Αγαπημένο χαμομηλάκι γεια σου, το κείμενο ψηλαφίζει μνήμες σαν κι αυτές, που υγραίνουν τα μάτια και αν δεν προλάβει η ανάστροφη του χεριού, η σταγόνα, το άτιμο, κατρακυλά στο μάγουλο.
Το αφιερώνω στη γειτονιά μου, στη γειτονιά που μεγάλωσα, στη γειτονιά που με μεγάλωσε και που τόσο αγάπησα.
Ο γιγαντοβασίλης.
Ο Κλεισθένης γράφει στην "Ιδεοπηγή".
Απορροφημένος στο διάβασμα, ξάφνου το δωμάτιο σκοτείνιασε, όχι πως ήταν καλοφωτισμένο, πόσο φως μπορούσε να μπει απ' το παράθυρο, πούβλεπε στο σοκάκι;
«Διαβάζεις»; Με ρώτησε ο γίγαντας πού 'πιανε όλο το παράθυρο με το τεράστιο σώμα του.
«Ναι» απάντησα, «καλά, όταν τελειώσεις να 'ρθεις να φάμε», «Μα, έχω φάει», «δεν πειράζει θα ξαναφάς, θα σε περιμένω».
Η αλήθεια ήταν ότι οι μυρωδιές απ' τη κουζίνα της γειτόνισσας, πατάτες τηγανισμένες με λίπα και τσιγαρίδες, ήταν πειρασμός, με είχαν αναγκάσει να ανασαίνω απ' το στόμα, να μη μυρίζω, να συγκεντρωθώ στο διάβασμα.
«Καλά θα 'ρθω» απάντησα.
Ο Βασίλης ή γιγαντοβασίλης όπως τον φώναζε όλη η γειτονιά. Γιγαντόκορμος και καλόκαρδος σαν μωρό, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, δουλευταράς. Πάντα πρόθυμος, ν' αλλάξει το σπασμένο κεραμίδι απ' το χαμόσπιτο της κυρά Λένης, να ασπρίσει το δωμάτιο της γιαγιούλας, όπως την έλεγε, χωρίς να καταδεχτεί να πάρει ποτές του λεφτά. Ποτέ δεν ενόχλησε, πήγαινε κι ερχόταν αθόρυβα παρ' όλο το τεράστιο κορμί του.
«Δύο επί δέκα είκοσι και εξήντα απ' εδώ ογδόντα», αυτό ήταν τέλειωσα. Μ' ένα σάλτο απ' το παράθυρο και λίγα γρήγορα βήματα πατάω το τσεμπερέκι ανοίγω την πόρτα και να 'μαι καθισμένος στο τραπέζι.
«Μάνα, ο μικρός ήρθε, βάλε να φάμε». Δυο πιάτα, δυο πιρούνια και στη μέση η πιατέλα με τις τραγανοψημένες πατάτες και τις ροδοκόκκινες τσιγαρίδες. Με χέρια σαν κουπιά κόβει το καρβέλι και με τη βροντερή φωνή του, λέει. «Μάνα, φέρε και λίγο τυρί, ο μικρός είναι αδύνατος πρέπει να παχύνει». «τρώγε πριν κρυώσει», «μετά θα μου διαβάσεις απ' το βιβλίο, εκείνο που μ' αρέσει», «μα, το 'χω διαβάσει εκατό φορές», «δεν πειράζει και μια, εκατόν μια».
Ήθελε να του διαβάσω την ιστορία της γοργόνας, της αδελφής του Μεγαλέξανδρου. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί του άρεσε τόσο πολύ.
Με το στομάχι γεμάτο και το στόμα ταγγιστό απ' τη λίπα και τις τσιγαρίδες αρχίζω το διάβασμα. Σε λίγο με διακόπτει, «τι θα γένεις άμα μεγαλώσεις»; «δεν ξέρω, ο πατέρας μου με φαντάζεται δικηγόρο και η μάνα μου θέλει να γίνω γιατρός», «κι εγώ σου λέω να γένεις δάσκαλος», χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, υψώνει τη φωνή, «ναι ορέ, δάσκαλος να γένεις, δάσκαλος», «δάσκαλος»; ρωτάω, «γιατί»;
Χαμηλώνει τη φωνή σα να ζητάει συγνώμη που φώναξε, «Μα, για να μαθαίνεις τα παιδιά γράμματα, να μη γενούν στουρνάρια σαν και μένα».
Σηκώνεται ξαφνικά όρθιος, «Πατέρα, άστο, θα το φέρω εγώ» φωνάζει.
«Μα, παιδί μου, είσαι κουρασμένος απ' τη δουλειά», «τι λες πατέρα, εγώ δούλεψα λίγες ώρες, εσύ δούλευες μια ζωή».
Αυτός ήταν ο γιγαντοβασίλης, αγράμματος ναι! Αλλά όχι στουρνάρι.
Υπεροχη ιστορια! Δυστυχως σημερα γεμιζουμε με γνωσεις, αλλα χωρις παιδεια! Κι αναμεσα μας ευτυχως υπαρχουν ανθρωποι που δεν τους λες μορφωμενους, αλλα καλλιεργημενους!
ReplyDelete