«Ό Λόγος σαρξ έγένετο...» αναγγέλλει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Α` 14). Είναι το πλέον χαρμόσυνο άγγελμα που θα μπορούσε να δώσει ό Θεός στον άνθρωπο. Ο Υιός και Λόγος παρουσιάζεται στην ανθρώπινη ιστορία ως Θεάνθρωπος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει τα Χριστούγεννα "Μητρόπολη πασών των Εορτών". Από τα Χριστούγεννα ξεκινάει η ιστορία της Εκκλησίας.
Ο Αιώνιος και Άναρχος αλλά και Φιλάνθρωπος Θεός, έρχεται στον κόσμο
μας, γίνεται άνθρωπος. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Σαρκώνεται και
γίνεται άνθρωπος από υπερβολική και άπειρη αγάπη για τον άνθρωπο.
Σαρκώνεται και γίνεται άνθρωπος για να επαναφέρει στην αρχική αρμονία τη
διαταραγμένη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. "
Τη Θεοφάνεια της Γεννήσεως ακολουθεί η Θεοφάνεια της Βαπτίσεως. Η Θεοφάνεια της Αγίας Τριάδος. Της Τριάδας πού φανερώθηκε κατά την Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη. Η σύνδεση και στενή σχέση των δύο αυτών μεγάλων γεγονότων φαίνεται, από το ότι τα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα γιορτάζονταν μαζί.
Αρκετά αργότερα (μετά το 3ο αιώνα) χωρίστηκαν οι γιορτές.
Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.χ. Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως,...
αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε "χρόνια" προ Χριστού.
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ` όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε "εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως", πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.
Λαμβάνοντες υπ` όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ "από διετούς και κατωτέρω", υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ` αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως "παιδίον" και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 "από κτίσεως Ρώμης" (7 ή 6 π.χ.).
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά.
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3).
Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20).
Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ (της Ιουδαίας), όπου Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, - Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14).
Ενώ συμβαίνουν αυτά άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα που μετά την συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη, συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς, προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντάς Του Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό των Χριστουγέννων, έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη «γιορτή των Χριστουγέννων» εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.
Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος (μεταξύ 329 και 333 - 379), υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.
Επί Πάπα Ιουλίου Α` (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου «λεχθείσα» περί τον Χριστόν "Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι" (Ιωάνν. γ`30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του "ακατανίκητου" θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.
Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο, καθ` όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.
Στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλιών (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. "γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)", την φράση "VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea".
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).
Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της «Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.
Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε «δημόσια αργία». Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της «Μεταρρύθμισης» απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.
Η αγιότητα της θεότητας του Χρίστου γίνεται πλέον χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Του κάθε ανθρώπου.
Τα Χριστούγεννα τέμνουν την Ιστορία της ανθρωπότητας σε Προ και Μετά Χριστόν.
Το 45 π.Χ., γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία η 1η Ιανουαρίου σαν η πρώτη ημέρα του νέου έτους, καθώς το ιουλιανό ημερολόγιο άρχισε να εφαρμόζεται.
Στο σχεδιασμό του νέου ημερολογίου (ιουλιανού), ο Καίσαρας ζήτησε την ενίσχυση ενός Αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια, του Sosigenes.
