Sunday 26 December 2010

Τα Καλικαντζαράκια

Χριστούγεννα και Παράδοση

Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος».
Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Οι Αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές έβρισκαν τις πόρτες του Άδη ανοιχτές και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο, όπου γύριζαν για μέρες παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. 
Η πίστη στους καλικάντζαρους προήλθε από ελληνικές και ρωμαϊκές γιορτές του Δεκεμβρίου, όπως ήταν τα Σατουρνάλια, τα Βρουμάλια και τα Κρόνια, πού συνδυάζονται με το χειμερινό ηλιοτρόπιο και τη γενέθλια ημέρα του «αήττητου» Θεού Ηλίου, την 25 Δεκεμβρίου.
Αργότερα, στο Βυζάντιο, για να γιορτάσουν το Δωδεκαήμερο (τις μέρες από 25 έως και 5 Ιανουαρίου-παραμονή των Φώτων) κάποιοι, μασκαρεμένοι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, με μουσικές και τραγούδια. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι ακόμη και από την καμινάδα, απαιτώντας λουκάνικα, φαγητά και γλυκά, ως πραγματικοί εισβολείς, για δώδεκα μέρες ως τον Μεγάλο Αγιασμό.

Την ημέρα των Φώτων τα πάντα ησύχαζαν.
Με το πέρασμα των αιώνων αυτές οι παράξενες συμπεριφορές στοίχειωσαν στην φαντασία των ανθρώπων. Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
Οι καλικάντζαροι ήταν κατάμαυρα, μαυριδερά, τριχωτά, με ουρά και μακριά χέρια μικροσκοπικά, περίεργα πλάσματα, σαν ξωτικά. Όντα πολύ άσχημα, με χοντρά ξυλοπάπουτσα ή ανθρωπόμορφοι με πόδια τράγου.
Τους λένε και Παγανά ή Καλιοντζήδες ή Τσιλικρωτά ή Αερικά ή Λυκοκάντζαρους ή Καλλικαντζαραίους ή Σκαλλικαντζάρους ή Σκαντζάρια ή Κάντζα.
Τους φαντάζονταν σαν μαυριδερά, ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου, που συνέχεια όλη την ώρα χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας. Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη τρώγοντας τον κορμό της, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω κόσμο.
Γι΄ αυτό λοιπόν, άλλοι με πριόνια, άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο, που στηριζόταν η γη για να την κάνουνε να βουλιάξει.
Ο στύλος όμως ήταν πολύ χοντρός και γι αυτό χρειαζόταν μεγάλη και μακρόχρονη προσπάθεια. Παραμονές Χριστουγέννων τα είχαν σχεδόν καταφέρει και το στήριγμα της γης ήταν έτοιμο να κοπεί και να πέσει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η γη και τους πλακώσει, έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο, στη γη, για να τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους. Χιλιάδες από δαύτους έβγαιναν από κάθε τρύπα στην επιφάνεια. Φοβόντουσαν πολύ το φως και κρυβόντουσαν την ημέρα.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο έκαναν ένα σωρό τρέλες, γύριζαν στους δρόμους, ανέβαιναν στα κεραμίδια και έμπαιναν από την καμινάδα του τζακιού, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθυριών σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Τους άρεσε να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που είχαν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Λέρωναν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και άφηναν τις ακαθαρσίες τους όπου βρίσκαν. Τίποτε βέβαια δεν έκλεβαν, αλλά αναστάτωναν τόσο πολύ το σπίτι που το κάναν αγνώριστο και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά στο τζάκι.
Γι΄ αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις τρύπες των τζακιών με πανιά και με αγκάθια. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι, γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Έτσι και σήμερα, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών Φεύγουν τότε λέγοντας:
«Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».
Στη Μάνη, ακούγονται και στην εποχή μας,
κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους Καλικάντζαρους:
Αρορίτες είμαστε, αραρά γυρεύουμε τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Φοβούνται τον αγιασμό γιατί όποιος βραχεί με αγιασμένο νερό αφανίζεται.

Παραδοσιακή ιστορία Καλικάντζαρων

Μια παλιά ιστορία λέει πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της, βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε:
"του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"Ω! στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί.
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.
Γι αυτό όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει,
όλο το Δωδεκαήμερο.
Ο καθηγητής Γ. Μέγας γράφει: «Αλλά τι είναι καλικάντζαροι; Είναι δαιμόνια, τα οποία εμφανίζονται μόνο κατά το Δωδεκαήμερο. Κατά την πίστη του λαού, καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά πού γεννώνται τα Χριστούγεννα. Κατά την ερμηνεία του Νικολάου Πολίτου, πατρέρα της ελληνικής Λαογραφίας, οι καλικάντζαροι είναι πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας.»
(ένθα ανωτέρω, σ. 37 κ.έξ.)
Όλα αυτά αποτελούν λαϊκές παραδόσεις εφόσον μετά τη Γέννηση του Ιησού Χριστού, καταργήθηκε η δύναμη των δαιμόνων και αφαιρέθηκε η κυριαρχία τους πάνω στους ανθρώπους (Λουκά ι' 17-19). Γι΄ αυτό ο Μ. Αντώνιος συνιστά:
«Ου δει φοβείσθαι αυτούς' καν επέρχεσθαι δοκώσι καν θάνατον απειλούσι' ασθενείς γαρ είσι και ουδέν έτερον δύνανται ή μόνον απειλείν».

Τα γκατζόνια

Τα γκαντζιόνια ερχόνται απάνου στη γης την παραμονή του Χριστού που μπαίνουν τα δωδεκαήμερα τσιαι καθόνται ίσιαμε την Πρωτάγιαση που θ' αγιάσει ο παπάς.
Ούλον τον άλλον τσιαιρό είνιαι από κάτου από τη γης τσιαι με κάτι μικρούλια τσεκούρια παλεύουνε να κόψουνε ένα θερίο δέντρο που την βαστάει για να μην πέσει. Θέλουνε να κόψουνε το δέντρο, να πέσει στο χάος η γης, να γκρεμιστεί τσιαι να χαλάσει ο κόσμος. Κόβουνε, κόβουνε ούλον το χρόνο γιούρω-γιούρω, όσο που μένει πλια άκοπο στη μέση μια στάλα, ίσιαμε μια τριχούλα. Τότε τ' απαρατάνε - δεν το κόβουνε ούλο γιατί φοβάνται μην τα πλακώσει απουκάτου άμα θα πέφτει -τσιαι λένε: «Πάμετε να φύγουμε τώρα. Θα φυσήξει ο αέρας απέ θα το γκρεμίσει».
Αλλά το δέντρο ούλο το δωδεκαήμερο που λείπουν αυτά, θρέφει πάλε τσιαι μόλις ματακατεβούνε κάτου στη γης, πάνε, τηράνε το βρίσκουνε θερίο τσι' ακόμα χοντρύτερο απ' ό,τι τα' αφήκανε. Του ξαναπέφτουνε, λοιπόν, κοντά πάλε με τα τσεκούρια τους -τοίγαρις είναι τσιαι μεγάλα λαχτάρα τους, έτσι σαν κατσουλάτσια είνιαι, μια αμουτσιά, τη δύναμη να' χουνε -τσι' ούλον το χρόνο παλεύουνε, είδες που λέει «σαν τα γκατζιόνια», να το κόψουνε από την αρχή πάλε.
Μόλις περάσουν οι δώδεκα ημέρες που καθόνται ση γης τσιαι πειράζουν τους ανθρώπους, ας ειπούμε -μολογάγανε- κατουράνε σα βαγένια, σα βαρέλια είδες που ηφέρναμε ετσείν΄τα χρόνια νερό από τη βρύση, μαγαρίζουνε σ' αλεύρι, ε, τέτοια κάνουνε, μόλις λοιπόν περάσει το δωδεκάημερο τ' απαρατάνε πλια ούλα τσιαι την Πρωτάγιαση άραα ... όπου φύγει, φύγει. Λακάνε να χωθούνε απουκάτου ση γης, γιατί στσιάζονται μην τα προλάβει ο παπάς που αγιάζει. Τσιαι λένε από το φόβο τους:
«Φεύγατε να φεύγουμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
να μας κάνει τσάγια τσάγια
να μας ρίξει στα λαγκάδια»
Καμπόσοι το λένε τσι' αλλιώς.
Ετσεί που λέει «να μας κάνει τσάγια τσάγια, να μας ρίξει στα λαγκάδια» λένε:
«ν' αγιάσει τον κ..λο μας τσιαι την κ..λοτρουπίδα μας».
Ε, αλλά τούτο -για να λέμε τσιαι τη μαύρη αλήθεια- δεν είναι τόσο καλό, αλλ' αφού το λένε, να το ειπούμε τσι΄ εμείς, δεν πειράζει.
Οι γεροπαλαιοί, μολογάγανε, τα λέπανε. Ερχόσανε τσιαι εκαθόσανε ση σαχτοθουρίδα τσιαι ηφέρνανε γιούρω τη γωνιά σα δαιμόνια- όξω από το σπίτι τσιαι από κοντά μας. Ο νοικοτσύρης για να τα διώξει έπαιρνε ένα δαυλί αναμμένο τα τσυνήγαγε τσιαι τσείνα εχανόσανε!
Ο γερο Τανάλιας, μολόγαγε, τα είχε ειδωμένα η γιαγιά του που καθόσανε ση γωνιά τσιαι ξεθρακουνάγανε τη σάχτη. Ησανε, έλεγε, έτσι σαν κατσουλάτσια τσι' είχανε ένα ποδαράτσι ανθρωπινό τσι' ένα γαϊδουρινό. Η γιαγιά του πήρε τη μάσια τσι' ετσείνα γκατρζελώσανε απού μέσα σο τζιάτσι τσιαι χαθήκανε, φύγανε από το φουγάρο.
Άλλη μια ράτα, μολογάγανε, τσιίνησε ένας, έτσι σαν τώρα τα δωδεκαήμερα, από ‘να ξένο χωριό, από του Μποντιά ας ειπούμε, να ΄ρθει ση Καντύλα, ν'αλέσει σους μύλους. Είχε τότες η Καντύλα μύλους σωρό, μην τηράς τώρα που ρημάξανε σιαπάνου ούλοι.
Ήρθε λοιπόν, αλλά ηύρε πλάκωση σο μύλο τσι' όσο ν' αλέσει νύχτωσε. Τι να κάμει τώρα, που να μείνει, «θα φύγω», λέει. Φόρτωσε λοιπόν τσιαι μπροστά το μουλάρι, πίσω ετσείνος, τσίνησε.
Είχε προχωρημένα νύχτα για καλά. Σιακάτου που πήγαινε, σο Μετόχι ας ειπούμε, του πέσανε κοντά τα γκατζιόνια. Αυτός, τον φάγανε τα φίδια, τα κατάλαβε. Τι να κάμει τώρα? Δίνει ένα σάλτο τσι' αναβαίνει ανάμεσα σα δυο πλευρά το άλεσμα, απανωγόμι. Κουκουλόθητσιε καλά, εκουβαριάστη να μην τον λέπουνε τσιαι επήγαινε. Φαινότανε σα πλευρό που το βάνουμε είδες, απανωγόμι.
Τα γκατζιόνια -δεν είναι τσιαι πολύ έξυπνα ως φαίνεσται- τον εχάσανε. Ερχόσανε γιούρω, γιούρω το μουλάρι, ψάγνανε, πουθενά ο άνθρωπος. Πηγαίνανε παρά πίσω, ξαναγυρίζανε, τηράγανε, ξαστεριά. Το μουλάρι πήγαινε μοναχό του με δυό πλευρά άλεσμα τσιαι ένα απανωγόμι. Απέ λέγανε ‘τσει που ΄ρχόσανε τρογιούρω: «Να το'να πλευρό, να τα' άλλο, να τσιαι τα' απανωγόμι. Τσείνος ο κερατάς που είναι»?? Βίραα, πουλάλα πάλε πίσω ίσιαμε το μύλο. Τίποτα. Γυρίζανε πάλε σο μουλάρι τα ίδια πάλε: : «Να το'να πλευρό, να τα' άλλο, να τσιαι τα' απανωγόμι. Τσείνος πού είναι;
Τον παιδέψανε όσο που έφτασε σο σπίτι του. Αλλά από το φόβο του, λένε, πέθανε.
Τ' ακούς; Τ' ακώ να λες, παιδάτσι μου. Τώρα αλήθεια, ψέματα, ξέρω' γω; Μια φορά το λέγανε αυτό οι παλαιοί.
Γι' αυτό τα δωδεκάημερα δεν αλέθουνε, ούτε βαφτίζουνε, ούτε παντρευόνται, ούτε βάνουνε αλυσίβα για πλύσιμο από γκαντζιονόσαχτη, ούτε λουζόνται. Λουζόνται την παραμονή του Χριστού τσιαι ξανά πάλε την παραμονή της Πρωτάγιασης, σις 4 Γενάρη το βράδυ, για να διώξουνε τις γκατζιονόψειρες τσιαι να είναι καθαροί για να φιλήσουνε το Σταυρό την άλλη μέρα τσιαι να αγιαστούνε.
Για να μην πηγαίνουνε τα γκατζιόνια τσιαι κατουράνε σα βαγένια τσιαι σα βαρέλια του νερού τους βάνουνε απάνου μια φούντα σφαραγγουνιά (που κάνει τα σφαράτζια) να τρουπιώνται τσαι να μη ζυγώνουνε.
Σφαραγγουνιά βάνουναι τσιαι οι τσιοπάνηδες σα μαντριά τους να μην μπαίνουνε μέσα τα γκατζιόνια.
Τη γκατζιονόσαχτη που μαζεύουμε τα δωδεκαήμερα από το τζιάτσι, από τη φωτιά, τη φυλάμε σ' ένα ντενεκέ ή ό,τι τσιαι την αυγή της Πρωτάγιασης τη ρίνουμε σα κλαρικά. Είναι καλό, λέει, για τον περονόσπορο για την κάμπια. Έτσι το ηύραμε έτσι το κάνουμε. Την Πρωτάγιαση τσιαίμε τις σφαραγγουνιές που βάνουμε σα βαγένια, σα βαρέλια, σα μαντριά. Τις τσιαίμε αυτές όξω από το σπίτι.
Ο γεροπαπα-Λαυρέντιος, που ναι γουστόδιος, λέει τσιαι άλλη μια ιστορία με τα γκατζιόνια. Ερχότανε μια γυναίκα νέα τσιαι μοναχή από τη Βόχα, ας ειπούμε, τσιαι νύχτωσε σο Καρτέρι, τσιαι ακόμα κάτου. Σο διάσελο να τσιαι τα γκατζιόνια; Τι να κάμει τώρα: Θέλα την φορτωθούνε. Γδένεται καρκάσελα όπως την έκαμε η μάνα της, κρύωνε τσιόλας αλλά τι να' κανε, βάνει τα σκουτιά της σο ταγάρι τσιαι πήγαινε.
Τη φτάσανε τα γκατζιόνια, τη βάλανε ση μέση, την τηράγανε από δω, την τηράγανε από τσει, παραξενευόσανε. Πετάγεται ένας γκάτζιονας τσιαι λέει τ' αλλουνού:
«Γκάτζιος είσαι
γκάτζιος είμαι
τέτοιο γκάτζιονα δεν είδα
κάτου κάτου μαλλιαράτος
τσι' απουπάνου αρχι..τος».
Τ' αστήθια της γυναίκας ο γκάτζιονας, μεριά από φόβο, μεριά από σαστιμάρα, τα ‘λεπε άλλα πράματα. Η γυναίκα δε μίλησε μιλιά. Έτσι φοβηθήκανε τα γκατζιόνια που είδανε τέτοιο μεγάλο γκάτζιονα, την απαρατήκανε τσιαι γλύτωσε η γυναικούλα.
Επεξηγήσεις:
Α-Γκατζιόνια, λέγονται στην Κανδύλα οι Καλλικάντζαροι.
Β-Η ιστορία με αυτόν (ή αυτήν σε άλλες παραλλαγές) που πήγε στο Μύλο να αλέσει και στο δρόμο την ... παρενόχλησαν τα γκατζιόνια είναι «κλασσικό» καντυλιώτικο παραμύθι των Χριστουγέννων. Το ακούγαμε κάθε χρόνο, με το ίδιο πάντα ενδιαφέρον από τη γιαγιά μας. Στη δική της εκδοχή, η πρωταγωνίστρια ήταν γυναίκα, από το Λεβίδι και υπήρχε αίσιον τέλος, δεδομένου ότι λάλησε ο κόκορας, τα γκαντζιόνια κατάλαβαν ότι ξημέρωνε και έτρεξαν να κρυφτούν.
Γ-Το ύφος του άρθρου είναι σε αφηγηματικό λόγο, με την προφορά των παλαιότερων Κανδυλαίων (το και και γενικώς το κάπα προφέρεται τσιαι, το σίγμα και τα σύμφωνα αρκετά έντονα), ενώ υπάρχουν αρκετοί ιδιωματισμοί:
Αμουτσιά: Μπουκιά
Απανωγόμι: Το σακί, που έχει φορτωθεί ανάμεσα στα δύο άλλα (δεξιά και αριστερά)
Γκαρτζελώνω: Σκαρφαλώνω
Καρκάσελα, καρκασέλι: Τσίτσιδος, ολόγυμνος
Μολογάω: Εξιστορώ
Μποντιά: Το χωριό Παλαιόπυργος
Πλευρό: Το σακί, το φόρτωμα
Ράτα: Μια ράτα, μια φορά
Σαχτοθουρίδα: Πίσω μέρος του τζακιού όπου μάζευαν τη στάχτη
Σιαπάνου: Τοπικό επίρρημα Ίσια Επάνω, εκεί πάνω, στον ανήφορο
οίγαρις: Mήπως
Φορτώνομαι: Ενοχλώ φορτικά
Το άρθρο είναι του Δημ. Λαρδίκου (σύμφωνα με σημείωση του οποίου προέρχεται από καταγραφή που έκανε στην Καντύλα το 12ήμερο του 1969). Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Τα Κανδυλιώτικα», Έτος 5ο, Αριθμός Φύλλου 14, Ιανουάριος-Μάρτιος 1997.  
Αντιγραφή και σχόλια-επεξηγήσεις: Χριστίνα Β. Οικονομοπούλου

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki