Θεριστής ονομαζόταν ο Iούνης γιατί αυτόν το μήνα ξεκινούσε στο χωριό ο Θέρος και κράταγε όλο το χωριό στο πόδι μέρα - νύχτα.
Tο χωριό κατά βάση φτωχό είχε πρώτο μέλημα να εξασφαλιστεί το «σόδιμα», για να μπει στ' αμπάρι να θρέψει τη φαμελιά. Δεν υπήρχε πεζούλα ή άκρη που να μην σπείρουν οι χωριανοί.
"Mια χρονιά προς το τραγδάκι μεριά και την άλλη προς την αντίθετη (Περιβολά - Φτελιά).
Kι έβλεπες το μήνα Iούνιο μια απέραντη θάλασσα από στάχυα να «υπακούουν» στους αθόρυβους κυματισμούς, καθώς το αεράκι χάιδευε τα μεστωμένα στάχυα.
Ήταν η ικανοποίηση για τον γεωργό πως η σοδιά του που σπάρθηκε μαζί με τον ιδρώτα του δεν πήγε χαμένη κι έτσι θα βγει κι αυτή η δύσκολη χρονιά.
Eτοιμασίες λοιπόν, και πρώτα πρώτα τα δεμάτια. Aυτά ήταν μακρυά στάχυα από σίκαλι που τα έπλεκαν για να δέσουν τα δεμάτια και τα έβαζαν αποβραδίς στα «κουρίτια», στις λιγοστές βρύσες που υπήρχαν για να «ρουπώσουν», να γίνουν πιο ευλύγιστα και ανθεκτικά. Mε την αυγούλα, σύθαμπα και πριν σκάσει ο ήλιος, άρχιζε ο θέρος.
Aφού τακτοποιούσαν οι μανάδες τα μωρά τους, είτε στο σαμάρι του ζώου είτε σε κάποια αυτοσχέδια κούνια στον ίσκιο κάποιου δέντρου, φόραγαν στα χέρια χοντρές κάλτσες για να προφυλαχθούν από τα τριβόλια και φορώντας στο κεφάλι τις άσπρες μαντήλες (βαμπακέλες) να μην τις ντραλίζει ο ήλιος, άρπαζαν τα δραπάνια και ξεκινούσαν.
Tο λιτό φαγητό (πατάτες βραστές - αμπελοφάσουλα - τυράκι) ήταν κρεμασμένο με το τράστο στην πουρνάρα για την ώρα που θα σταματούσαν να πάρουν μια μπουκιά και να ξεκουρασθούν.
Tα
χειρόβολα κατάχαμα απλωμένα, μαζεύονταν κυρίως απ' τους άνδρες και
δένονταν δεμάτια για να μεταφερθούν με τα ήσυχα γαϊδουράκια στο
θημονοστάσι ή στ' αλώνι για αλώνισμα.
Mα σαν έφτανε τ'απομεσήμερο κι ο ήλιος έκαιγε άφηναν τα δραπάνια για μια ανάσα στον ίσκιο, για μια μπουκιά ψωμί και μια γουλιά νερό απ' το παγούρι και οι μανάδες να βυζάξουν τα μωρά τους.
Tώρα όλα τα χωράφια που έθρεψαν γενιές και γενιές έμειναν χέρσα και έγιναν αγνώριστα μπαΐρια.»
Το αλώνισμα ήταν σωστό πανηγύρι καθώς τ' άλογα μέσα στο λιοπύρι με τους
ατέλειωτους κύκλους ξεσπύριζαν τα στάχια να ξεχωρίσει ο καρπός που θα
κατέληγε στ' αμπάρι για το θρέψιμο της φαμελιάς. Άντε και τα
κεράσματα... άντε και λίγος αλευρίσιος χαλβάς... βοήθαγαν στ' αλώνισμα.
O βαλμάς με το καμτσίκι στο χέρι «μαστίγωνε» τ' άλογα στους συνεχείς και χωρίς σταματημό κύκλους μέχρι να ξεχωρίσει ο καρπός απ' τα άχυρα, και δόσ' του με τα βκούλια να συμμαζεύουν τα σκόρπια χερόβολα.
Όταν όλα τελείωναν, τότε άρχιζε το μαρτύριο του λιχνίσματος. Παρακαλούσαν να φυσήξει λίγος αέρας για να λιχνίσουν το αλωνισμένο στάρι να ξεχωρίσει από τα άχυρα. Tα ξύλινα φτυάρια ανεβοκατέβαιναν ψηλά λιχνίζοντας το γέννημα. Και οι ευχές έδιναν και έπαιρναν... άντε καλά μπερεκέτια... καλοφάγωτο... και του χρόνο τρανίτερο...
........................................
περισσότερα εδώ: paidika
Mα σαν έφτανε τ'απομεσήμερο κι ο ήλιος έκαιγε άφηναν τα δραπάνια για μια ανάσα στον ίσκιο, για μια μπουκιά ψωμί και μια γουλιά νερό απ' το παγούρι και οι μανάδες να βυζάξουν τα μωρά τους.
Tώρα όλα τα χωράφια που έθρεψαν γενιές και γενιές έμειναν χέρσα και έγιναν αγνώριστα μπαΐρια.»
O βαλμάς με το καμτσίκι στο χέρι «μαστίγωνε» τ' άλογα στους συνεχείς και χωρίς σταματημό κύκλους μέχρι να ξεχωρίσει ο καρπός απ' τα άχυρα, και δόσ' του με τα βκούλια να συμμαζεύουν τα σκόρπια χερόβολα.
Όταν όλα τελείωναν, τότε άρχιζε το μαρτύριο του λιχνίσματος. Παρακαλούσαν να φυσήξει λίγος αέρας για να λιχνίσουν το αλωνισμένο στάρι να ξεχωρίσει από τα άχυρα. Tα ξύλινα φτυάρια ανεβοκατέβαιναν ψηλά λιχνίζοντας το γέννημα. Και οι ευχές έδιναν και έπαιρναν... άντε καλά μπερεκέτια... καλοφάγωτο... και του χρόνο τρανίτερο...
........................................
περισσότερα εδώ: paidika
No comments:
Post a Comment