Saturday, 11 January 2020

«Παππούς και Εγγονή»

Ξεπέζευαν στο µεγάλο πλάτανο της κυρίας Ευστρατίας και ο παππούς µάζευε χορτάρια. Της έδειχνε τα σχήµατα. Τα πικροράδικα, τα περδικοπατήµατα, τις καυκαλήθρες. Ε, γούστο είχε, αλλά µετά από λίγο το Λενιώ βαριόταν κι έφευγε γιαλό γιαλό.
«Αλλιώτικες που είναι οι θάλασσες και οι παραλίες το χειµώνα», σκεφτόταν.

Ξάφνου, µέσα στα ξύλα, στα πεταµένα µπουκάλια, στις παρατηµένες και σχισµένες σαγιονάρες, τις παράταιρες, βλέπει ένα παντοφλάκι, µα ένα παντοφλάκι!

«Ααα! Τι να ’ναι αυτό;», είπε µέσα της. «Σαν βαρκάκι, σαν γόνδολα».

Ήταν υφασµάτινο, µε χρυσοκλωστές και πολύχρωµα λουλούδια. Ήταν βέβαια ταλαιπωρηµένο, αλλά στα νιάτα του πρέπει να έκανε τράκες!

Ε, και να είχε τέτοια παπούτσια το Λενάκι, όλες οι φίλες της θα ζήλευαν και αυτή θα καµάρωνε. Βέβαια, δεν θα µπορούσε να τρέξει και να παίξει µ’ αυτά τα παντοφλιά, αλλά θα τα είχε για τις καλές τις ώρες: για τα γενέθλια, για την εκκλησία, για τις γιορτές και τα πανηγύρια.

Τέτοιες σκέψεις έκανε, όταν κατέφθασε ο παππούς, κρατώντας τον τορβά τίγκα στα χόρτα.

– Κουκ, κοκονέλιµ, ήρθα.

– Κοίτα παππού, ένα παντοφλάκι παράξενο.

– Πασουµάκι τούρκικο είναι, Λενιώ. Τέτοια φορούσαν τα χρόνια τα παλιά οι πλούσιες Τουρκαλίτσες.

– Μου αρέσει πολύ, παππού!

– Εµ, τι! Είναι δειχτερά τα πασούµια, όµορφα, πλουµιστά και χειροποίητα. Είδες ταξίδι, το άτιµο! Η θάλασσα μάς το έφερε. Είδες τη θάλασσα, Λενιώ;

– Να το πάρουµε µαζί µας, παππού;

– Τι να το κάνεις, µάτια µου. Εγώ λέγω να το ταξιδέψουµε απέναντι να πάει να βρει το ταίρι του. Καλύτερα, ε;

Το σκέφτηκε λίγο η Ελένη:

– Καλά, ας το κάνουµε κι έτσι, του απάντησε.

Το έβαλε, λοιπόν, ο παππούς πάνω στο κύµα και είπε ψιθυριστά:

– Άντε στο καλό, άντε να βρεις το ταίρι σου!

Ύστερα, κοίταξε το πασουµάκι που αρµένιζε ανατολικά και είπε µε χαµόγελο και πιο δυνατά:

– Χαιρετίσµατα!

Το έβλεπαν να ξεµακραίνει σαν µικροσκοπικό τρεχαντήρι και φανταζόταν πια τα µύρια όσα η Ελένη µας.

Αργότερα, οι δυο τους, αφού άναψαν τα καντήλια στους Αγίους Αναργύρους, µπήκαν στα ιαµατικά λουτρά της Εφταλούς, για να κολατσίσουν στα ζεστά. Έκανε κρύο, µην το ξεχνάµε. Χειµώνας βλέπετε, ήλιος µε δόντια.

Παππούς και εγγονή έτρωγαν και χαλάρωναν στη θαλπωρή της υγρής ζεστασιάς. Μέσα από τις τρύπες του θόλου της σκεπής έβλεπαν το φως να µπαίνει, µατσάκια µατσάκια κυκλάµινα. Και από το µικρό παράθυρο στο βάθος, ο διάδροµος της θάλασσας. Μπλε, θυµωµένος απ’ τον Ντελή-Βοριά.

Χράτσα-χρούτσα, ροκάνιζαν τα παξιµάδια οι δυο τους και µοσχοβολούσαν τα λουτρά κανέλα, µανταρίνι και δαφνόφυλλα. Η πηγή έστελνε τη ζεστή ανάσα της στα µάγουλα και τα χέρια τους µε µικρές, λεπτές φυσαλίδες, που ανάβλυζαν σταθερά και ρυθµικά από τα χαλίκια της µεγάλης στέρνας.

– Πώς να την έλεγαν άραγε την Τουρκαλίτσα που έχασε το πασουµάκι της; είπε αφηρηµένα η Ελενίτσα.

Μελτέµ! είπε ο παππούς µε σιγουριά. Μελτέµ, την έλεγαν και ήταν νέα και όµορφη. Αγαπιότανε µε τον Αχµέτ. Κρυφά έφευγε από τη µάνα της τα βράδια από την πίσω σκάλα του σπιτιού τους, την καφασωτή και κατέβαινε στην αυλή τους, σιγοπατώντας.

– Εκεί αντάµωναν και τα λέγανε ψιθυριστά µέσα στο σκοτεινό µπαξέ τους.

– Κοίτα απέναντι, Λενιώ, εκεί ήταν το σπίτι τους. Στο Μπαµπα-Γκαλέ, στο ακρωτήρι. Ένα βράδυ όµως, η µάνα της είχε ύπνο ανήσυχο. Ξύπνησε, λοιπόν, και κατέβηκε στον οντά τους, να φάει κανένα λουκουµάκι για να γλυκαθεί.

Την άκουσε που λες, Ελένη µου, η Μελτέµ, είδε και τη λάµπα που άναψε και τρέχει να προλάβει να χωθεί στο µεντέρι της. Μέσα στη φούρια, της ξέφυγε το πασουµάκι κι έµεινε στην αυλή! Το πήρε ο σκύλος τού Αχµέτ και άρχισε τα παιχνίδια δίπλα στη θάλασσα. Ορµά ένα κύµα, του το παίρνει και να το στα δικά µας µέρη!

Γέλασε πλατιά ο παππούς:

– Πού τα σκαρφίζοµαι όλα τούτα! µονολόγησε. Πού τα κατεβάζει η γκλάβα µου τέτοια παραµύθια!

– Σ’ αγαπώ, παππού µου, του είπε η Ελένη, µ’ όλη της την καρδιά. Σ’ αγαπώ!

– Εγώ να δεις, συκαλάκι µου!

ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΗ"
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki