- Άμα μεγαλώσω, θα γίνω ζωγράφος, έλεγε πάντα η Καιτούλα.
Κι όλο έφτιαχνε στο τετράδιο της διάφορα σχέδια και γέμιζε τα φύλλα με χρώματα. Πράσινα, κίτρινα, κόκκινα και μπλε.
Ήξερε και να τ' ανακατεύει. Να βάζει λίγο κίτρινο ή άσπρο για να ξανοίξει μια φιγούρα. Κι άμα ήθελε να τη σκουρύνει έβαζε καφέ ή μαύρο. Σαν σωστός ζωγράφος.
Να δεις που άμα ανακάτευε το πράσινο με το μπλε, γινόταν ένα παράξενο χρώμα, πολύ παράξενο! Ήξερε πολλά τέτοια ανακατώματα στα χρώματα. Και της άρεσαν όλα τούτα τόσο πολύ, που ξεχνιόταν εντελώς. Πέρναγε ατέλειωτες ώρες σκυμμένη στο τετράδιό της. Κι η μαμά της έβρισκε την ευκαιρία να κάνει του κόσμου τις δουλειές.
- Τι είναι αυτό ; τη ρώτησε σαν πήγε κοντά της.
- Θάλασσα, δεν τη βλέπεις; Έγινε λίγο σκούρα, γι' αυτό δεν τη γνώρισες. Τι να γίνει ! Χύθηκε μέσα πετρέλαιο. Πολύ πετρέλαιο, από ένα καράβι που ναυάγησε. Γι' αυτό έχει τέτοιο χρώμα. Τα ψάρια πέθαναν όλα, δεν έμεινε τίποτα ζωντανό. Είναι μια νεκρή θάλασσα, έτσι της είπε ο μπαμπάς.
- Κι αυτό το κόκκινο τι είναι ; ξαναρώτησε η μαμά της.
- Βαρκούλα .
- Δεν ξεχωρίζει και τόσο. Γιατί δεν βάζεις κι έναν άνθρωπο μέσα ; Τι ζωγράφος θα γίνεις ;
- 'Ανθρωπος μέσα στην βάρκα, τι να κάνει; Ούτε να ψαρέψει μπορεί ούτε να κολυμπήσει σε τέτοια νερά.
- Να πάει περίπατο.
- Δεν του κάνει όρεξη, σου λέω. Δεν θέλει να κάνει βόλτα στη νεκρή θάλασσα, είπε θυμωμένη η Καιτούλα.
- Τότε να πάρει τη βάρκα του και να πάει σ' άλλη θάλασσα, καθαρότερη .
- Εύκολο σου φαίνεται να φύγει; Εδώ έχει τους δικούς του, το σπίτι του και τη δουλειά του. Τον αγαπάει τον τόπο του, καταλαβαίνεις; Πως να τα αφήσει όλα αυτά;
Κάθεται μόνος του στην παραλία και κλαίει .
- Που είναι; Εγώ δεν τον βλέπω πουθενά, είπε η μαμά της .
- Να τος, της απάντησε, και στο λεπτό τον ζωγράφισε. Κάθεται μαζεμένος και δεν φαίνεται καλά. Θυμάται τη θάλασσα όπως ήταν πριν και λυπάται που τη βλέπει τώρα έτσι.
Από βιβλίο της Γ' Δημοτικού ...
- Θάλασσα, δεν τη βλέπεις; Έγινε λίγο σκούρα, γι' αυτό δεν τη γνώρισες. Τι να γίνει ! Χύθηκε μέσα πετρέλαιο. Πολύ πετρέλαιο, από ένα καράβι που ναυάγησε. Γι' αυτό έχει τέτοιο χρώμα. Τα ψάρια πέθαναν όλα, δεν έμεινε τίποτα ζωντανό. Είναι μια νεκρή θάλασσα, έτσι της είπε ο μπαμπάς.
- Κι αυτό το κόκκινο τι είναι ; ξαναρώτησε η μαμά της.
- Βαρκούλα .
- Δεν ξεχωρίζει και τόσο. Γιατί δεν βάζεις κι έναν άνθρωπο μέσα ; Τι ζωγράφος θα γίνεις ;
- 'Ανθρωπος μέσα στην βάρκα, τι να κάνει; Ούτε να ψαρέψει μπορεί ούτε να κολυμπήσει σε τέτοια νερά.
- Να πάει περίπατο.
- Δεν του κάνει όρεξη, σου λέω. Δεν θέλει να κάνει βόλτα στη νεκρή θάλασσα, είπε θυμωμένη η Καιτούλα.
- Τότε να πάρει τη βάρκα του και να πάει σ' άλλη θάλασσα, καθαρότερη .
- Εύκολο σου φαίνεται να φύγει; Εδώ έχει τους δικούς του, το σπίτι του και τη δουλειά του. Τον αγαπάει τον τόπο του, καταλαβαίνεις; Πως να τα αφήσει όλα αυτά;
Κάθεται μόνος του στην παραλία και κλαίει .
- Που είναι; Εγώ δεν τον βλέπω πουθενά, είπε η μαμά της .
- Να τος, της απάντησε, και στο λεπτό τον ζωγράφισε. Κάθεται μαζεμένος και δεν φαίνεται καλά. Θυμάται τη θάλασσα όπως ήταν πριν και λυπάται που τη βλέπει τώρα έτσι.
Από βιβλίο της Γ' Δημοτικού ...
No comments:
Post a Comment