξετυλίγεται αυτόν τον καιρό, στην Ελβετία, αφορώντας τα ιδρύματα που λειτουργούσαν στη χώρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 υπό το κλίμα ενός βαρύτατα υποχρεωτικού εγκλεισμού παιδιών που απλώς είχαν ανάγκη για προστασία.

Ο εγκλεισμός σε ιδρύματα ήταν μία αναγκαία πραγματικότητα για αυτά τα 100000 παιδιά φτωχών οικογενειών που ζούσαν στην Ελβετία μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας.

Παιδιά ορφανά, παιδιά που είχαν γεννηθεί από ανύπαντρες μητέρες ή προέρχονταν από φτωχές οικογένειες μεταφέρονταν αναγκαστικά σε ιδρύματα ή αγροικίες όπου ο εγκλεισμός τους ήταν απόφαση των αρχών χωρίς να έχει προηγηθεί καμία δικαστική απόφαση. Ανήλικοι ή ενήλικοι φιλοξενούνταν στα ιδρύματα για αόριστο χρονικό διάστημα με στόχο την καταναγκαστική εργασία.

Παρόμοιες “άτυπες” αποφάσεις λαμβάνονταν και για πολλές έγκυες γυναίκες μέχρι το τέλος της χρονικής εκείνης περιόδου. Οι αναγκαστικές εκτρώσεις ήταν μέρος των αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν για τη “σωστή” λειτουργία της κοινωνίας. Τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στα ιδρύματα υποχρεούνταν να δουλεύουν τις περισσότερες ώρες της ημέρας χωρίς να πληρώνονται ενώ συχνά γίνονταν θύματα σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης.
Ακολουθώντας τώρα τον δρόμο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Ελβετία σταμάτησε όλες τις πρακτικές που επέτρεπαν μέχρι τότε το σύνολο των αβάσιμων εγκλεισμών. Την άνοιξη του 2013 και έπειτα από εκκλήσεις των ίδιων των θυμάτων, η υπουργός Δικαιοσύνης της Ελβετίας, Simonetta Sommaruga, κάλεσε τα θύματα της υποχρεωτικής ιδρυματοποίησης σε μία συνάντηση κατά την οποία ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της κυβέρνησης και όρισε χρηματικές αποζημιώσεις για τα θύματα με χρονικό όριο το 2017.
Οι άνθρωποι που βρέθηκαν πίσω από αυτά τα ιδρύματα, αποκαλύπτουν τις ιστορίες τους στο swissinfo.ch. Ένα από τα άτομα που έζησαν κάτω από συνθήκες περιορισμού και καταναγκαστικού κλίματος μέσα σε ένα από τα περίφημα ιδρύματα της εποχής, μιλάει για την σεξουαλική του κακοποίηση.
Ο Clement Wieilly, γεννήθηκε το 1952 μέσα σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Τριών ετών παραδίδεται στις αρχές μαζί με τα δύο του αδέλφια και οδηγείται σε ίδρυμα. “Υπέφερα από υποσιτισμό και δεχόμουν σωματική και σεξουαλική κακοποίηση”, όπως αναφέρει.
Στην εφηβική ηλικία και αφού τον είχαν στείλει σε μια αγροτική οικογένεια στην επαρχία, αποκτά πρόσβαση σε σχετικά αρχεία όπου και ανακαλύπτει πως η μητέρα του δεν τον είχε εγκαταλείψει, όπως του είχαν πει, αλλά ήταν αδύνατον να μεγαλώσει μόνη, χωρίς πατέρα τα παιδιά της. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η μητέρα του είχε ζητήσει βοήθεια αλλά οι αρχές αποφάσισαν να χωρίσουν τα μέλη της οικογένειας. Ο Clement είναι ιδρυτής του συλλόγου “Δράση για την αξιοπρέπεια” και μέλος της στρογγυλής τράπεζας που δημιουργήθηκε το 2013 από την κυβέρνηση της Ελβετίας με σκοπό να αποζημιώσει τα θύματα της καταναγκαστικής ιδρυματοποίησης.
Ο Clement Wieilly ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να κάνει την αρχή, διανύοντας σε διάστημα δέκα μηνών, 6000 χιλιόμετρα για να συγκεντρώσει τις ιστορίες των υπόλοιπων θυμάτων και να βοηθήσει να αναζητήσουν και εκείνοι οι άνθρωποι με τη σειρά τους, τις προσωπικές τους υποθέσεις στα αρχεία.