Αυτός τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί εξ ολοκλήρου από την ιδέα της παρακολούθησης του σεληνιακού κύκλου και να ακολουθήσει το ηλιακό έτος, όπως οι Αιγύπτιοι. Μ` αυτό τον τρόπο, το έτος υπολογίστηκε ότι αποτελείται από 365 και 1/4 ημέρες. Από την πλευρά του, ο Καίσαρας πρόσθεσε 67 ημέρες στο 45 π.Χ., κάνοντας έτσι το 46 π.Χ. να αρχίσεί την 1η Ιανουαρίου και όχι το Μάρτιο. Επίσης, καθιέρωσε την επιπλέον μέρα στο τέλος του Φεβρουαρίου κάθε τέσσερα χρόνια, κρατώντας έτσι θεωρητικά το ημερολόγιό του από να πέσει έξω. Λίγο πριν η δολοφονία του το 44 π.Χ., άλλαξε το όνομα του μήνα Quintilis σε Julius (Ιούλιος) από το όνομά του. Αργότερα, ο μήνας Sextilis μετονομάστηκε Augustus (Αύγουστος) από το όνομα του διαδόχου του.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!! ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ!!! |
Τη Θεοφάνεια της Γεννήσεως ακολουθεί η Θεοφάνεια της Βαπτίσεως. Η Θεοφάνεια της Αγίας Τριάδος. Της Τριάδας πού φανερώθηκε κατά την Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη. Η σύνδεση και στενή σχέση των δύο αυτών μεγάλων γεγονότων φαίνεται, από το ότι τα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα γιορτάζονταν μαζί.
Αρκετά αργότερα (μετά το 3ο αιώνα) χωρίστηκαν οι γιορτές.
Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.χ. Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως,...
αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε "χρόνια" προ Χριστού.
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ` όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε "εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως", πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.
Λαμβάνοντες υπ` όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ "από διετούς και κατωτέρω", υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ` αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως "παιδίον" και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 "από κτίσεως Ρώμης" (7 ή 6 π.χ.).
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά.
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3).
Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20).
Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ (της Ιουδαίας), όπου Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, - Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14).
Ενώ συμβαίνουν αυτά άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα που μετά την συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη, συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς, προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντάς Του Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό των Χριστουγέννων, έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη «γιορτή των Χριστουγέννων» εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.
Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος (μεταξύ 329 και 333 - 379), υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.
Επί Πάπα Ιουλίου Α` (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου «λεχθείσα» περί τον Χριστόν "Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι" (Ιωάνν. γ`30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του "ακατανίκητου" θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.
Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο, καθ` όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.
Στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλιών (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. "γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)", την φράση "VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea".
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).
Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της «Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.
Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε «δημόσια αργία». Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της «Μεταρρύθμισης» απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.
Η αγιότητα της θεότητας του Χρίστου γίνεται πλέον χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Του κάθε ανθρώπου.
Τα Χριστούγεννα τέμνουν την Ιστορία της ανθρωπότητας σε Προ και Μετά Χριστόν.
Το 45 π.Χ., γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία η 1η Ιανουαρίου σαν η πρώτη ημέρα του νέου έτους, καθώς το ιουλιανό ημερολόγιο άρχισε να εφαρμόζεται.
Στο σχεδιασμό του νέου ημερολογίου (ιουλιανού), ο Καίσαρας ζήτησε την ενίσχυση ενός Αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια, του Sosigenes.
Αυτός τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί εξ ολοκλήρου από την ιδέα της παρακολούθησης του σεληνιακού κύκλου και να ακολουθήσει το ηλιακό έτος, όπως οι Αιγύπτιοι. Μ` αυτό τον τρόπο, το έτος υπολογίστηκε ότι αποτελείται από 365 και 1/4 ημέρες. Από την πλευρά του, ο Καίσαρας πρόσθεσε 67 ημέρες στο 45 π.Χ., κάνοντας έτσι το 46 π.Χ. να αρχίσεί την 1η Ιανουαρίου και όχι το Μάρτιο. Επίσης, καθιέρωσε την επιπλέον μέρα στο τέλος του Φεβρουαρίου κάθε τέσσερα χρόνια, κρατώντας έτσι θεωρητικά το ημερολόγιό του από να πέσει έξω. Λίγο πριν η δολοφονία του το 44 π.Χ., άλλαξε το όνομα του μήνα Quintilis σε Julius (Ιούλιος) από το όνομά του. Αργότερα, ο μήνας Sextilis μετονομάστηκε Augustus (Αύγουστος) από το όνομα του διαδόχου του.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!
ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ!!!
ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ!!!
Kαλά χριστούγεννα!
ReplyDelete