«Το μικρό μου παιδί /
σοβαρή αταξία έκανε πάλι. /
Στο πεζούλι του σύμπαντος /
σκαρφάλωσε, /
σκούντησε με το χέρι του /
το κρεμασμένο /
στον τοίχο τ’ ουρανού /
κόκκινο πιάτο, /
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο Θεός απόρησε /
που είδε τον ήλιο /
ντυμένο ρούχα παιδικά /
να κατεβαίνει /
τρέχοντας /
της φαντασίας μου τη σκάλα /
και να ’ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι τώρα /
και μαλώνω αυστηρά /
το μικρό μου παιδί /
ενώ κλέβω κρυφά /
τον χυμένο επάνω του ήλιο».
σοβαρή αταξία έκανε πάλι. /
Στο πεζούλι του σύμπαντος /
σκαρφάλωσε, /
σκούντησε με το χέρι του /
το κρεμασμένο /
στον τοίχο τ’ ουρανού /
κόκκινο πιάτο, /
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο Θεός απόρησε /
που είδε τον ήλιο /
ντυμένο ρούχα παιδικά /
να κατεβαίνει /
τρέχοντας /
της φαντασίας μου τη σκάλα /
και να ’ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι τώρα /
και μαλώνω αυστηρά /
το μικρό μου παιδί /
ενώ κλέβω κρυφά /
τον χυμένο επάνω του ήλιο».
Κική Δημουλά («Έκστασις», 1958)
Θυμάμαι το δάσκαλό μου. Ξερακιανός, σχετικά μικρόσωμος, γύρω στα 35, Κωνσταντινουπολίτης. Μας είχε φανεί πολύ αυστηρός στην αρχή, είχαμε φοβηθεί λίγο όταν το είδαμε -πρωτάκια τότε- να μπαίνει στην τάξη, όμως αυτός ο φόβος κράτησε ελάχιστα λεπτά. «Ονομα και τι ομάδα είσαι» ήταν η πρώτη του ερώτηση που έσπασε τον παγετώνα κι αφού απαντήσαμε όλοι, δήλωσε: «Δε θα τα πάμε καθόλου καλά!», για να προσθέσει «Εγώ είμαι ΑΕΚτζής! Κουρέλες!». Με το «κουρέλες» καταλάβαμε ότι ο κύριος Νίκος μιλάει τη γλώσσα μας και ξεσπάσαμε σε γέλια μαζί του. Ευτυχισμένα γέλια. Δε θα τα ξεχάσω. Η πρώτη μου επαφή με το σχολείο ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου.
Ύστερα πήρε το αναγνωστικό, έκανε ότι το φυλλομετρά και το έβαλε στην άκρη της έδρας με έναν μορφασμό ζητώντας μας να κάνουμε το ίδιο. Σαστίσαμε. Το «ιερό» βιβλίο στην άκρη; Έβγαλε ένα άλλο από την τσάντα του και άρχισε να διαβάζει: «Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο...». Το μάθημα είχε αρχίσει. Η ζωή είχε αρχίσει. Με ποίηση. Εκτός διδακτέας ύλης.
Ο κύριος Νίκος ήταν πολύ αυστηρός, όταν ήμασταν αδιάβαστοι, σχεδόν ανελέητος στα σχόλιά του. Θυμάμαι μια φορά που ένας συμμαθητής μου δεν μπορούσε να λύσει μια άσκηση στον πίνακα και του υπαγόρευσε να γράψει το εξής: «Ο Γιάννης αποφάσισε, όταν μεγαλώσει, να γίνει κομμώτρια». Αυτό δεν τους εμπόδισε, δάσκαλο και μαθητή, να παίξουν ένα εκπληκτικό μονότερμα στο επόμενο διάλειμμα (περιττό να πω ότι ο Γιάννης έγινε ένας από τους καλύτερους Έλληνες επιστήμονες στις ΗΠΑ!).
Νομίζω ότι ο κύριος Νίκος -καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται- μας έμαθε κάτι περισσότερο από γράμματα εκείνα τα έξι χρόνια: Μας έμαθε να αγαπάμε τα γράμματα. Μάθαμε, όμως, και κάτι ακόμη: Ισορροπία. Ισορροπία ανάμεσα στο παιχνίδι και τη μελέτη, ανάμεσα στο παραμύθι και την ιστορία, ανάμεσα στην επιθυμία και τα «πρέπει», ανάμεσα στην ποίηση και τον ορθό λόγο, ανάμεσα στην ασφάλεια του σπιτιού και την πειθαρχία του σχολείου, ανάμεσα στην τρυφερότητα του γονιού και την αυστηρότητα του δασκάλου, ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και τη συλλογικότητα.
Προσπαθώντας να γίνω επαρκής («καλός» είναι μεγάλη κουβέντα) πατέρας, θυμάμαι το δάσκαλό μου και ελπίζω ότι και τα δικά μου παιδιά, όλα τα παιδιά, θα ευτυχήσουν να έχουν τέτοιους δασκάλους…
Ας γίνουμε οι γονείς και οι δάσκαλοι (δηλαδή οι ποιητές) που τους αξίζουν!
Τα Ψηλά Βουνά κυκλοφορούν ακόμα, και σε έκδοση με πνεύματα οξείες και περισπωμένες.
ReplyDeleteΤα διαβάζαμε βράδυ αγκαλιά στο κρεββάτι παρέα πίνοντας γάλα.
xblog
τι ωραιο κειμενάκι!
ReplyDelete