Η Rose- Marie είναι ένα από τα πρόσωπα που δέχτηκε να μιλήσει και να καταθέσει την αξομολόγητη εμπειρία εκείνης της σκοτεινής περιόδου της ζωής της.
Γεννημένη το 1936, η μητέρα της πεθαίνει σε ηλικία 25 χρονών σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. “Ο πατέρας μου έλεγε πάντα ότι τη σκότωσαν οι γιατροί. Ο ίδιος δεν μπορούσε να μας φροντίσει και έτσι μας έστειλαν σε ορφανοτροφείο. Εκεί μας κακομεταχειρίστηκαν, ήμασταν πάντοτε πεινασμένοι και οι νοσοκόμες μετακινούνταν σε άλλα ιδρύματα ανά τέσσερα χρόνια να να μην δένονται μαζί μας”, λέει η ίδια. Στα 14 της, μεταφέρεται σε μία αγροτική οικογένεια με σκοπό να φροντίζει τα 20 παιδιά της. Πέρα από τις τραγικές συνθήκες δεν πληρωνόταν καν για τη δουλειά που προσέφερε. Η φράση που χρησιμοποιεί ξανά και ξανά είναι “Δεν πήρα ίχνος ανθρωπιάς”.

Μία ακόμη γυναίκα, η Rose- France, εξομολογείται ότι όλα αυτά τα χρόνια την βοήθησε ο θυμός. Γεννημένη το 1943, κατέληξε σε ίδρυμα ως το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Παιδί ανύπαντρης μητέρας έπρεπε να δοθεί υποχρεωτικά σε κάποιο ίδρυμα, καθώς όπως αναφέρει, “Οι ανύπαντρες μητέρες απαγορευόταν να κρατήσουν τα παιδιά τους. Αμαρτωλές γυναίκες, έτσι τις αποκαλούσαν τότε”. Σε ηλικία δύο ετών, μεταφέρεται σε μοναστήρι όπου κανείς δεν πλήρωνε για το φαγητό και την διαμονή της με αποτέλεσμα να δουλεύει διαρκώς και να προσεύχεται.
Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή, όπως και ο θυμός που ακολουθεί και συνοδεύει αυτές τις ιστορίες. Ακόμη και εάν κάποιος έκανε αίτημα αναίρεσης της απόφασης που όριζε υποχρεωτικό εγκλεισμό, ήταν δύσκολο να εισακουστεί εκείνη την εποχή.

Ο Clement Wieilly έκανε την αρχή και ακολούθησαν πολλά ακόμα άτομα που θέλησαν να ανοιχτούν. Ωστόσο υπολογίζεται ότι μένουν ακόμη γύρω στα 20000 άτομα που βρίσκονται εν ζωή και χρειάζονται βοήθεια για όσα έζησαν εκείνες τις μακρινές ημέρες.
Τον Αύγουστο, η στρογγυλή τράπεζα της κυβέρνησης δημιούργησε ένα έκτακτο ταμείο με στόχο να προσφέρει άμεσα υπηρεσίες στα θύματα, τουλάχιστον μέχρι να δημιουργηθεί ένα μόνιμο ταμείο αποζημιώσεων.
Μέχρι τότε, είναι παρήγορο το γεγονός πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα στίγματα που άφησαν εκείνες οι ημέρες σε πολλά από τα άτομα που με την υποχρεωτική τους μεταφορά στα ιδρύματα, δημιούργησαν έναν αιώνιο ψυχικό εγκλεισμό.

pathfinder

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki